Πέρασε περίπου ένας χρόνος από τότε που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες μια ταινία που δεν έκανε και τόσο μεγάλη αίσθηση στους κριτικούς, αλλά το θέμα της είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον, έστω κι αν η αποτύπωσή του στη μεγάλη οθόνη δεν ήταν αυτή που θα έδινε… πέντε αστέρια.
Ο λόγος για το φιλμ «The Murder of Nicole Brown Simpson», το οποίο αφορά ένα γεγονός που περιγράφει: δηλαδή τη δολοφονία της Νικόλ Μπράουν Σίμπσον, η οποία στις 12 Ιουνίου το 1994, μαζί με τον φίλο της, Ρόναλντ Γκόλντμαν, βρέθηκαν μαχαιρωμένοι στο σπίτι της στο Μπρέντγουντ της Καλιφόρνια.
Τα πτώματα ανακάλυψε ένας περαστικός, με αυτό της Νικόλ να κείτεται στα σκαλοπάτια μπροστά από την κεντρική είσοδο, ενώ του νεαρού σερβιτόρου βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, στην αυλή. Την ώρα του φόνου, που ο ιατροδικαστής προσδιόρισε γύρω στα μεσάνυχτα, τα δύο παιδιά της δολοφονημένης γυναίκας από τον γάμο της με τον Όρενθαλ Τζέιμς Σίμπσον (ή απλώς Ο Τζεί) κοιμούνταν στα δωμάτιά τους. Βασικός ύποπτος για το έγκλημα θεωρήθηκε ο πατέρας των παιδιών και διάσημος αθλητής του αμερικανικού φουτμπόλ, με τον οποίο δύο χρόνια πριν οι δρόμοι τους χώρισαν με άκρως επεισοδιακό τρόπο.
Εκεί είναι που ξεκινά ένα ανεπανάληπτο θρίλερ, το οποίο απασχόλησε όσο λίγα την αμερικανική κοινή γνώμη, με την τροπή της ιστορίας να έχει απίστευτες ανατροπές και κορύφωση μια δικαστική απόφαση, η οποία «παρέλυσε» τις ΗΠΑ, καθώς καθήλωσε στις τηλεοράσεις εκατομμύρια κόσμου. Τελικά, ο Σίμπσον δεν γλίτωσε τη φυλάκιση, όχι όμως για φόνο, αλλά για άλλους λόγους.
Ένας αθλητής αστέρας που διέπρεψε και στη μεγάλη οθόνη
Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή… Ο Όρενθαλ Τζέιμς Σίμπσον γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου 1947 στο Σαν Φρανσίσκο. Από μικρός έδειχνε την τάση του στον αθλητισμό. Ήταν φημισμένος για το πόσο γρήγορα έτρεχε, καθώς και για την εκπληκτική φυσική του κατάστασή. Κάπως έτσι προέκυψε και το OJ, το οποίο είναι ευθεία παραπομπή στο Orange Juice (Χυμός Πορτοκάλι). Το 1968 πήρε το βραβείο που απονέμεται στον καλύτερο παίκτη του κολεγιακού πρωταθλήματος στο αμερικάνικο φούτμπολ και το NFL ήταν μονόδρομος. Η επαγγελματική του καριέρα ξεκίνησε το 1969 και έβγαζε το… παντεσπάνι του στο άθλημα μέχρι το 1979. Η λίστα με μεγάλες στιγμές στα γήπεδα είναι τεράστια και έγινε ένας από τους πλέον αναγνωρίσιμους ανθρώπους στις ΗΠΑ.
Πριν ακόμα αποσυρθεί από την αγωνιστική δράση, είχε αρχίσει τις κινηματογραφικές εμφανίσεις, οι οποίες από το 1979 και μετά γίνονταν όλο και περισσότερες. Συμμετείχε σε πολλές διαφημίσεις και ο κόσμος τον λάτρευε ό,τι κι αν έκανε. Στο διάστημα αυτό έκανε και δύο γάμους, το 1967 με την Μάργκεριτ Γουίτλεϊ, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά (το μικρότερο από αυτά βρέθηκε νεκρό στην πισίνα μόλις πέντε μήνες μετά τον χωρισμό του ζευγαριού το 1979) και το 1985 με την Νικόλ Μπράουν, την οποία είχε γνωρίσει οκτώ χρόνια πιο πριν. Με την πανέμορφη ξανθιά απέκτησαν δύο παιδιά και χώρισαν το 1992, λόγω «αγεφύρωτων διαφορών».
Η δολοφονία, οι υποψίες και η καταδίωξη σαν σκηνή από ταινία
Ένα ζεστό βράδυ Ιουνίου του 1994 θα άλλαζε για πάντα τη ζωή του Σίμπσον και θα τελείωνε για την Μπράουν και τον φίλο της. Οι Αρχές ξεκίνησαν αμέσως έρευνες. Ο βασικός ύποπτος εξ αρχής ήταν ένας. Η Αστυνομία πήγε στο σπίτι του OJ για να τον ενημερώσει. Λίγες ώρες νωρίτερα εκείνος είχε μπει στο αεροπλάνο για Σικάγο, στο οποίο είχε ταξιδέψει για επαγγελματικές υποχρεώσεις. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, στην τηλεφωνική επικοινωνία που υπήρξε με τους ερευνητές, δεν ρώτησε ούτε πώς, ούτε ποιος. Μόνο ότι θα πάρει το πρώτο διαθέσιμο αεροπλάνο και θα επιστρέψει.
Με το που έφτασε σπίτι του, ο Σίμπσον είδε ένα πλήθος αστυνομικών και δημοσιογράφων. Εκείνος ατάραχος ξεκίνησε να συνεργάζεται άμεσα με τις Αρχές. Αυτό που έκανε αίσθηση στον ντετέκτιβ που ανέλαβε την υπόθεση, ήταν μια πληγή σε δάχτυλο του αριστερού χεριού του αθλητή-ηθοποιού. Μεταξύ των όσων προβλέπονταν, ήταν να δώσει αίμα, κάτι που δεν αρνήθηκε. Τα περισσότερα στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος οδηγούσαν σε εκείνον. Έτσι, στις 17 Ιουνίου του 1994 του αποδίδονται κατηγορίες για τη διπλή δολοφονία. Και ενώ οι δικηγόροι του υποστηρίζουν ότι θα παραδοθεί, εκείνος δεν εμφανίζεται ποτέ. Η Αστυνομία τον θεωρεί φυγόδικο και τον αναζητά.
Ο OJ εντοπίστηκε σε ένα λευκό Ford Bronco, στο τιμόνι του οποίου ήταν ένας συμπαίκτης και φίλος του, ο Αλ Κάουλινγκς, με τον ίδιο να βρίσκεται στο πίσω κάθισμα και να απειλεί ότι θα θέσει τέρμα στη ζωή του. Ξεκίνησε μία κινηματογραφική καταδίωξη, όμως ήπιας ταχύτητας. Το όλο σκηνικό αποτέλεσε την καλύτερη «τροφή» για τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα των ΗΠΑ, που το κατέγραφαν live και για δύο ολόκληρες ώρες το κοινό έμεινε καθηλωμένο στις οθόνες.
Μάλιστα, η καταδίωξη σημείωσε ρεκόρ τηλεθέασης, καθώς την παρακολούθησαν 95 εκατομμύρια άνθρωποι. Την ίδια ώρα, ο Σίμπσον είχε έναν έως και σουρεάλ διάλογο με τον επικεφαλής της Αστυνομίας, που περιείχε μεγάλες δόσεις ενοχής. «Μόνο εγώ αξίζω να πάθω κάτι κακό. Μόνο εγώ… Ήθελα μόνο να είμαι μαζί με την Νικόλ. Έχω ήδη αποχαιρετήσει τα παιδιά μου…». Πριν γίνει όλο αυτό το σκηνικό, οι δικηγόροι του κατηγορούμενου είχαν διαβάσει δημοσίως ένα γράμμα που έλεγε ότι θα αυτοκτονήσει. Κάτι το οποίο τελικά δεν έκανε πράξη.
Η επεισοδιακή δίκη που έγινε… σίριαλ με «τρελή» πλοκή
Τελικά, στις 9 το βράδυ η πορεία του λευκού οχήματος σταμάτησε στο σπίτι του OJ, όπου τον περίμεναν εκατοντάδες δημοσιογράφοι και ρεπόρτερ, αλλά και ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας. Ο πρωταγωνιστής παρέμεινε στο αμάξι για 45 λεπτά, μέχρι να πάρει άδεια για να μπει στο σπίτι και να τον συλλάβουν. Στην τσέπη του Κάουλινγκς βρέθηκαν 9.000 δολάρια, ενώ στο Ford βρέθηκαν ψεύτικο μούσι και μουστάκι, σύνεργα μεταμφίεσης και ένα πιστόλι με το οποίο είχε απειλήσει πως θα βάλει τέλος στη ζωή του.
Πέντε ημέρες αργότερα ο Σίμπσον εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου και δήλωσε «απολύτως, 100% εκατό αθώος». Για να περάσει όσο πιο ανώδυνα η δικαστική αυτή περιπέτεια, μάζεψε μερικούς από τους πιο επιφανείς δικηγόρους στις ΗΠΑ, με επικεφαλής τον Τζόνι Κόχραν, που είχε στην ατζέντα του πολλές άλλες διασημότητες. Επίσης, στους συνηγόρους του ήταν και ο Ρόμπερτ Καρντάσιαν, της γνωστής οικογένειας, στενός φίλος με τον OJ -ήταν εκείνος που είχε διαβάσει τη δημόσια επιστολή αυτοκτονίας. Πάντως, τα πράγματα μόνο εύκολα δεν ήταν για τον κατηγορούμενο. Η απέναντι πλευρά έχει ως «όπλα» της τρία πολύ σημαντικά στοιχεία: τη συμπεριφορά του OJ πριν και μετά το φονικό, τα στοιχεία που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος και η ανάλυση DNA που τον έδειχνε ως τον μόνο ένοχο.
Ένας ακόμα σημαντικός μάρτυρας ήταν και ο οδηγός της λιμουζίνας που μετέφερε τον OJ στο αεροδρόμιο εκείνο το βράδυ. Κατέθεσε ότι έφτασε στο σπίτι του κατηγορούμενου στις 10:25, αλλά ότι δεν του απάντησε κανείς όταν χτύπησε το κουδούνι. Λίγο πριν τις 11:00 είδε μια σκιά να μπαίνει μέσα στο σπίτι και λίγα λεπτά μετά εμφανίστηκε ο Σίμπσον, λέγοντάς του ότι τον πήρε ο ύπνος. Μπήκε στο αυτοκίνητο με μια μαύρη βαλίτσα στα χέρια του, με την κατηγορούσα αρχή να υποστηρίζει ότι εκεί είχε κρύψει το φονικό μαχαίρι και τα γεμάτα αίματα ρούχα. Γενικά, εμφανίστηκαν πολλά στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν.
Η στρατηγική της υπεράσπισης που έπιασε τόπο
Με την τελική σύνθεση των ενόρκων να είναι ανισόμετρη, καθώς οι μαύροι ήταν συντριπτικά περισσότεροι από τους λευκούς, η υπεράσπιση έπαιξε σε μεγάλο βαθμό το «χαρτί» του ρατσισμού. Ιδανικό «δόλωμα» για κάτι τέτοιο αποτέλεσε ο Μαρκ Φέρμαν, ένας από τους αστυνομικούς που συγκέντρωσαν τα στοιχεία από το σπίτι που έγινε η δολοφονία, αλλά και το σπίτι του OJ. Αφού απάντησε στις ερωτήσεις της Εισαγγελίας, ακολούθησαν οι ερωτήσεις του Φράνσις Λι Μπέιλι. Αυτό που προσπάθησε να εκμαιεύσει από τον μάρτυρα, ήταν εάν είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «νέγρος». Εκείνος απαντούσε αρνητικά, όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια.
Τότε εμφανίστηκε ένα ηχητικό ντοκουμέντο από μια παλιά συνέντευξή του, στην οποία χρησιμοποιούσε την λέξη «νέγρος» σε 41 προτάσεις, ενώ μαρτυρίες έλεγαν ότι είχε καταφερθεί πολλάκις εναντίον μαύρων συμπολιτών του. Μάλιστα, στο ντοκουμέντο φαινόταν να παραδέχεται ότι είχε «φυτέψει» αποδείξεις σε διάφορους τόπους εγκλήματος, προκειμένου να είναι πιο πιθανή η καταδίκη τους. Μάλιστα, η υπεράσπιση εμφάνισε και μια βιντεοκασέτα από το σπίτι της Νικόλ, την οποία πήρε από την εταιρεία ασφαλείας, στην οποία δεν εμφανιζόταν κάποιο από τα στοιχεία που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν το Σίμπσον.
Αυτό που έγειρε, ωστόσο, οριστικά την πλάστιγγα υπέρ του κατηγορούμενου, ήταν όταν του ζητήθηκε να τεστάρει ένα από τα πιο σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος. Δύο γάντια που είχαν επάνω τους αίματα. Πρώτα έβαλε γάντια latex για να μην υπάρχει αλλοίωση στα στοιχεία και όταν προσπάθησε να βάλει τα άλλα στα χέρια του, δεν του έκαναν. Γύρισε προς τους ενόρκους δείχνοντας τα χέρια του και είπε: «Δεν μου κάνουν. Βλέπετε; Δεν μου μπαίνουν». Τότε, ο Κόχραν έγινε πρωταγωνιστής σε ένα σκηνικό που συνδέθηκε όσο κανένα άλλο στη δίκη. Φορώντας ένα σκουφί, γύρισε προς τους ενόρκους, τους έκανε μια περίληψη των γεγονότων και τους είπε: «It doesn’t fit. And if it doesn’t fit, you must acquit» («Δεν κάνουν. Και εάν δεν κάνουν, πρέπει να αθωωθεί»).
Η ώρα της ετυμηγορίας που καθήλωσε τι ΗΠΑ
Η δίκη κράτησε συνολικά 133 ημέρες και το κόστος της έφτασε στο αστρονομικό ποσό των 11.000.000 δολαρίων. Κοντά στο 57% των κατοίκων της χώρας παρακολούθησε τη διαδικασία αυτό το διάστημα, καθώς υπολογίζεται ότι έστω και για λίγο 150 εκατ. ανθρώπων στις ΗΠΑ είδαν -έστω και για λίγα λεπτά- την εξέλιξή της. Όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, την ημέρα της ετυμηγορίας, η καθημερινότητα δεν είχε καμία σχέση με ό,τι γνώριζε η αμερικανική κοινωνία. Σχεδόν άπαντες καθηλώθηκαν σε οθόνες και δέκτες για να ακούσουν την απόφαση της Δικαιοσύνης.
Το ημερολόγιο έδειχνε 3 Οκτωβρίου 1995. Οι ένορκοι κλείστηκαν σε ένα δωμάτιο για να βγάλουν απόφαση. Βγήκαν μετά από 3 ώρες. Στις 10 το πρωί ο γραμματέας του δικαστή, Λανς Ίτο, πήρε το μικρόφωνο και ανακοίνωσε: «Εμείς, οι ένορκοι στην εν λόγω υπόθεση, αποφανθήκαμε ότι ο κατηγορούμενος, Όρενθαλ Τζέιμς Σίμπσον, είναι αθώος για το έγκλημα της δολοφονίας». Για πρώτη φορά στη διάρκεια όλης της διαδικασίας, ο OJ χαμογέλασε, την ώρα που ο Κόχραν πανηγύριζε δίπλα του. Την ίδια στιγμή, οι οικογένειες των δύο θυμάτων ξεσπούσαν σε κλάματα.
