Κι αυτό το καλοκαίρι οι περισσότεροι από μας θα το περάσουμε σε κάποια παραλία, εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα για να χαρούμε τον ήλιο και τη θάλασσα.
Όπως έκανε πάντα δηλαδή η ανθρωπότητα κατά τους θερινούς μήνες. Ή έτσι πιστεύουμε τουλάχιστον!
Γιατί τα πράγματα ήταν κάποτε τελείως διαφορετικά. Ουσιαστικά, από την αρχαιότητα ως και τον 18ο αιώνα, η παραλία ήταν ένας τόπος που προκαλούσε φόβο και άγχος στο συλλογικό φαντασιακό.
Το παράκτιο τοπίο ήταν το λιγότερο συνυφασμένο με τους κινδύνους που κρύβουν οι ερημιές. Εκεί συναντούσες εξάλλου μόνο ναυάγια και απομεινάρια φυσικών καταστροφών. Η κλασική μυθολογία είναι γεμάτη από τέτοιες τρομακτικές ιστορίες με την οργή του Ωκεανού. Και κατακλυσμούς που κατάπιαν όλο τον κόσμο.
Η παραλία ήταν αρνητικά φορτισμένη ως φορέας δυστυχίας. Το ξέρουμε από τον Όμηρο. Η Σκύλλα και η Χάρυβδη κατοικούσαν στις ακτές του Βοσπόρου, σπέρνοντας τον τρόμο στους ναυτικούς που έκαναν να διαβούν τα στενά.
Πώς έφτασε όμως από τόπος μαρτυρίου και καταστροφής να γίνει το απόλυτο συνώνυμο της καλοκαιρινής ξενοιασιάς;
Όπως εξηγεί ο Alain Corbin, καθηγητής Ιστορίας στη Σορβόνη και συγγραφέας του σχετικού «The Lure of the Sea: The Discovery of the Seaside in the Western World, 1750-1840»: «Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κλασική περίοδος δεν ήξερε τίποτα από τις ομορφιές των παραλιών, το συναίσθημα του λουόμενου που βυθίζεται στα κύματα ή τις απολαύσεις του να παραμένεις στην άμμο».
Και δεν ήταν μόνο τα μυθικά τέρατα, όπως ο Λεβιάθαν ή το Κράκεν, που έσπερναν τον τρόμο, αλλά και οι πραγματικοί κίνδυνοι που καραδοκούσαν στις ακτές. Και τι να πρωτοπείς εδώ, από πειρατές και ληστές, σταυροφόρους και αποικιοκράτες μέχρι αρρώστιες όπως ο Μαύρος Θάνατος και η ευλογιά.
Δεν είναι να απορεί δηλαδή κανείς που ο Δάντης τοποθέτησε τον τρίτο κύκλο του Άδη στην αμμουδιά. Σε όλη τη δυτική λογοτεχνία η παραλία λειτουργούσε ως όριο, ήταν το συμβολικό σύνορο μετά το οποίο ξεκινούσε το άγνωστο.
Γιατί να πας λοιπόν σε έναν τόπο που κάθε άλλο παρά θελκτικός έμοιαζε; Κι όμως, η παραλία μεταμορφώθηκε σταδιακά από κάτι επικίνδυνο σε κάτι επιθυμητό…
Η σύγχρονη άποψη περί παραλίας ως τόπου αναψυχής και χαλάρωσης γεννήθηκε με την άνοδο της αστικής, βιομηχανικής κοινωνίας. Ήταν πράγματι μια ευρωπαϊκή ανακάλυψη, η οποία λειτουργεί σήμερα ως υπόμνηση για το πόσο έχουν αλλάξει οι ιδέες περί φύσης στο διάβα του χρόνου.
Εκεί λοιπόν στα μέσα του 18ου αιώνα, σύμφωνα με τον Corbin, η ευρωπαϊκή ελίτ άρχισε να αναζητεί νέες ποιότητες. Φρέσκο αέρα, φυσική άσκηση και μπάνιο στη θάλασσα έψαχνε τώρα, καθώς η Βιομηχανική Επανάσταση δημιούργησε μια νέα και αρκούντως ασφυκτική συνθήκη στο εσωτερικό των πόλεων.
Ειδικά στην Αγγλία, την πατρίδα της Βιομηχανικής Επανάστασης, εκεί που οι ραγδαίες μεταβολές μετασχημάτισαν βιαίως την κοινωνία, οι αριστοκράτες άρχισαν να ανησυχούν πολύ για την υγεία τους και την υγιεινή των πόλεων.
Την ώρα που οι στρατιές των εργατών που δούλευαν τώρα στις φάμπρικες γίνονταν ανθεκτικές και δυνατές από τη χειρωνακτική δουλειά, οι ευγενείς των ανώτερων τάξεων έμοιαζαν μπροστά τους εύθραυστοι και ισχνοί. Αυτό πίστευαν τουλάχιστον και άρχισαν να αναζητούν τρόπους να αντισταθμίσουν την έλλειψη φυσικής υπεροχής.
Κι έτσι γεννήθηκε η «αποκατάσταση μέσω θαλάσσης». Την οποία συνταγογραφούσαν οι γιατροί της Βρετανίας στους αριστοκράτες για να ανακτήσουν τη χαμένη τους ρώμη. Η βουτιά στα κρύα νερά δεν ήταν απλώς αναζωογονητική, αλλά το απαραίτητο βήμα για να γίνεις ρωμαλέος και ανθηρός.
Οι πρώτες λουτροπόλεις της Αγγλίας εμφανίζονται μαγικά μέσα σε λίγα χρόνια. Και λέμε «λουτροπόλεις» και όχι θέρετρα γιατί ακριβώς η επαφή με τη θάλασσα θεωρήθηκε πως είχε ιαματικές ιδιότητες.
Ο ευγενής λουόμενος δεν αναζητούσε τα φυσικά θέλγητρα του νερού, παρά θεραπεία για μια ολοένα και αυξανόμενη σειρά από παθήσεις: από ραχίτιδες, αρθριτικά, φυματίωση, λέπρα, στειρότητα και λοιμώξεις μέχρι μελαγχολία και υστερία, όλα τα θεράπευε τώρα το αλμυρό νερό.
Ήταν μια παρθενική εκδοχή αυτής της κουλτούρας περί ευεξίας που συναντάμε σήμερα παντού στον κόσμο. Ο Corbin υποδεικνύει επίσης πως αυτό επικράτησε γενικά ως λογική στην κοινωνία, δίνοντας παραδείγματα από τις τέχνες και τα γράμματα της εποχής.
Το άλλοτε φοβερό και επικίνδυνο παράκτιο τοπίο μεταμορφώθηκε τώρα (στη στροφή του 19ου αιώνα) σε έναν τόπο που προσφέρει εμπειρίες ζωής. Εμπειρίες που αλλάζουν τη ζωή, σωστότερα.
Καθόλου τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι προς τη θάλασσα και την παραλία στράφηκε τώρα και η ζωγραφική. Ο όρος «θαλασσογραφία» εμφανίζεται πράγματι περί το 1804.
Ιχνηλατώντας την εντυπωσιακή αυτή αλλαγή στη συνείδηση του κόσμου, ο Corbin καταλήγει πως από το 1840 και μετά η παραλία άρχισε να σημαίνει κάτι διαφορετικό για τον Ευρωπαίο. Ο οποίος λαχταρούσε τώρα να αποδράσει για λίγο από την πόλη και τις δυσκολίες της καθημερινότητας και έβρισκε καταφύγιο σε αυτό που μέχρι προσφάτως μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να απολαύσουν.
Αυτή η αλλαγή των ηθών διευκολυνόταν τώρα από την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, αλλά και την ίδια τη γέννηση του τουρισμού ως εμπορική οντότητα. Οι οικογένειες της μεσαίας τάξης μπορούσαν να πάνε πια στην παραλία, σε ολοένα και αυξανόμενους αριθμούς.
Η παραλία δεν σήμαινε στο νέο αυτό πλαίσιο μόνο υγεία, αλλά και απόλαυση. Ακόμα και ο όρος «διακοπές» άλλαξε. Ενώ μέχρι τότε σήμαινε απλώς την απουσία από τη δουλειά, στις νέες συνθήκες αντικατόπτριζε πλέον μια επιθυμία, την επιθυμία για ένα ευχάριστο διάλειμμα από την καθημερινότητα.
«Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι Βρετανοί έδωσαν τον σύγχρονο τουρισμό στον κόσμο», γράφει χαρακτηριστικά ο ακαδημαϊκός ιστορικός John Walton στο σχετικό πόνημά του «The British Seaside: Holidays and Resorts in the Twentieth Century».
Όπως «η βιομηχανία και τα εργοστάσια, ο ατμός, τα σύγχρονα μέσα μεταφοράς και οι άλλες καινοτομίες της Βιομηχανικής Επανάστασης», το παραθεριστικό θέρετρο ήταν κι αυτό μια βρετανική συνεισφορά στον κόσμο.
Ο καθηγητής ιχνηλατεί την επέκταση των παραλιακών θερέτρων από την ανατολική ακτή της Αγγλίας στη Νορμανδία πρώτα και τη νοτιοδυτική Γαλλία μετά, πριν το φαινόμενο γενικευτεί στην Ευρώπη περνώντας στην Ιταλία, σε τμήματα της Σκανδιναβίας και τη βόρεια Γερμανία.
Και η μετασχηματιστική δύναμη υπήρξε εδώ σωστός στρόβιλος: Στη Βαλτική, την Αδριατική και αργότερα στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό τελικά, η άφιξη των μαζών του 19ου αιώνα άλλαξε τα πάντα μαγικά. Οι παλιές πόλεις αναβαθμίστηκαν και φτιάχτηκαν καινούριες για να υποδεχτούν όλες αυτές τις στρατιές που λαχταρούσαν θάλασσα και διακοπές.
Και κάποιοι το είδαν είναι η αλήθεια αρνητικά, θεωρώντας πως ο καπιταλισμός σμπαράλιαζε τα πάντα στο πέρασμά του. Όπως η Τζέιν Όστιν στο τελευταίο και ημιτελές μυθιστόρημά της «Σάντιτον», που σατιρίζει το τέλος μιας παραδοσιακής κοινότητας ψαράδων για να γεννηθεί μια μοδάτη παραλιακή πόλη στη θέση της.
«Συνέβη σε φάσεις», παρατηρεί ο John Gillis, καθηγητής Ιστορίας του Rutgers University και συγγραφέας του «The Human Shore: Seacoasts in History», «η παραλία μετατράπηκε από μια πηγή φαγητού και το μέρος όπου τα ταξίδια άρχιζαν και τέλειωναν σε έναν τόπο διασκέδασης και αναψυχής».
Ο Ευρωπαίος του 19ου αιώνα έψαχνε τώρα για παρθένες παραλίες χωρίς πολυκοσμία στα πέρατα της αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας του. Αυτή την εποχή (τέλη του αιώνα) είναι που πολλαπλασιάζονται εκθετικά τα παραλιακά θέρετρα στις ακτές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, ένα τουριστικό πρότυπο που συνεχίστηκε καθ’ όλο τον 20ό αιώνα.
Η παραλία είναι πια εδραιωμένη για τα καλά στο φαντασιακό του Ευρωπαίου ως μια απόδραση, μια φυγή απ’ όλα και απ’ όλους. «Τίποτα δεν είναι πιο επικό από τη θάλασσα», παρατηρούσε χαρακτηριστικά το 1930 ο στοχαστής Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Σήμερα, σύμφωνα με το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ (UNEP), ο μισός πληθυσμός της Γης ζει εντός 60 χιλιομέτρων από τη θάλασσα. Οι παράκτιοι πληθυσμοί έχουν αυξηθεί κατά 30% στα τελευταία 30 χρόνια και τα νούμερα αναμένεται να αυξηθούν κι άλλο μέσα στη δεκαετία που διανύουμε.
Τα παραλιακά οικόπεδα είναι άλλωστε μεταξύ των πιο ακριβών του κόσμου, καθώς όλοι θέλουν ένα σπίτι ή ένα εξοχικό δίπλα στη θάλασσα.
Στη γητεύτρα και πλανεύτρα πλέον θάλασσα, πολύ μακριά από τον ιστορικό εαυτό της ως κάτι άγνωστο, απέραντο και τρομακτικό…