Σε μια μπιραρία του Μονάχου το 1921, ο νέος πρόεδρος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος των Γερμανών Εργατών, κάποιος Αδόλφος Χίτλερ, εκφώνησε έναν χριστουγεννιάτικο λόγο μέσα σε ένα πλήθος που παραληρούσε.
Σύμφωνα με τη μυστική αστυνομία της Γερμανίας που ήταν παρούσα, κάπου 4.000 υποστηρικτές ζητωκραύγαζαν κάθε φορά που ο ηγέτης καταδίκαζε «τους δειλούς εβραίους που έβαλαν τον απελευθερωτή του κόσμου στον σταυρό» και ορκιζόταν «να μην ησυχάσω μέχρι και ο τελευταίος εβραίος να μπει κάτω από το χώμα».
Μετά την πύρινη ομιλία, ο κόσμος τραγούδησε τα κάλαντα, παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, αλλά και εθνικιστικούς ύμνους γύρω από το στολισμένο έλατο. Όσοι παρευρισκόμενοι ανήκαν μάλιστα στην εργατική τάξη, έλαβαν και δώρα.
Σήμερα ξέρουμε πως για τους Γερμανούς των δεκαετιών του 1920 και του 1930 αυτός ο συνδυασμός γιορτινού κλίματος, εθνικιστικής προπαγάνδας και αντισημιτισμού μόνο ξένος δεν ήταν.
Όσο το ναζιστικό κόμμα μεγάλωνε όμως σε αριθμούς και δύναμη και πριν καν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, δημοκρατικά το 1932 και δικτατορικά από το 1933 (μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ), οι προπαγανδιστές του κόμματος στράφηκαν με μεγάλη φροντίδα και σπουδή σε αυτό που οι ιστορικοί ονομάζουν «ναζιστικοποίηση των Χριστουγέννων».
Ο στόχος ήταν να προσδώσουν στις οικογενειακές παραδόσεις μια νέα συμβολική, ελπίζοντας να οδηγήσουν τους οπαδούς του εθνικοσοσιαλισμού σε νέα μονοπάτια.
Με δεδομένο τον πλήρη κρατικό έλεγχο της δημόσιας ζωής, δεν είναι να απορεί κανείς πόσο πετυχημένη ήταν η εκστρατεία για τη δική τους εκδοχή των Χριστουγέννων. Αυτά άκουγε συνεχώς ο πολίτης του Γ’ Ράιχ στο ραδιόφωνο, αυτά διάβαζε και στον καθημερινό Τύπο.
Οι ιστορικοί δεν αμφιβάλλουν σήμερα για την απήχηση των ναζιστικών Χριστουγέννων και τη διάχυσή τους στις ιδιωτικές ζωές των πολιτών. Το μόνο που μένει να συζητηθεί είναι ο βαθμός στον οποίο συνέβη αυτό.
Την ώρα δηλαδή που υπήρχαν Γερμανοί που δεν γιόρταζαν στα σπίτια τους τα πολιτικά Χριστούγεννα του Γ’ Ράιχ, εντυπωσιακά πολλοί αγκάλιασαν τη ναζιστικοποιημένη εκδοχή τους, μετατρέποντας την οικογενειακή εστία σε μια γιορτή μίσους…
Το πιο χαρακτηριστικό ίσως στοιχείο της ναζιστικής σύλληψης περί Χριστουγέννων ήταν ο επανακαθορισμός τους ως νεοπαγανιστικής γιορτής. Βορειοευρωπαϊκής προέλευσης.
Αντί να επικεντρώνεται στις χριστιανικές καταβολές της γιορτής, η ναζιστική εκδοχή τιμούσε την υποτιθέμενη ανωτερότητα της αρίας φυλής.
Σύμφωνα με τους θεωρητικούς του Γ’ Ράιχ, αυτό που άξιζε να γιορτάζει κάποιος από τα Χριστούγεννα ήταν τα τελετουργικά του χειμερινού ηλιοστασίου που συνήθιζαν να τιμούν τα τευτονικά φύλα πριν από την έλευση του χριστιανισμού.
Τα αναμμένα καντηλάκια στα χριστουγεννιάτικα δέντρα συμβόλιζαν στη ναζιστική ιδεολογία την ειδωλολατρική επιθυμία για την «επιστροφή του φωτός» μετά τη μικρότερη μέρα του χρόνου.
Τα ναζιστικής σύλληψης Χριστούγεννα ήταν μια «γιορτή εργαστηρίου», όπως την αποκαλούν χαρακτηριστικά οι ιστορικοί, μια μείξη προχριστιανικών τελετουργικών και δημοφιλών μύθων και προκαταλήψεων.
Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Γ’ Ράιχ πήρε φωτιά για να μετατρέψει τα Χριστούγεννα σε μια γιορτή του παγανιστικού γερμανικού εθνικισμού.
Μια πραγματικά τεράστια μηχανή στήθηκε, με επίκεντρο πάντα το υπουργείο Προπαγάνδας, ώστε να απαλειφθούν από τη συλλογική μνήμη του λαού οι χριστιανικές καταβολές των Χριστουγέννων.
Η απόπειρα των Ναζί εξηγείται στη βάση δύο κυρίως λόγων. Ο Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές θεωρούσαν τον θεσμό της θρησκείας απόλυτο εχθρό του απολυταρχικού κράτους που ήθελαν να δημιουργήσουν. Κι έτσι ήταν ταιριαστό να απαλείψουν τα χριστιανικά στοιχεία της γιορτής.
Οι επίσημοι εορτασμοί αναφέρονταν μεν σε ένα ανώτερο ον, το συνέδεαν ωστόσο με το φως και τον ήλιο, πατώντας πάνω στις προχριστιανικές παραδόσεις του γερμανικού έθνους.
Ο δεύτερος λόγος ενυπάρχει ήδη από την ομιλία του Χίτλερ το 1921: οι ναζιστικοί εορτασμοί όφειλαν να εγείρουν αισθήματα φυλετικής καθαρότητας και αντισημιτισμού. Πριν καν αναλάβουν την εξουσία το 1932, κατάφεραν να μετατρέψουν τις επιθέσεις στους γερμανούς εβραίους ως άτυπο χαρακτηριστικό των εορτών.
Αυτό συνεχίστηκε και μετά το 1933, τα ναζιστικά Χριστούγεννα συνέχιζαν να αποκλείουν όσους θεωρούσε «ακατάλληλους» το καθεστώς.
Η εικονογραφία των εορτών παρουσίαζε οικογένειες ξανθών και γαλανομάτηδων Γερμανών γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, θέλοντας να κανονικοποιήσει την ιδεολογία της φυλετικής καθαρότητας.
Ο πρόδηλος αντισημιτισμός της νέας ρητορείας αναφορικά με τα Χριστούγεννα δεν κρυβόταν μάλιστα από την επίσημη ατζέντα. Το καθεστώς καλούσε σε μποϊκοτάζ των εβραϊκών μαγαζιών κατά την εορταστική περίοδο.
Σε κατάλογο πολυκαταστήματος τα Χριστούγεννα του 1935, που παρουσίαζε μια μαμά που κρατούσε μια αγκαλιά δώρα, υπήρχε και μια σημείωση για να καθησυχάζει τον κόσμο: «Το κατάστημα έχει περάσει στα χέρια Άριου!».
Στη ναζιστική Γερμανία ακόμα και ένα δώρο όφειλε να προπαγανδίζει το μίσος προς τους εβραίους. Ενδυναμώνοντας έτσι την επίσημη ρητορεία του κόμματος για τον «κοινωνικό θάνατο» του εβραίου.
Το μήνυμα ήταν ένα και σαφές: μόνο οι άριοι μπορούσαν να πάρουν μέρος στις γιορτές…
Σύμφωνα με τους ιδεολόγους του εθνικοσοσιαλισμού, ονόματα όπως ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ δηλαδή, η γυναίκα και κυρίως η μάνα ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την ενδυνάμωση της σχέσης μεταξύ ιδιωτικής ζωής και του «νέου πνεύματος», όπως αποκαλούσαν το ρατσιστικό κράτος τους.
Οι καθημερινές πτυχές των Χριστουγέννων, όπως το τύλιγμα των δώρων, η διακόσμηση του σπιτιού, το εορταστικό τραπέζι, συνδέθηκαν έτσι με τη γυναίκα, αντλώντας στοιχεία από τις ειδωλολατρικές παραδόσεις του (ευρωπαϊκού) Βορρά.
Οι προπαγανδιστές των Ναζί έστεψαν βασίλισσα των Χριστουγέννων τους τη γερμανίδα μάνα. «Ιέρεια» και «προστάτιδα του σπιτιού και της εστίας» την έχρισαν, ώστε να επαναφέρει τα Χριστούγεννα στον σωστό δρόμο, να «αναβιώσει το πνεύμα του γερμανικού σπιτιού», όπως προωθούσε η ρητορεία τους.
Κι έτσι τα γυναικεία περιοδικά, οι οδηγοί των χριστουγεννιάτικων προετοιμασιών, ακόμα και τα ναζιστικά κάλαντα, όλα ήταν ένα μείγμα οικογενειακών παραδόσεων και μισαλλοδοξίας.
Η ιδεολογική χειραγώγηση ήταν εκτεταμένη και αφορούσε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας. Μητέρες και παιδιά ενθαρρύνονταν να φτιάχνουν σπιτικά στολίδια που να έλκουν την καταγωγή τους από τις τευτονικές και σκανδιναβικές θεότητες.
Στολίδια για το δέντρο, όπως ο «Ηλιακός Τροχός του Όντιν», και κουλουράκια σε σχήμα βρόχου, το σύμβολο της γονιμότητας στις τευτονικές παραδόσεις.
Ακόμα και τα αναμμένα καντηλάκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο προωθούνταν με νέο νόημα. Οι Ναζί πίστευαν πως δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα «παγανιστικής δαιμονικής μαγείας», η οποία θα μπορούσε να εκθρονίσει το Άστρο της Βηθλεέμ και τη γέννηση του Ιησού από την καρδιά της εορταστικής περιόδου.
Ο στόχος ήταν να αποθεωθεί η «γερμανικότητα», καπελώνοντας όλες τις θρησκευτικές προεκτάσεις των Χριστουγέννων. Τις χριστιανικές προεκτάσεις, αλίμονο.
Κι εδώ μπήκαν σε μεγάλο κόπο οι υπεύθυνοι της ναζιστικής προπαγάνδας ώστε να αποδώσουν τόσα και τόσα κάλαντα και χαρμόσυνα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, ώστε να αντικατασταθούν τα χριστιανικά θέματα με τη νεοπαγανιστική ρητορεία τους.
Η παραδοσιακή «Άγια Νύχτα», ας πούμε, διατηρήθηκε, απλώς δεν είχε πια καμία αναφορά σε Θεό, Χριστό και χριστιανισμό.
Η «Νύχτα με τα Καθαρά Αστέρια», τα δημοφιλέστερα ναζιστικά κάλαντα, έπαιζαν συνεχώς και παντού, από τους δημόσιους εορτασμούς και το ραδιόφωνο μέχρι και ιδιωτικά σε κάθε σπίτι.
Αυτά τα κάλαντα έγιναν τόσο δημοφιλή και συνυφάνθηκαν τόσο με τα Χριστούγεννα που άκουγες να τα τραγουδάνε στα σπίτια της Γερμανίας ακόμα και στη δεκαετία του 1950. Είχαν υπερβεί τη ναζιστική καταγωγή τους, είχαν μετατραπεί σε αναπόσπαστο στοιχείο του χριστουγεννιάτικου εθιμοτυπικού.
Η «Νύχτα με τα Καθαρά Αστέρια» (Hohe Nacht der klaren Sterne) ήταν δαιμόνιο έργο. Είχε μελωδία που έμοιαζε πολύ με τα παραδοσιακά κάλαντα, οι στίχοι ωστόσο αρνούνταν καθετί χριστιανικό. Τραγουδούσαν για αστέρια, φώτα και την «αιώνια μητέρα», για έναν κόσμο που θα έσωζε ο εθνικοσοσιαλισμός και όχι ο Ιησούς.
Ο Ιησούς ήταν εξάλλου συνυφασμένος στο μυαλό των Ναζί με την εβραϊκή καταγωγή του. Δεν θα μπορούσαν να γιορτάζουν τη γέννηση του «εβραίου Μεσσία», όπως τον αποκαλούσαν μεταξύ 1933-1945…
Όπως και με τα περισσότερα θέματα που άπτονται της ναζιστικής ιδεολογίας και των δεινών που επέφερε το Γ’ Ράιχ στην Ευρώπη, η συζήτηση στρέφεται αναγκαστικά στο πώς υποδέχτηκε ο λαός την εσκεμμένη προσπάθεια του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, του Μάρτιν Μπόρμαν και του Χάινριχ Χίμλερ να ξεθεμελιώσουν τον χριστιανισμό από τη Γερμανία, αντικαθιστώντας τον με την πανσπερμία των παλιών τευτονικών θεών.
Η ιστορική πραγματικότητα είναι πως δεν γνωρίζουμε πόσα ακριβώς νοικοκυριά τραγουδούσαν τα ναζιστικά κάλαντα και έψηναν κουλουράκια προς τιμήν του Όντιν. Ούτε πόσοι πολίτες πίστεψαν τους θεωρητικούς του ναζισμού που έλεγαν ούτε λίγο ούτε πολύ πως τα Χριστούγεννα δεν είχαν να κάνουν με τη… γέννηση του Χριστού.
Αυτοί επιχειρηματολογούσαν πως τα χριστιανικά στοιχεία των εορτών είχαν επιβληθεί διά της βίας πάνω στα αρχαία γερμανικά φύλα και το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων ήταν ο εορτασμός του χειμερινού ηλιοστασίου, η «αναγέννηση του ηλίου» δηλαδή.
Η σβάστικα, έλεγαν, ήταν αρχαίο σύμβολο του ήλιου και ακόμα και ο Άγιος Βασίλης δεν ήταν παρά μια χριστιανική επανεφεύρεση του Όντιν. Κι έτσι ο άγιος των Χριστουγέννων αντικαταστάθηκε στη ναζιστική εικονογραφία με έναν γενειοφόρο Όντιν και εκεί που κάποτε υπήρχε η φάτνη τώρα στόλιζαν απλώς έναν κήπο με ξύλινα ελαφάκια και κουνελάκια.
Όσο για την Παρθένο Μαρία και τον Ιησού, δεν εξαφανίστηκαν, ήταν απλώς μια ξανθιά γαλανομάτα μητέρα που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό.
Έχουμε ωστόσο μαρτυρίες και καταγραφές για το πόσο δημοφιλή έγιναν όλα αυτά σε μεγάλη μερίδα της γερμανικής κοινωνίας.
Από την Εθνικοσοσιαλιστική Γυναικεία Ένωση (NSF), για παράδειγμα, που κρατούσε πρακτικά των συνεδριάσεών της, μαθαίνουμε πως υπήρξε μεγάλη διαφωνία κάποιων μελών της για τον επαναπροσδιορισμό των Χριστουγέννων.
Τα αρχεία της ένωσης δείχνουν πάντως ότι αυτές οι ενστάσεις κάμφθηκαν όταν το ναζιστικό κόμμα πίεσε πολύ για να μπουν στο περιθώριο οι χριστιανικές προεκτάσεις των γιορτών.
Η μόνη σθεναρή αντίσταση που συνάντησαν οι Ναζί στην προσπάθειά τους να αφαιρέσουν τον Χριστό από τα Χριστούγεννα ήρθε από τον γερμανικό κλήρο. Γνωρίζουμε ότι στο Ντίσελντορφ οι κληρικοί επέμεναν να τηρούν τις (καθολικές) χριστιανικές παραδόσεις και απειλούσαν μάλιστα με αφορισμό τις γυναίκες που ήθελαν να ενταχθούν στην NSF.
Γνωρίζουμε επίσης ότι και σε άλλες περιοχές της Γερμανίας οι πιστές χριστιανές δεν πήγαιναν στις εκδηλώσεις των ναζιστικών Χριστουγέννων, ούτε στα φιλανθρωπικά γκαλά της NSF. Οι ιστορικοί ισχυρίζονται ωστόσο πως αυτές ήταν μάλλον οι εξαιρέσεις παρά ο κανόνας.
Στα γκάλοπ που έκανε η μυστική αστυνομία του καθεστώτος για τη μέτρηση των στάσεων αναφορικά με τα ναζιστικά Χριστούγεννα, οι αξιωματούχοι εμφανίζονταν πάντα ικανοποιημένοι από την αποδοχή που είχαν οι παρεμβάσεις τους στον κόσμο.
Φαίνεται πως ένα καλό κομμάτι της κοινωνίας αποδέχτηκε τη ναζιστικοποίηση των Χριστουγέννων. Ακόμα περισσότεροι έβλεπαν με καλό μάτι την επιστροφή στις «πραγματικές γερμανικές παραδόσεις», οι οποίες έρχονταν να τονώσουν το εθνικό γόητρο των Γερμανών.
Για άλλους ήταν απλώς άλλο ένα σύμβολο της φυλετικής καθαρότητας και της λευκής υπεροχής. Μόνο οι άριοι μπορούσαν να γιορτάσουν τα νέα γερμανικά Χριστούγεννα.
Αυτή ήταν άλλη μια μαύρη κίνηση των Ναζί για τον διχασμό της κοινωνίας. Η απλή καθημερινή απόφαση για το τι είδους κουλουράκια να ψήσεις στις γιορτές ήταν πια είτε πράξη αντίστασης, είτε απόδειξη συμμόρφωσης στα ιδεώδη του εθνικοσοσιαλισμού.
Πώς τέλειωσαν όλα αυτά; Απλά και πρακτικά. Από το 1944, όταν οι Ναζί κατάλαβαν ότι θα έχαναν τον πόλεμο και επικέντρωσαν όλες τις δυνάμεις τους στον στρατιωτικό τομέα, κανείς δεν νοιάζονταν πια ποιον θεό θα τραγουδούσε ο κοσμάκης στα σπίτια του.