Σύμφωνα με συνεντεύξεις που έχουν δώσει μερικοί από τους ενόρκους με το πέρασμα του χρόνου, όταν μπήκαν μέσα και ψήφισαν για πρώτη φορά, οι δέκα υποστήριξαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος και οι άλλοι δύο ένοχος (δεν διευκρινίστηκε εάν αυτοί οι δύο ήταν οι μόνοι λευκοί του σώματος). Όμως, επειδή η απόφαση έπρεπε να ήταν ομόφωνη, άλλαξαν γνώμη και προέκυψε αυτό το αποτέλεσμα. Την ίδια ώρα, οι Αρχές της Καλιφόρνια στην οποία γινόταν η δίκη, είχαν πάρει δρακόντεια μέτρα, υπό τον φόβο να ξεσπάσουν επεισόδια, σε περίπτωση που η απόφαση ενοχοποιούσε τον κατηγορούμενο.
Ο Σίμπσον δεν γλίτωσε τελικά τη φυλακή, αλλά για άλλο λόγο
Ο δημοφιλής αθλητής-ηθοποιός δεν χάρηκε για πολύ καιρό την αθώωσή του. Κάτι παραπάνω από έναν χρόνο μετά, στην αστική δίκη, ο OJ δεν είχε πια στο πλευρό του την dream team δικηγόρων. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν «υπεύθυνος» για τον θάνατο των Μπράουν-Γκόλντμαν και τον υποχρέωσε να πληρώσει 33,5 εκατομμύρια δολάρια στις οικογένειες των θυμάτων, ποσό που δεν είχε. Η -εν τέλει- δικαιωμένη πλευρά δεν ενδιαφέρθηκε ουσιαστικά ποτέ για το ποσό, καθώς μέλημά της ήταν να αποκατασταθεί η φήμη των εκλιπόντων.
Τον Ιανουάριο του 2007 ο Σίμπσον προχώρησε σε ακόμη μια κίνηση που θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη ίντριγκα γύρω από την υπόθεση: κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «If I Did It» («Εάν το Έκανα»), στο οποίο αναφερόταν υποθετικά για τους φόνους. Όμως, σε κάποια σημεία οι δολοφονίες περιγράφονταν με τόσες λεπτομέρειες, που αρκετοί ευλόγως σκέφτηκαν ότι μόνο κάποιος που ήταν εκεί θα μπορούσε να γνωρίζει τόσο καλά. Μερικούς μήνες αργότερα η οικογένεια του Γκόλντμαν κέρδισε την αγωγή που είχε κάνει για τα δικαιώματα του βιβλίου και το επανέκδωσε με ένα εξώφυλλο που… έκρυβε επιμελώς το «If» («Εάν»), ώστε να διαβάζεται σαν «I did it» («Το Έκανα»).
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου οι Αρχές συνέλαβαν τον OJ για μια σειρά από εγκλήματα, που αφορούσαν ένοπλες ληστείες, απαγωγές και οικονομικές ατασθαλίες. Καταδικάστηκε σε 33 χρόνια φυλακή, στην οποία βρέθηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 2017, όταν και αποφυλακίστηκε από σωφρονιστικό ίδρυμα της Νεβάδα, αφού έγινε δεκτό το αίτημα αναστολής της ποινής του. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο πρώην λαμπρός αστέρας ως ελεύθερος πολίτης, ήταν να πάει σε ένα κατάστημα γνωστής αλυσίδας ταχυφαγείων και να απολαύσει ένα μπέργκερ. Κάπως έτσι μπήκε και ένας επίλογος σε μια υπόθεση που ούτε οι πιο ευφάνταστοι σεναριογράφοι δεν μπορούσαν να φανταστούν.