Η Rebecca Schaeffer ήταν ένα ψηλό και όμορφο κορίτσι με πολλά όνειρα. Γεννήθηκε στο Όρεγκον και μικρή ήθελε να γίνει Ραβίνος. Αλλά άλλαξε γνώμη, όταν ξεκίνησε τις πρώτες της συμμετοχές σε διαφημίσεις. Η Rebbeca μεγαλώνοντας, αποφάσισε να ασχοληθεί με το μόντελινγκ, έχοντας τη συμπαράσταση των γονιών της.
Το 1984 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, αλλά το ύψος της (1.70) δεν ήταν ιδανικό για μια καριέρα στις πασαρέλες, όπως εκείνη είχε φανταστεί. Στο μεταξύ, συμμετείχε σε μία τηλεοπτική σειρά του ABC, για έξι μήνες. Μετά την απόρριψή της, έφτιαξε τις βαλίτσες της και μετακόμισε στο Τόκιο, προκειμένου να κυνηγήσει το όνειρό της στο μόντελινγκ. Αλλά κι εκεί δυσκολευόταν να βρει δουλειές. Έτσι, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική.
Ο ρόλος που άλλαξε τη ζωή της και την έκανε γνωστή το 1986, ήταν εκείνος της «Patti Russell», στη σειρά του CBS, My sister Sam. