Ιδιωτικοποίηση ή λουκέτο, αυτή ήταν η μόνη εναλλακτική που δόθηκε στις κρατικές επιχειρήσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας μετά την επανένωση.
Μια ιδέα που επεξεργάζονταν μάλιστα, σύμφωνα με δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, Γάλλοι και Γερμανοί το 2011, για την ελληνική σωτηρία τώρα.
Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, μιλώντας τότε για το πρόγραμμα που είχε συμφωνηθεί με την ελληνική πλευρά, είχε επαναλάβει την πρότασή του για μια λύση στο πρότυπο της Treuhand, θυμίζοντας στους πάντες τις περιπέτειες της βίαιης ιδιωτικοποίησης της κρατικής περιουσίας της Ανατολικής Γερμανίας πριν από 20 χρόνια.
Μιας ιδιωτικοποίησης σωστό ξεπούλημα, αναγκάζοντας τον Γιούνκερ να παρατηρήσει ότι όπως και τότε, έτσι και τώρα «η κυριαρχία των Ελλήνων θα περιοριστεί σημαντικά».
Treuhand σήμαινε το 1991 ένα πράγμα: την υποταγή της πολιτικής στους τραπεζίτες. Σήμαινε όμως και Ντέτλεφ Ροβέντερ, τον άνθρωπο που ανέλαβε να ιδιωτικοποιήσει 8.500 κρατικούς φορείς και επιχειρήσεις, που απασχολούσαν κάπου 4 εκατ. ανθρώπους. Μεταξύ αυτών και δημόσια γη, κρατικά κτίρια, ακόμα και περιουσία κομματικών οργανισμών.
Ο Ροβέντερ έγινε το πρόσωπο της οικονομικής ενοποίησης της Γερμανίας, ή της υποταγής του ηττημένου στον νικητή, όπως ήθελαν οι επικριτές του. Και επικριτές ήταν μερικά εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί, που έχασαν τις δουλειές τους στο μεγάλο παζάρι της συγχώνευσης.
Άγγελο του κακού τον έλεγαν και δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον εχθρεύονταν. Όλοι γνώριζαν εξάλλου πως αποτελεί στόχο. Η εκ βάθρων ιδιωτικοποίηση της σοσιαλιστικής Ανατολικής Γερμανίας είχε ξεβολέψει πολλούς, ενοχλώντας στην πορεία άλλους τόσους.
Μεταξύ αυτών και τη Φράξια Κόκκινος Στρατός, γνωστή και ως Μπάαντερ-Μάινχοφ. Οι ακροαριστεροί αντάρτες ήταν από αυτούς που έβλεπαν σκοπιμότητα πίσω από τον σχεδιασμό του Ροβέντερ, λεηλασία της λαϊκής περιουσίας και άνευ όρων παράδοση της χώρας στους τραπεζίτες.
Ο Ροβέντερ σκοτώθηκε από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή μέσα στην κρεβατοκάμαρά του το 1991, φορώντας τις πιτζάμες του. Ο φόνος του παραμένει όχι μόνο μία από τις σημαντικότερες πολιτικές δολοφονίες της σύγχρονης εποχής, αλλά και το σημείο καμπής μιας πολιτικής που προκάλεσε τριγμούς.
Μόνο που υπάρχει ένα άβολο στοιχείο στον φόνο του Ροβέντερ: Η υπόθεση παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστη. Ποιος τον σκότωσε τελικά;
Για τα εκατομμύρια των Γερμανών που είχαν υποφέρει από την κατάτμηση της χώρας τους σε Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) και Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) κατά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, η ενοποίηση των δύο μορφωμάτων στις 3 Οκτωβρίου 1990 σήμαινε ένα νέο και ελπιδοφόρο μέλλον.
Για τους Ανατολικογερμανούς το μέλλον θα αποκτούσε και όνομα και πρόσωπο. Ήταν ο Ντέτλεβ Κάρστεν Ροβέντερ, γεννημένος το 1932 και μεγαλωμένος κατά τις τελευταίες μέρες του Γ’ Ράιχ. Παιδί ήταν ακόμα όταν είδε Άγγλους, Γάλλους και Αμερικανούς να παίρνουν το δυτικό κομμάτι της πατρίδας του και τους Σοβιετικούς να αποκτούν το ανατολικό.
Όπως και για άλλους, έτσι και γι’ αυτόν το τείχος χώριζε την οικογένειά του. Ο Ροβέντερ μεγάλωσε μέσα σε αυτό το κλίμα και ήταν παιδί του καιρού του. Περίμενε κι αυτός όπως και οι άλλοι να ωριμάσει ο καιρός, όπως πρόσταζε η Διάσκεψη του Πότσνταμ το 1945, μέχρι να ενοποιηθούν ξανά οι δύο Γερμανίες.
Έζησε όλες τις ζυμώσεις εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τις ραγδαίες πλην ειρηνικές κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές που θα οδηγούσαν τελικά στην ενοποίηση των δύο χωρών. Ήταν επίσης παρών στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, όταν οι αξιωματούχοι των δύο χωρών και οι δυνάμεις επιρροής τους θα κάθονταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η ενοποίηση έμελλε να έχει πολύ Ροβέντερ εντός της. Η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας ίδρυσε την Treuhandanstalt, περισσότερο γνωστή ως Treuhand, έναν οργανισμό που απέκτησε τον έλεγχο όλων των κρατικών επιχειρήσεων της Ανατολικής Γερμανίας με σκοπό την ιδιωτικοποίησή τους.
Αυτός ήταν όρος απαράβατος για την ενοποίηση. Η Treuhand ιδρύθηκε στις 17 Ιουνίου 1990 και απέκτησε μεμιάς 8.500 επιχειρήσεις και 4 εκατ. υπαλλήλους. Ήταν πράγματι η μεγαλύτερη εταιρία που είχε δει ποτέ ο κόσμος, ελέγχοντας πρακτικά τα πάντα, από βαριά βιομηχανία μέχρι εκδοτικούς οίκους και κινηματογραφικά στούντιο.
Και αφεντικό όλων αυτών τέθηκε ο Ροβέντερ, ως πρώτος πρόεδρος του κολοσσού. Ενός κολοσσού που ήταν βέβαια για διάλυση, καθώς ο ρητός του ρόλος ήταν η αναδιοργάνωση και η πώληση των χιλιάδων αυτών κρατικών ως τώρα επιχειρήσεων. Αλλά και 6 εκατ. στρεμμάτων δημόσιας γης, καλλιεργήσιμων εδαφών και δασών, μεταξύ αυτών και την περιουσία της Στάζι.
Η Treuhand σφράγισε τη μοίρα τουλάχιστον 4 εκατ. Ανατολικογερμανών και των οικογενειών τους. Ο Ροβέντερ ήταν ο άνθρωπος που έβγαλε στο σφυρί την Ανατολική Γερμανία και η δουλειά που έκανε συγκέντρωσε από την αρχή μεγάλη πολεμική.
Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς δουλειά 2,5 εκατ. άνθρωποι, ήταν το γεγονός ότι το ξεπούλημα άφηνε συνεχώς ολοένα και μεγαλύτερα χρέη.
Δεν ήταν όλα ευθύνη του Ροβέντερ, ο οποίος σκοτώθηκε το 1991, αλλά ως το 1994 που η Treuhand αυτοδιαλύθηκε, είχε καταφέρει να αφήσει χρέος γύρω στα 260-270 δισ. μάρκα. Ο σχεδιασμός ξέφυγε στα σίγουρα και πάνω από το 20% του εργατικού δυναμικού της χώρας έμεινε χωρίς δουλειά.
Οι απεργίες ήταν καθημερινό φαινόμενο από την αρχή κι έτσι έσβησαν τελικά πολλές βιομηχανίες και μεταλλουργίες, με τον κόσμο στον δρόμο κι αυτές να πουλιούνται για ένα κομμάτι ψωμί.
Μέσα σε όλα, ο Ροβέντερ πίστεψε πως ήταν δυνατό να διατηρήσει ένα τμήμα του βιομηχανικού δυναμικού της Ανατολικής Γερμανίας, οι πεποιθήσεις του συγκρούονταν όμως με την τραγική πραγματικότητα.
Κι έτσι ξεπήδησε ως ο Νο 1 κακός της υπόθεσης, ένας άνθρωπος που πολλοί θα ήθελαν να βγει από τη μέση…
Ήταν βράδυ Δευτέρας, μετά την Κυριακή του Πάσχα του 1991. Η Γερμανία είχε ενοποιηθεί εδώ και 6 μήνες, κι έτσι ο Ροβέντερ ήταν συνηθισμένος πια να δέχεται απειλές για τη ζωή του. Ο τρόπος που χειρίστηκε την εκποίηση της ανατολικογερμανικής περιουσίας παρέμενε ασυγχώρητος για πάρα πολλούς.
Γι’ αυτό και η αστυνομία τον προστάτευε διαρκώς, έχοντας στήσει μόνιμα φυλάκια στην πολυτελή οικία του στην πρώην πια Δυτική Γερμανία, σε ένα ακριβό προάστιο του Ντίσελντορφ. Οι απειλές πάντως πρέπει να είχαν φτάσει στο απροχώρητο, καθώς η σύζυγός του Χέργκαρτ είχε ζητήσει μέρες πριν τη δολοφονία του Ντέτλεφ περισσότερη φύλαξη στο σπίτι τους.
Η αστυνομία είχε περάσει μόλις αλεξίσφαιρα κρύσταλλα στα παράθυρα του ισογείου, αφήνοντας το υπόλοιπο σπίτι τρωτό σε επιθέσεις. Η Χέργκαρτ φώναζε όμως και για κάτι ακόμα, κάτι που της καθόταν στον λαιμό, το πόσο ράθυμα άλλαζαν οι βάρδιες των σκοπών και πόσο βαριεστημένα γίνονταν οι περιπολίες.
Και κάπως έτσι στις 11:30 εκείνη τη νύχτα ο Ροβέντερ έφαγε μια σφαίρα μέσα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του, φορώντας τις μπεζ πιτζάμες του.
Ο Ντέτλεφ καθόταν στο γραφείο του όταν τον βρήκε η σφαίρα, επιφέροντας «αμετάκλητη βλάβη» στην καρωτίδα του, την τραχεία και τον οισοφάγο, όπως έγραψε ο ιατροδικαστής στην έκθεσή του. Η Χέργκαρτ άκουσε τον θόρυβο και έτρεξε στο δωμάτιο, μόνο και μόνο για να φάει κι αυτή μια σφαίρα στον αριστερό αγκώνα.
Έπεσε και ένας τρίτος πυροβολισμός, αυτή τη φορά πάνω στη βιβλιοθήκη, λίγη σημασία είχε όμως καθώς ο 58χρονος πρόεδρος της Treuhand ήταν ήδη νεκρός από την ακατάσχετη αιμορραγία. Αν υπήρχαν φρουροί εκείνη την ώρα στο σπίτι δεν είναι ακριβώς σαφές, ξέρουμε πάντως πως η σοκαρισμένη σύζυγος τηλεφώνησε στην αστυνομία.
Μέσα σε μερικά λεπτά ενεργοποιήθηκε όλος ο μηχανισμός στήνοντας πραγματικό ανθρωποκυνηγητό, αν και δεν θα απέδιδε καρπούς. Αυτό που βρήκαν ωστόσο, και μετέδωσε πρώτο το πρακτορείο Associated Press την επομένη, Τρίτη, ήταν ένα ζευγάρι κιάλια και μια προκήρυξη σε ένα παγκάκι κοντά στο σπίτι.
Έφερε την υπογραφή του κομάντο της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, «Ulrich Wessel». Οι γερμανικές αρχές έκριναν την προκήρυξη αυθεντική από το γεγονός και μόνο ότι έφερε τα διακριτικά της τρομοκρατικής οργάνωσης, το αστέρι.
Αργότερα είπαν πως η προκήρυξη βρέθηκε 60 μέτρα από την έπαυλη του Ροβέρντερ, πλάι σε μια πλαστική καρέκλα, τρεις γεμιστήρες και μια πετσέτα που είχε μια ανθρώπινη τρίχα.
Το 2001 εξέταση DNA στην τρίχα που βρέθηκε έξω από το σπίτι του Ροβέντερ υπέδειξε τον Wolfgang Grams, μέλος της Μπάαντερ-Μάινχοφ που ήταν όμως νεκρός εδώ και 8 χρόνια. Είχε σκοτωθεί το 1993 σε ανταλλαγή πυρών με την αντιτρομοκρατική της Γερμανίας.
Όσο για το όπλο που σκότωσε τον Ροβέντερ, είπαν πως ήταν το ίδιο που είχε χρησιμοποιήσει η τρομοκρατική οργάνωση σε επίθεσή της στην αμερικανική πρεσβεία νωρίτερα εκείνη τη χρονιά.
Κανείς πάντως δεν είπε πως ήταν πως η Φράξια Κόκκινος Στρατός αυτή που έβγαλε από τη μέση τον Ροβέντερ. Όχι τουλάχιστον με τον αποφασιστικό τρόπο που θα χρειαζόταν για να κλείσει η υπόθεση.
Λάδι στη φωτιά έριξε από την πρώτη στιγμή η δήλωση του Willy Fundermann, εκπροσώπου της Bundeskriminalamt, του γερμανικού FBI, ο οποίος βγήκε και είπε πως η μέθοδος που ακολουθήθηκε για τη δολοφονία του Ροβέντερ ήταν «μη τυπική», δεν έφερε δηλαδή το σήμα-κατατεθέν καμίας γνωστής οργάνωσης. Και μετά αρνήθηκε να σχολιάσει το οτιδήποτε.
Όσο για τον εκπρόσωπο της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας της Καρλσρούης, Rolf Hannich, δήλωσε πως το μόνο που θα μπορούσε κανείς να πει για την ιστορία ήταν το γεγονός ότι «η Φράξια ανέλαβε την ευθύνη».
Χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 2000 πλέον, οι γερμανικές ομοσπονδιακές αρχές ξαναχτύπησαν, λέγοντας τώρα ότι το μόνο σίγουρο είναι ότι το χτύπημα έγινε από επαγγελματίες που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Ροβέντερ για καιρό.
Μόνο που τώρα μιλούσαν για τις αγαστές σχέσεις που είχε αναπτύξει η τρομοκρατική σέχτα του Αντρέας Μπάαντερ και της Ουλρίκε Μάινχοφ με τη Στάζι.
Απόρρητα ντοκουμέντα που είχαν έρθει εντωμεταξύ στο φως αποκάλυπταν τους αρμονικούς δεσμούς που είχαν σφυρηλατήσει τα μέλη της Φράξιας με τη Στάζι, η οποία εκπαίδευε τα μέλη της σε τακτικές ανταρτοπόλεμου και χορηγούσε ταυτότητες για να ζουν ανενόχλητοι στην Ανατολική Γερμανία.
Πολιτικοί κύκλοι αναρωτιούνταν τώρα ανοιχτά αν ήταν άνθρωποι της πρώην μυστικής αστυνομίας της Ανατολικής Γερμανίας αυτοί που τον σκότωσαν, θέλοντας να τορπιλίσουν το ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας.
Η Treuhand θα ζούσε βέβαια άλλα τρία χρόνια, πολλοί ωστόσο θεωρούν πως η δολοφονία του πρώτου προέδρου της συνετέλεσε στην επίσπευση του έργου της. Σε αυτό συνετέλεσαν βέβαια και η σωρεία σκανδάλων που την αφορούσαν.
Γεγονός είναι πως ο Ροβέντερ είχε σημαντικούς πολιτικούς εχθρούς ήδη από την εποχή που ήταν υπουργός οικονομικών στη Βόννη, την πρωτεύουσα των Δυτικογερμανών κατά τη δεκαετία του 1970.
Ο Manfred Stolpe, κυβερνήτης του κρατιδίου του Βρανδεμβούργου, είχε δηλώσει τότε πως η δολοφονία είναι «ένα επικίνδυνο σήμα πως πολιτικοί εγκληματίες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το κλίμα στα ανατολικά».
Ακόμα και ρεπορτάζ έπαιξε στην τηλεόραση του ZDF όπου ισχυριζόταν «πως υπάρχουν επίσης υποψίες» πως πίσω από τη δολοφονική επίθεση κρυβόταν μέλη της Στάζι. Χωρίς να φέρει αποδείξεις ωστόσο.
Η τελευταία μαρτυρία πάνω στο θέμα έρχεται από το 2007, όταν το πρώην μέλος της τρίτης γενιάς της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, Eva Haule, δήλωσε δημοσίως πως υπεύθυνη ήταν πράγματι η τρομοκρατική ομάδα: «Αν δεν ήταν έτσι, θα υπήρχε άμεση απάντηση στο θέμα. Ακόμα και για λόγους πολιτικής διαφάνειας».
Μόνο που τόσα και τόσα μέλη της Φράξιας που πιάστηκαν και δικάστηκαν όλα αυτά τα χρόνια αρνήθηκαν να μιλήσουν. Όπως δεν μίλησε ποτέ και η Χέργκαρτ Ροβέντερ, η οποία είχε ορκιστεί σιωπή: «Με τα λόγια δεν ξαναγυρίζουν στη ζωή οι νεκροί», είπε κάποια στιγμή και σίγησε για πάντα.
Η υπόθεση παραμένει ακόμα άλυτο μυστήριο, καθώς είναι σίγουρο πως ο ιστός των κινήτρων και των ανθρώπων που τον ήθελαν νεκρό παραείναι πολύπλοκος και εκτεταμένος. Αποφασιστική απάντηση ενδέχεται να μην υπάρξει ποτέ…