Είναι νωρίς το απόγευμα της Τρίτης 31 Μαΐου 1905. Η καλογυαλισμένη μαύρη πρωθυπουργική άμαξα με τα δύο λευκά άλογα περιμένει υπομονετικά στη συμβολή των οδών Γ’ Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου τον πρόεδρο της κυβέρνησης Θεόδωρο Π. Δηλιγιάννη να βγει από το σπίτι του, προκειμένου να τον μεταφέρει στο κτίριο της Παλιάς Βουλής που σε λίγη ώρα θα άρχιζε η συνεδρίαση.
Όταν ξεπροβάλλει στο κατώφλι, στο Κοινοβούλιο έχει ήδη ξεκινήσει η ανάγνωση του καταλόγου των βουλευτών προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπάρχει η απαιτούμενη απαρτία ώστε να ξεκινήσει το νομοθετικό έργο. Δεν αγχώνεται. Η απόσταση που χωρίζει την οικία του από την Εθνοσυνέλευση είναι μόλις 1,4 χιλιόμετρα που θα τα διανύσει με το ιππήλατο όχημα μέσα σε ελάχιστα λεπτά.
Πράγματι, λίγο πριν τις πέντε το απόγευμα η άμαξα εμφανίζεται στο προαύλιο της Παλιάς Βουλής, στη σημερινή πλατεία Κολοκοτρώνη. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται συγκεντρωμένος και ένας μικρός αριθμός πολιτών, ανάμεσά τους και ένας 35χρονος «μαυριδερός» κατά τις αφηγήσεις, «πενιχρώς ενδεδυμένος». Τα άλογα σταματούν μπροστά στις σκάλες. Ο συνοδός του πρωθυπουργού, ο Ιωάννης Πάνου, κατεβαίνει από την μπροστινή θέση που μοιραζόταν με τον αμαξά και ανοίγει την πόρτα της άμαξας.
Ο άγνωστος πλησιάζει τον 82χρονο πρόεδρο της κυβέρνησης τείνοντας παράλληλα ένα χαρτί προς το μέρος του, σαν να ήθελε να του το δώσει.
Ο Δηλιγιάννης δεν είναι απρόσιτος σαν τον μεγάλο πολιτικό του αντίπαλο Χαρίλαο Τρικούπη που έχει πεθάνει εδώ και 9 χρόνια. Είναι ικανός ρήτορας, ευφυής αλλά και μέγας δημαγωγός. Αρέσκεται να συναναστρέφεται με το πλήθος, να υπόσχεται, να κινείται παρορμητικά. Έτσι και τώρα, όταν ένας άγνωστος του άνοιξε την πόρτα στην άμαξα, δεν πήγε ο νους του στο κακό. Βλέποντας μάλιστα ότι κράταγε και ένα χαρτί στο χέρι, υπέθεσε ότι ήθελε να του υποβάλει κάποιο αίτημα.
Την ώρα που πάει να το πάρει, ο 35χρονος δολοφόνος βγάζει ένα μαχαίρι και το καρφώνει με μανία στην κοιλιά του πρωθυπουργού.
Ο Δηλιγιάννης «έφερεν αμφοτέρας τας χείρας προς την κοιλίαν, εκύρτωσε το σώμα και μίαν μόνον λέξιν άφηκε των χειλέων του να φύγη, ένα μόνον στεναγμόν: Αχ!» θα γράψει η εφημερίδα «Εμπρός». Οι φρουροί και οι παρατύχοντες βουλευτές διαφόρων παρατάξεων που γίνονται μάρτυρες του σκηνικού, τρέχουν σοκαρισμένοι να σηκώσουν τον άτυχο πολιτικό και να τον καθίσουν στα μαρμάρινα σκαλιά.
Όση ώρα οι παριστάμενοι επιχειρούν να τον φροντίσουν, άλλοι χωροφύλακες και πολίτες τρέχουν να πιάσουν τον δράστη που αδυνατεί να ξεφύγει με αποτέλεσμα να συλληφθεί. Ο όχλος επιχειρεί να τον λιντσάρει αλλά οι ένστολοι τον φυγαδεύουν.
Ο πέντε φορές πρωθυπουργός μεταφέρεται εσπευσμένα στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών όπου καταφθάνουν και οι γιατροί Αλιβιζάτος, Φωκάς και Γερουλάνος αλλά για κακή τους τύχη τα ιατρικά εργαλεία που διαθέτει η μονάδα είναι πενιχρά. Όση ώρα στέλνουν ανθρώπους να πάνε να τους αγοράσουν από τα κοντινά φαρμακεία ενέσεις και λοιπόν ιατρικό υλικό, η κατάσταση του τραυματία επιδεινώνεται. Χάνει συνεχώς αίμα. Τον έχουν ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι με μια κουβέρτα στα πόδια, χωρίς να μπορούν να του κάνουν πολλά. «Πεθαίνω, πεθαίνω» έλεγε επανειλημμένα.
Η μεταφορά του στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός που λειτουργεί εδώ και 11 χρόνια κρίνεται απαγορευτική λόγω της κρίσιμης κατάστασής του. Μόλις τους φέρνουν τα υλικά επιχειρούν να τον χειρουργήσουν επί τόπου. Το βασικό τραύμα έχει φθάσει σε βάθος 9 έως 10 εκατοστών και μήκους 8 εκατοστών επί του δεξιού λοβού του ήπατος. Ο Δηλιγιάννης βαριανασαίνει και σχεδόν χάνει την επαφή με το περιβάλλον. Θα φύγει από τη ζωή στις 18:49 μ.μ. βυθίζοντας τη χώρα στο πένθος.
Την ίδια ώρα οι αρχές ανακρίνουν τον δολοφόνο αναζητώντας τα κίνητρα της πράξης του. Δράστης είναι ο 38χρονος Αντώνιος Γερακάρης με καταγωγή από τη Λάγια Λακωνίας.
Νυμφευμένος και πατέρας πέντε παιδιών ηλικίας από 1 έως 12 ετών. Εργαζόταν σε χαρτοπαικτικές λέσχες ως κράχτης, μπράβος ή κόφτης τραπουλόχαρτων στα τσόχινα τραπέζια ενώ στους κύκλους των τζογαδόρων ήταν γνωστός ως «Κωσταγερακάρης» από το όνομα του πατέρα του, Κωνσταντίνου.
Ζει σε μια τρώγλη επί της οδού Αρείου Πάγου, στους βορειοδυτικούς πρόποδες της Ακρόπολης που ως επί το πλείστον έχουν εγκατασταθεί Μανιάτες και Κυνουριείς. Είχε απασχολήσει και παλαιότερα τη Δικαιοσύνη, αλλά για πλημμελήματα.
Στην ερώτηση γιατί σκότωσε τον πρωθυπουργό της χώρας θα απαντήσει πως το έκανε «επειδή μας έκλεισε από τον Μάρτιο τις χαρτοπαικτικές λέσχες και η οικογένειά μου πεινάει».
Η τελευταία του δουλειά ήταν αυτή του θυρωρού στην χαρτοπαικτική λέσχη κάποιου Γιώργου Μητσέα την οποία όμως έκλεισε ως παράνομη η αστυνομία ακολουθώντας τις σχετικές οδηγίες της κυβέρνησης που θεωρούσε τέτοιου είδους χώρους μάστιγα για την εποχή.
Θεωρούσε τον Δηλιγιάννη ως αποκλειστικό υπεύθυνο της απόγνωσης που τον διακατείχε και των δεινών που είχε επιφέρει στο σπίτι του η ανεργία αφού σημειωτέον είχε απολυθεί και ο πατέρας του από το Τελωνείο που εργαζόταν. Θα δηλώσει όμως και κάτι άλλο. Ότι ο πάλαι ποτέ εργοδότης του, τον παρακινούσε τον τελευταίο καιρό να δολοφονήσει είτε τον αστυνομικό διευθυντή Αναστάσιο Παπούλα. είτε τον υπουργό Στρατιωτικών Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, «είτε κάποιον παραπάνω», υπονοώντας τον πρωθυπουργό. Πολλοί ήταν αυτοί που θεώρησαν τότε ως ηθικό αυτουργό το πρώην αφεντικό του, τον 40xρονο Γιώργο Μητσέα δηλαδή, που ήταν γνωστό ότι κινούνταν στον υπόκοσμο και πως από το κλείσιμο των λεσχών είχε χάσει πολλά λεφτά.
Αν και ο δράστης στην πορεία άλλαξε την ομολογία του αθωώνοντας τον παλιό εργοδότη του, στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν και οι δύο. Η δίκη ξεκίνησε στις 17 Δεκεμβρίου 1905 στην κεντρική αίθουσα του Βαρβακείου Γυμνασίου.
Ο Μητσέας θα προσλάβει τους καλύτερους δικηγόρους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος και ο εν ενεργεία βουλευτής Γεώργιος Αναστασόπουλος. Ως μάρτυρες υπεράσπισής του εμφανίζονται μεταξύ άλλων ένας εν ενεργεία δικαστικός, αξιωματικοί, εκδότες, βουλευτές και πολλοί άλλοι, προφανώς θαμώνες των λεσχών του.
Ο δολοφόνος Αντώνιος Γερακάρης από την άλλη πλευρά θα εμφανιστεί στο Κακουργιοδικείο Αθηνών χωρίς κανέναν συνήγορο. Στην απολογία του θα δηλώσει εκ νέου ότι το παλιό αφεντικό του δεν φέρει καμία ευθύνη. Ο εισαγγελέας δεν πείθεται και λέει πως η μεταστροφή του δράστη οφείλεται στις συνομιλίες που είχαν οι δύο κατηγορούμενοι στις φυλακές Συγγρού (στη σημερινή περιοχή του Ταύρου).
Μετά από εννέα συνεδριάσεις η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώνεται και στις 27 Φεβρουαρίου 1906 εκδίδεται η απόφαση. Ο πρώην ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικών λεσχών Μητσέας καταδικάζεται σε 8 χρόνια φυλάκισης. Στον Αντώνιο Γερακάρη, επιβάλλεται η θανατική ποινή. Θα καρατομηθεί στις 10 Ιουνίου 1906 στο Παλαμήδι του Ναυπλίου.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης θα ταριχευθεί και οι γιατροί, κατόπιν επιθυμίας της οικογένειάς του, θα τοποθετήσουν «εντός δύο ιδιαιτέρων δοχείων χωριστών το ήπαρ και την καρδιάν, εντός παρασκευάσματος εξ οινοπνεύματος.
Αμφότερα θα κρατηθώσιν ως ιερά κειμήλια του τόσον αγρίως δολοφονηθέντος γηραιού προέδρου» θα γράψει στις 2 Ιουνίου 1905 η εφημερίδα «Εμπρός». Η καρδιά του, φυλάσσεται μέχρι και σήμερα στον ιερό ναό των Αγίων Ταξιαρχών στη γενέτειρά του, στα Λαγκάδια της Αρκαδίας. Δύο εικοσιτετράωρα μετά τη δολοφονία, την Πέμπτη 2 Ιουνίου, η σωρός του πρωθυπουργού μεταφέρεται από την οικία του στη Βουλή όπου τίθεται σε λαϊκό προσκύνημα φρουρούμενη από 8 λοχαγούς. Χιλιάδες κόσμου θα περάσει για να αποτίσει φόρο τιμής.
[sidequote] Ταριχεύτηκε το 1905 τρεις φορές, ενώ η καρδιά του φυλάσσεται σε ιερό ναό της Αρκαδίας [/sidequote]
Στις 11 το πρωί παρουσιάζεται η ανάγκη νέας ταριχεύσεως του νεκρού «όστις ανέδιδε κάποιαν δυσοσμίας μη επιτυχούσης της πρώτης» σημειώνει ο Τύπος της εποχής. Το φέρετρο μεταφέρεται στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής για τα περαιτέρω. «Κατά την εργασίαν ταύτην οι ιατροί ανεύρον και δεύτερον τραύμα υπό τους βουβώνας το οποίον είχε διανοιχθή». Η ιατρική ομάδα θα υποστηρίζει ότι το τραύμα αυτό μεταξύ των δύο μηρών πιθανόν να οφείλεται σε παλαιά εγχείριση και απλώς τώρα άνοιξε ένεκα της αποσύνθεσης.
Μετά τη δεύτερη ταρίχευση όμως ακολούθησε και τρίτη το απόγευμα της ίδιας ημέρας «επειδή η αναδιδομένη δυσοσμία εκ του νεκρού δεν έπαυε. Εκτός όμως αυτού κατεσκευάσθη και κάλυμμα του φερέτρου υαλοσκεπές το οποίον εκαρφώθη επ’ αυτού ερμητικώς» μας πληροφορεί η εφημερίδα «Εμπρός» της 4ης Ιουνίου 1905. Θα ταφεί στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών ενώ προς τιμή του τα επόμενα χρόνια θα ανεγερθεί μαρμάρινος ανδριάντας στον περίβολο της Παλαιάς Βουλής, τα αποκαλυπτήρια του οποίου θα κάνει στις 22 Μαρτίου 1931 ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων