Ο πρασινοσκούφης γιατρός Τζέφρι ΜακΝτόναλντ διηγήθηκε μια ανατριχιαστική ιστορία στη στρατονομία το 1970.
Μια συμμορία δολοφόνων, στα πατήματα της μακάβριας Οικογένειας Μάνσον, μπήκαν στο σπίτι του και σκότωσαν την έγκυο γυναίκα και τις δύο κόρες του. Μόνο που τελικά 9 χρόνια αργότερα ένοχος θα κρινόταν ο ίδιος.
Και η αλήθεια είναι πως ο ΜακΝτόναλντ τα είχε όλα. Ο στρατιωτικός γιατρός όχι μόνο παντρεύτηκε τον έρωτά του από το σχολείο, αλλά ευτύχησε να δει την καριέρα του να ανθεί, να αποκτά δύο πανέμορφες κόρες και έναν γιο καθ’ οδόν.
Μόνο που όλα αυτά θα έπαιρναν ξαφνικό τέλος το 1970, όταν το όνειρο θα μετατρεπόταν σε εφιάλτη.
Ως ο μόνος που γλίτωσε από την επίθεση, ο ΜακΝτόναλντ ισχυρίστηκε ότι εκείνο το μοιραίο βράδυ μια ξανθιά χίπισσα και τρεις άντρες μπήκαν στο σπίτι τους, σφάζοντας την οικογένειά του.
Η ιστορία του ωστόσο είχε τα κενά της και οι ενδείξεις ήταν όλες εναντίον του. Οι Αρχές θεώρησαν την εκδοχή του κατασκευασμένη. Ο ΜακΝτόναλντ έστησε τη σκηνή του εγκλήματος με τρόπο που να μοιάζει με αιματοβαμμένη δουλειά που θα μπορούσε να έχει βγει από τα εγκληματικά χρονικά της Manson Family.
Οι συγκρίσεις άλλωστε με τον φόνο της Σάρον Τέιτ παραήταν χαρακτηριστικές. Ακόμα και η λέξη «γουρούνι» ήταν γραμμένη πάνω στο κεφαλάρι του κρεβατιού με το αίμα της συζύγου του.
Μόνο που εισαγγελέας και ανακριτής δεν μίλησαν ποτέ για το κίνητρο. Τι λόγο είχε ένας άνθρωπος που έμοιαζε να τα έχει όλα να καταστρέψει σε μια στιγμή τα πάντα;
Ο ίδιος εξακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια να επιμένει πως είναι αθώος, φωνάζοντας από το κελί της φυλακής του Μέριλαντ που δεν θα βγει ποτέ. Έχει φάει τρεις ισόβια.
Αυτή είναι η ιστορία του…
Γεννημένος τον Οκτώβριο του 1943 στη Νέα Υόρκη, ο Τζέφρι ΜακΝτόναλντ τα πήγαινε περίφημα ήδη από τα σχολικά του χρόνια. Τον ψήφιζαν κάθε χρονιά ως το «δημοφιλέστερο παιδί» του σχολείου, αλλά και τον «πιο πολλά υποσχόμενο μαθητή».
Ήταν εξάλλου πρόεδρος της τάξης και αρχηγός της ομάδας ράγκμπι. Σε κανέναν δεν έκανε λοιπόν εντύπωση όταν πήρε υποτροφία για το Πρίνστον. Αλλά και η προσωπική του ζωή τα πήγαινε εξίσου λαμπρά.
Ήταν ακόμα ζευγάρι με τον σχολικό του έρωτα, την Colette Stevenson. Τα είχαν από παιδιά και η σχέση τους είχε γίνει σοβαρότερη τώρα που ήταν φοιτητές. Τόσο σοβαρή που εκείνη έμεινε έγκυος όταν ο Τζέφρι ολοκλήρωνε τον δεύτερο χρόνο του στο Πρίνστον, γεγονός που τους έπεισε πως ήταν ώρα να παντρευτούν.
Ανέβηκαν λοιπόν τα σκαλιά το φθινόπωρο του 1963 και τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς ήρθε στη ζωή η κόρη τους, Kimberly.
Αφού τέλειωσε και την τρίτη του χρονιά στο Πρίνστον, ο Τζέφρι έγινε δεκτός στην Ιατρική Σχολή του Northwestern University, κι έτσι μετακόμισαν οικογενειακώς στο Σικάγο το 1964. Τρία χρόνια μετά γεννήθηκε και η δεύτερη κόρη τους, Kristen, και όλοι τους επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη, για να κάνει ο μπαμπάς την πρακτική του σε νοσοκομείο.
Το μόνο δύσκολο στη ζωή τους ήταν τα οικονομικά της οικογένειας, γι’ αυτό και το 1968 σκέφτηκε ο Τζέφρι να ενταχθεί στον αμερικανικό Στρατό. Μια τέτοια κίνηση θα προωθούσε περαιτέρω την καριέρα του, σκέφτηκε, και δεν είχε άδικο.
Μετακόμισαν ξανά σε βάση της Βόρειας Καρολίνα το 1969, όπου και έγινε λοχαγός, υπηρετώντας ως γιατρός στους πρασινοσκούφηδες. Μέχρι το τέλος της χρονιάς όλα έμοιαζαν πιο ελπιδοφόρα από ποτέ.
Η Colette ανακουφίστηκε που ο σύζυγός της γλίτωσε από το Βιετνάμ. Ήταν εξάλλου έγκυος για τρίτη φορά και τον ήθελε δίπλα της…
Λίγο μετά τις 3:00 τα ξημερώματα στις 17 Φεβρουαρίου 1970, ο τηλεφωνητής της στρατιωτικής βάσης λάμβανε ένα φρικτό τηλεφώνημα από την οικία των ΜακΝτόναλντ. Ο Τζέφρι ανέφερε «μαχαιρώματα» και ικέτευε για ένα ασθενοφόρο.
Τέσσερις στρατονόμοι κατέφτασαν στις 4:00 το πρωί στην οικία για να βρουν μια ανατριχιαστική σκηνή εγκλήματος. Μέσα στα πτώματα, οι στρατονόμοι εντόπισαν και τον ΜακΝτόναλντ, τραυματισμένο αλλά ζωντανό δίπλα στη νεκρή σύζυγό του.
Η 26χρονη Colette έφερε 40 σχεδόν τραύματα από μαχαίρι και παγοκόφτη, με τη λέξη «γουρούνι» να είναι γραμμένη με το αίμα της πάνω στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Η μόλις 2 χρονών Kristen έφερε 33 μαχαιριές και 15 τρυπήματα από παγοκόφτη στο σώμα της, ενώ η 5χρονη Kimberly είχε ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου.
Ο ίδιος ο Τζέφρι έφερε μόλις ένα τραύμα από μαχαίρι, το οποίο ο γιατρός που το είδε αργότερα στο νοσοκομείο χαρακτήρισε «μικρή, καθαρή, οξεία» τομή που τρύπησε μερικώς τον πνεύμονά του.
Στην κατάθεσή του, ο ΜακΝτόναλντ ισχυρίστηκε πως η κόρη του είχε βρέξει τη δική του πλευρά στο κρεβάτι, γι’ αυτό και πήγε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ στον καναπέ. Ξύπνησε από φωνές και ουρλιαχτά και είδε τρεις άντρες στο σπίτι του, να παίρνουν εντολές από μια ξανθιά γυναίκα.
Προσπάθησε να σώσει την οικογένειά του και πάλεψε, όπως είπε, με τους εισβολείς, μέχρι που τον μαχαίρωσαν και έπεσε αναίσθητος. Στην κατάθεσή του θυμόταν τα πάντα και περιέγραψε με λεπτομέρειες τη γυναίκα.
Φορούσε καπέλο και μπότες με τακούνια και κρατούσε ένα κερί την ώρα που τραγουδούσε «το LSD είναι υπέροχο. Σκοτώστε τα γουρούνια». Ένας από τους στρατονόμους θυμήθηκε πως είδε μια γυναίκα που ταίριαζε με τις περιγραφές του Τζέφρι καθ’ οδόν για το σπίτι του, μόνο που η ανακριτική υπηρεσία του στρατού παρέλειψε αυτή τη λεπτομέρεια από τον φάκελο της υπόθεσης.
Καμιά προσπάθεια δεν έγινε να βρεθεί η γυναίκα…
Η πεντάμηνη ανάκριση του ΜακΝτόναλντ από τη στρατιωτική υπηρεσία ξεκίνησε τον Απρίλιο. Όπως δήλωσαν μάλιστα στην έκθεσή τους, χρησιμοποίησαν μόνο πειστήρια και ενδείξεις από τη σκηνή του εγκλήματος, θεωρώντας τις δηλώσεις του ΜακΝτόναλντ ως περισπασμούς στην αλήθεια των γεγονότων.
Κατέληξαν λοιπόν πως ο Τζέφρι προκάλεσε μόνος του τα τραύματα που έφερε (μερικές εκδορές, μελανιές, ίχνη από νύχια και το μαχαίρωμα) και πως η δική του εκδοχή της ιστορίας ήταν «εξολοκλήρου κατασκευασμένη».
Το σαλόνι εξάλλου έφερε λίγα ίχνη πάλης, πόσο μάλλον που τα όπλα του φονικού βρέθηκαν έξω ακριβώς από την πίσω πόρτα της οικίας. Όσο για τα χειρουργικά γάντια που χρησιμοποιήθηκαν για να γραφτεί με αίμα το «γουρούνι», ήταν ίδια ακριβώς με αυτά που είχε στο σπίτι ο γιατρός.
Και τώρα αρχίζουν τα περίεργα. Την ώρα που ο Στρατός κατηγορεί επισήμως τον ΜακΝτόναλντ για το τριπλό φονικό της οικογένειάς του, ο επικεφαλής της επιτροπής, συνταγματάρχης Warren Rock, ζητά από την πρώτη στιγμή να αποσυρθούν οι κατηγορίες.
Ο συνταγματάρχης θεωρούσε πως οι ενδείξεις δεν ήταν επαρκείς. Ακόμα χειρότερα, πως η στρατιωτική έρευνα χειρίστηκε με λάθος τρόπος τη σκηνή του εγκλήματος. Το ίδιο έλεγε και ο δικηγόρος υπεράσπισης του ΜακΝτόναλντ, Bernard Segal, αυτός μιλώντας για σωστή παραποίηση από πλευράς του στρατού.
Και ο ένας και ο άλλος έλεγαν μάλιστα πως πιθανοί ύποπτοι, όπως η ξανθιά γυναίκα που έλεγε ο ΜακΝτόναλντ (και αναγνωρίστηκε τελικά ως η τοξικομανής της περιοχής, Helena Stoeckley), δεν ανακρίθηκαν ποτέ για την υπόθεση.
Στον ΜακΝτόναλντ δεν αποδόθηκαν αρχικά κατηγορίες. Έφυγε με τιμές από το σώμα, καθώς έμοιαζε καθαρός. Ακόμα και τα πεθερικά του, Mildred και Freddie Kassab, πίστεψαν στην αθωότητά του και κατέθεσαν υπέρ του.
Ο Τζέφρι μετακόμισε στην Καλιφόρνια για να συνεχίσει την ιατρική του καριέρα σε νοσοκομείο, μόνο που οι εξελίξεις θα τον προλάβαιναν…
Οι χαροκαμένοι γονείς της Colette άρχισαν να υποπτεύονται τον γαμπρό τους από κείνο το τηλεφώνημά του τον Νοέμβριο του 1970, όπου ισχυριζόταν πως βρήκε και σκότωσε έναν από τους εισβολείς. Την ίδια ώρα, έβγαινε συχνά σε τηλεοπτικές εκπομπές και εμφανιζόταν υπόπτως χαλαρός με την τραγική ιστορία που του συνέβη.
Όταν διάβασαν και το πλήρες σκεπτικό της απαλλακτικής του απόφασης, τα πεθερικά έμοιαζαν σίγουροι πως η ιστορία του ΜακΝτόναλντ είχε τα κενά της. Ο Freddie Kassab και οι στρατιωτικοί ανακριτές επέστρεψαν το 1971 στη σκηνή του εγκλήματος με την κατάθεση του Τζέφρι ανά χείρας.
Και τώρα βρήκαν πως πολλές πτυχές της δικής του εκδοχής ήταν αβάσιμες. Ο Kassab και ο δικηγόρος του κατέθεσαν μήνυση τον Απρίλιο του 1974, ζητώντας ομοσπονδιακή δίκη με ενόρκους.
Και τα κατάφεραν. Στη δίκη που έγινε την επόμενη χρονιά κρίθηκε πως υπήρχαν στοιχεία για να κατηγορηθεί για φόνο ο ΜακΝτόναλντ. Ο ίδιος κλήθηκε στο δικαστήριο τον Μάιο του 1975 και δήλωσε αθώος. Προσπάθησε ταυτοχρόνως να απορριφθεί το αίτημα για δίκη, βλέποντας μεροληψία.
Και την ίδια ώρα ο δικηγόρος του ξεκίνησε μια διαδικασία έφεσης μόνο και μόνο για να καθυστερήσει η δίκη για χρόνια. Η υπόθεση έφτασε τελικά στο εφετείο το 1978, το οποίο την απέρριψε. Το ίδιο έκανε και το Ανώτατο Δικαστήριο το 1979, αποφασίζοντας να γίνει τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο.
Κι έτσι η πολύκροτη ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε σε δικαστήριο της Βόρειας Καρολίνα στις 16 Ιουλίου 1979. Ο εισαγγελέας ισχυρίστηκε πως ο ΜακΝτόναλντ είχε σκηνοθετήσει το φονικό με τρόπο που να παραπέμπει στην Οικογένεια Μάνσον. Και προσκόμισε ως πειστήριο ένα τεύχος περιοδικού του 1970, που ήταν στην κατοχή του Τζέφρι, και περιέγραφε λεπτομερώς τον φόνο της Σάρον Τέιτ.
Την ίδια στιγμή, εμπειρογνώμονες του FBI έκαναν αναπαράσταση της εκδοχής του ΜακΝτόναλντ για πάλη με τους εισβολείς και φάνηκε πως η κατάθεσή του διαψευδόταν από τα ντοκουμέντα.
Οι τρύπες στο πουκάμισο που φορούσε παραήταν λείες και καλοκομμένες για να έχουν προκληθεί από βίαιη πάλη. Αλλά και τα ιατρικά μητρώα έδειχναν πως δεν έφερε στα χέρια ίχνη πάλης.
Η υπεράσπιση κάλεσε ακόμα και την «ξανθιά γυναίκα», την Helena Stoeckley, ως μάρτυρα, ελπίζοντας να αποσπάσει μέσα στην αίθουσα την ομολογία της. Εκείνη δήλωσε ωστόσο ατάραχα πως δεν είχε περάσει ποτέ έξω από την οικία της οικογένειας.
Άλλοι μάρτυρες πάντως ισχυρίστηκαν πως η Stoeckly είχε δηλώσει επανειλημμένως πως ίσως ήταν παρούσα στο φονικό. Είχε εξομολογηθεί πως θυμόταν να κρατά ένα κερί βουτηγμένο στο αίμα, αλλά η χρήση παραισθησιογόνων ναρκωτικών συσκότιζε τη μνήμη της.
Δυστυχώς για τον ΜακΝτόναλντ, στη δίκη εμφανίστηκε πολύ διαβασμένη και αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με την τριπλή ανθρωποκτονία. Στο τέλος κλήθηκε ως μάρτυρας και ο ίδιος ο Τζέφρι, ο οποίος αρνήθηκε ξανά όλες τις κατηγορίες, έχασε όμως τα λόγια του όταν τον στρίμωξαν οι δικηγόροι.
Παρά την έλλειψη κινήτρου και το γεγονός ότι δεν είχε κανένα ιστορικό βίας, ο Τζέφρι ΜακΝτόναλντ καταδικάστηκε για τον φόνο της συζύγου και των δύο παιδιών του. Στις 26 Απριλίου 1979 άκουσε και την ποινή του: τρεις ισόβια.
Παρά το γεγονός ότι είναι εδώ και 4 δεκαετίες πίσω από τα κάγκελα, ο ίδιος δεν λέει να εγκαταλείψει. Κάποια στιγμή, πριν συνεδριάσουν οι ένορκοι, κάλεσε τον συγγραφέα Joe McGinniss να γράψει ένα βιβλίο για την υπόθεση.
Ο συγγραφέας ήταν παρών σε όλη τη δίκη και με τον καιρό έμοιαζε να πιστεύει την εκδοχή του ΜακΝτόναλντ. Αντί να βρει ωστόσο την υπεράσπιση που τόσο λαχταρούσε, ο McGinniss τον χαρακτήρισε στο μπεστ σέλερ του 1983 («A Fatal Vision») ως «ναρκισσιστή και ψυχοπαθή»!
Ο ΜακΝτόναλντ τον μήνυσε το 1987 για απάτη και οι δύο πλευρές τα βρήκαν εξωδικαστικά έναντι 325.000 δολαρίων. Δεκαετίες αργότερα, το 2012 συγκεκριμένα, ένας από τους πλέον πιστούς υπερασπιστές της αθωότητάς του, ο σκηνοθέτης Errol Morris, έγραψε κι αυτός ένα βιβλίο 500 σελίδων («A Wilderness of Error»), το οποίο έγινε σειρά ντοκιμαντέρ.
Εκεί βλέπουμε πόσο πολλά πιστεύει ο Morris ότι χάθηκαν ή «πειράχτηκαν» από τις αποδείξεις που έστειλαν τον ΜακΝτόναλντ ισόβια στη φυλακή. Το ντοκιμαντέρ προκάλεσε τον δικό του σάλο και πολλοί από τους εμπλεκόμενους αναγκάστηκαν να βγουν και να πάρουν θέση.
Άλλοι είπαν πως ο ΜακΝτόναλντ κλείστηκε πράγματι από λάθος στη φυλακή, άλλοι πάλι πως το ντοκιμαντέρ επέλεξε τα στοιχεία που βόλευαν τη ρητορεία του, αφήνοντας έξω τα αδιάσειστα πειστήρια για την ενοχή του.
Το βιβλίο, και το ντοκιμαντέρ, μιλούν όμως και για κάτι που συζητήθηκε μόνο στην ομοσπονδιακή έφεση που κατέθεσε ο ΜακΝτόναλντ το 2017. Για τρεις τρίχες που βρέθηκαν στη σκηνή του εγκλήματος και δεν ανήκουν σε κανένα από τα τέσσερα μέλη της οικογένειας. Ήταν άλλο ένα στοιχείο που εξαφανίστηκε από την αρχική έρευνα του στρατού.
Από την ένορκη κατάθεση μάλιστα της Stoeckley, που εξασφάλισε ο Morris, μαθαίνουμε πως ο εισαγγελέας την είχε απειλήσει να μην πει όσα θυμόταν από κείνο το βράδυ. Μαθαίνουμε επίσης πως είχε αποκαλύψει δύο φορές στη μητέρα της ότι ήταν παρούσα εκείνο το βράδυ.
Κι αν στην έφεση του 2017 οι τρίχες δεν ταίριαζαν με το DNA της «ξανθιάς γυναίκας» ή κάποιου από την παρέα της, για τον ΜακΝτόναλντ ήταν πάντα εκεί και αποδεικνύουν κάτι πολύ πιο σημαντικό: πως εκείνο το βράδυ ήταν και κάποιος άλλος στο σπίτι…