Το σημαντικότερο βήμα μετάβασης από την επταετή δικτατορία στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, έμελλε να αποτελέσουν οι βουλευτικές εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 που ανέδειξαν νικητή τη νεοϊδρυθείσα Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με το συντριπτικό ποσοστό του 53,37%, καταλαμβάνοντας τις 220 από τις 300 έδρες.

Οι κάλπες που στήθηκαν πριν από ακριβώς 50 χρόνια δεν απασχόλησαν όμως μονάχα την εγχώρια πολιτική σκηνή αλλά και τη διεθνή κοινότητα, καθώς έρχονταν λίγους μόλις μήνες μετά την κατάρρευση του χουντικού καθεστώτος και την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Ο διευθυντής του Κέντρου Έρευνας της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, κ. Σωτήρης Ριζάς, στο νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Το Χρονικό της Κυπριακής Τραγωδίας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, κάνει μάλιστα ειδική μνεία σε έκθεση της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, η οποία συντάχθηκε εκείνη την εποχή και καταγράφει όλες τις σημαντικές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία, υπό το πρίσμα βέβαια της Ουάσιγκτον.

Αποφασιζόταν το μέλλον της «μεταβενιζελικής Ελλάδας»

Σύμφωνα με τον γνωστό ιστορικό, η συγκεκριμένη έκθεση «παραμένει μία από τις ακριβέστερες αναλύσεις μισό αιώνα αργότερα. Η ελληνική κοινωνία είχε αλλάξει κατά πολύ από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση της 16ης Φεβρουαρίου 1964. Οι εκλογές, σημειωνόταν στην έκθεση της Πρεσβείας, επρόκειτο να αποφασίσουν το πλαίσιο της “μεταβενιζελικής Ελλάδας”. Χαρακτηριζόταν “μεταβενιζελική”, γιατί ο βενιζελισμός θεωρείτο η πολιτική έκφραση φιλελεύθερων σοσιαλδημοκρατικών, ακόμα και ορισμένων σοσιαλιστικών ρευμάτων, που εκπροσωπούνταν στην πολιτική σκηνή των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Τα ρεύματα αυτά δεν είχαν εκφραστεί, καθώς έλειπε η αντίστοιχη κοινωνική και οικονομική βάση. Κατά τη δεκαετία 1964-1974 όμως, η ελληνική κοινωνία είχε υποστεί βαθιές μεταβολές».

Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα των δέκα χρόνων το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό εισόδημα είχε τριπλασιαστεί, ενώ ο πληθυσμός της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης είχε αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο. «Υπήρχε δηλαδή μια κοινωνία περισσότερο αστική και μια οικονομία με περισσότερο βαρύνουσα τη θέση της βιομηχανίας», σημειώνει ο κ. Ριζάς.

Τις εγχώριες αλλαγές αντιλήφθηκαν κυρίως οι έλληνες πολιτικοί που ζούσαν στο εξωτερικό

Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 επρόκειτο να ψηφίσουν 500.000 νέοι ψηφοφόροι, οι οποίοι είχαν προστεθεί στο εκλογικό σώμα μετά την πάροδο μίας δεκαετίας από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση. Ως προς τις επιλογές που εμφανίζονταν ενώπιον των ψηφοφόρων, σημείο-κλειδί ήταν η ικανότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε έρθει από το Παρίσι μόλις πριν από 4 μήνες, να διευρύνει τη συντηρητική εκλογική βάση, η οποία υπολογιζόταν σε 35%-40% του εκλογικού σώματος. «Η έκβαση αυτής της προσπάθειας του Καραμανλή θα ήταν κρίσιμη ώστε να επιτευχθεί η επανατοποθέτηση του βενιζελισμού με όρους συμβατούς με τη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Η Αμερικανική Πρεσβεία παρατηρούσε ότι από τους αρχηγούς των κομμάτων αυτοί που είχαν την οξύτερη αίσθηση των αλλαγών που είχαν επέλθει, ήταν οι πολιτικοί που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα από το εξωτερικό», σημειώνει ο συγγραφέας.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που είχε ιδρύσει λίγες εβδομάδες νωρίτερα το ΠΑΣΟΚ και στις κάλπες έλαβε 13,58%, είχαν καταβάλει τις πιο συνειδητές προσπάθειες για να αλλάξουν το πολιτικό τους στίγμα, αν και προφανώς οι πολιτικές τους στρατηγικές ήταν αμοιβαία αποκλειστικές. Αντίθετα, ο Γεώργιος Μαύρος (επικεφαλής της Ένωσης Κέντρου – Νέες Δυνάμεις), ο Πέτρος Γαρουφαλιάς (της Εθνικής Δημοκρατικής Ένωσης) και ο Ηλίας Ηλιού, επικεφαλής του συνασπισμού των κομμουνιστικών κομμάτων με την επωνυμία Ενωμένη Αριστερά (σ.σ. η οποία έλαβε 9,47%), έτειναν να επαναρχίσουν τον πολιτικό διάλογο από το σημείο που αυτός είχε διακοπεί όταν επικράτησε το πραξικόπημα του Απριλίου το 1967.

Τα κόμματα αποποιήθηκαν το προδικτατορικό παρελθόν

Γράφει ο κ. Ριζάς: «Ένα βασικό χαρακτηριστικό των πιο σημαντικών κομμάτων τα οποία εμφανίστηκαν στις εκλογές ήταν η προσπάθειά τους να εμφανιστούν ως πολιτικά σχήματα τα οποία δεν είχαν σχέση με το προδικτατορικό παρελθόν. Αυτό συνέβαινε με τη Νέα Δημοκρατία, που ίδρυσε ο Καραμανλής, και με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η Νέα Δημοκρατία δεν ήταν νέο κόμμα από άποψη πολιτικής στελέχωσης. Το ανθρώπινο δυναμικό της αναγόταν στην προδικτατορική Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση. Η ηγετική ομάδα περί τον Καραμανλή απαρτιζόταν από παλαιούς συνεργάτες της προδικτατορικής περιόδου, τον Γεώργιο Ράλλη, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Οι συνδυασμοί της βασίζονταν επίσης στο δυναμικό της ΕΡΕ με την προσθήκη μεμονωμένων αποστατών της Ένωσης Κέντρου του 1965, όπως ο Δημήτριος Παπασπύρου, ο Κωνσταντίνος Στεφανάκης, ο Θεοχάρης Ρέντης, όχι όμως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος ήταν ο σημαντικότερος όλων αλλά και ο στόχος της οργής της υπολειπόμενης Ένωσης Κέντρου και του νεοσύστατου ΠΑΣΟΚ, μετεξέλιξης μεταξύ άλλων της κεντροαριστεράς της Ένωσης Κέντρου».

Και συνεχίζει: «Η τομή που συνιστούσε η Νέα Δημοκρατία προέκυπτε από τη στρατηγική της μετάβασης προς μια δημοκρατία χωρίς τους αποκλεισμούς του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος που είχε ακολουθήσει ο Καραμανλής. Η στρατηγική του θεωρήθηκε από το εκλογικό σώμα ως η μόνη ρεαλιστική για την εμπέδωση πολιτικής και θεσμικής σταθερότητας, ώστε να γίνει δυνατή στο απώτερο μέλλον η αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών. Στο πλαίσιο αυτό, η ψήφος που επρόκειτο να δοθεί στις εκλογές χαρακτηριζόταν από την επιλογή της ασφάλειας εκ μέρους του εκλογικού σώματος». Οι ριζοσπαστικές τάσεις του εκλογικού σώματος θα εκδηλώνονταν στις εκλογές του 1977 (σ.σ. όπου η ΝΔ έλαβε 41,84% και το ΠΑΣΟΚ 25,34%) και του 1981 (σ.σ. όπου η ΝΔ έλαβε 35,88% και το ΠΑΣΟΚ 48,07%).

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Το Χρονικό της Κυπριακής Τραγωδίας» του Σωτήρη Ριζά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Πού επικράτησε η Νέα Δημοκρατία

Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 η Νέα Δημοκρατία υπερέβη το 50% των ψήφων στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειες. Υστέρησε μόνο στην Κρήτη, τη Δωδεκάνησο, τη Λέσβο, τη Λευκάδα, σε λαϊκές συνοικίες της Β΄ Αθηνών και της Β΄ Πειραιά, προπύργια του παραδοσιακού Κέντρου ή της Αριστεράς, και στην Κέρκυρα. Ακόμα όμως και στην Α΄ Αθηνών η Νέα Δημοκρατία είχε υπερβεί το 46% και στη Β΄ Αθηνών το 39%.

Η Ένωση Κέντρου, παρά την προσθήκη των Νέων Δυνάμεων, δηλαδή των δυναμικών στελεχών σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης, έλαβε μόλις το 20,4% των ψήφων και 60 έδρες. Παρά το γεγονός ότι είχε αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση, ήταν προφανές ότι το Κέντρο συμπιεζόταν μεταξύ μιας συντηρητικής-φιλελεύθερης παράταξης, με την οποία δεν υπήρχαν πλέον διακριτές διαφορές, και της ριζοσπαστικής μετεξέλιξης της κεντροαριστεράς της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΣΟΚ. Το νέο κίνημα έλαβε 13,6% και 15 έδρες. Αν και το αποτέλεσμα ήταν μέτριο, στην πραγματικότητα αποτελούσε την καταγραφή ενός σκληρού πυρήνα ριζοσπαστικής πολιτικής η οποία επαγγελλόταν τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό στο εσωτερικό και τη ρήξη με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ στην εξωτερική πολιτική.

Οι επιδόσεις του ΠΑΣΟΚ

Παρά την εικόνα της τομής σε σχέση με το παρελθόν, το ΠΑΣΟΚ είχε σημειώσει αξιόλογες επιδόσεις υψηλότερες από τον εθνικό μέσο όρο του σε προπύργια της κεντροαριστεράς και του κέντρου της προδικτατορικής περιόδου, την Κρήτη, την Αχαΐα και τη Δωδεκάνησο και, πέραν αυτών, στην Κέρκυρα. Ακολούθησε η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, το οποίο απέβη υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας με 69,2%. Ένας μακροπρόθεσμος και ένας συγκυριακός παράγων οδήγησαν σε αυτό το σαφές αποτέλεσμα. Ο μακροπρόθεσμος ήταν η οριστική διάρρηξη των σχέσεων του Θρόνου με το Κέντρο και την κεντροαριστερά, ως συνέπεια της πολιτικής και θεσμικής κρίσης του Ιουλίου του 1965.

Το Στέμμα αποκόπηκε από τους κληρονόμους του βενιζελισμού

Κατά τον ιστορικό Σωτήρη Ριζά, «το Στέμμα αποκόπηκε οριστικά από τους κληρονόμους του βενιζελισμού, αλλά και από νεότερες ηλικίες που απέβλεπαν σε εκδημοκρατισμό της ελληνικής πολιτικής, αναδιανομή εισοδημάτων και κοινωνική άνοδο. Ο συγκυριακός παράγων ήταν η απόσταση του ίδιου του Καραμανλή από το Στέμμα. Οφειλόταν ασφαλώς στις δύσκολες σχέσεις του με τον (σ.σ. βασιλιά) Κωνσταντίνο, αλλά και στην από την πλευρά του συνειδητοποίηση ότι η συντηρητική παράταξη, ακόμα και αν τασσόταν υπέρ του Θρόνου, δεν θα ήταν ενδεχομένως σε θέση να επιτύχει ούτε μια οριακή επικράτησή του.

Πράγματι, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό της 8ης Δεκεμβρίου 1974, αναδείκνυε τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές που είχαν επέλθει στην Ελλάδα κατά την προηγούμενη δεκαετία. Η βασιλεία, με εθνικό μέσο όρο 30,8%, έλαβε 21,5% στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, 20,5% στη Θεσσαλονίκη, 25,7% στα μικρά και μεσαία αστικά κέντρα και 36,5% στην ύπαιθρο και τις ημιαστικές περιοχές. Ήταν αποκομμένη δηλαδή από τα αστικά κέντρα και τα δυναμικά αστικά αλλά και τα λαϊκά στρώματα.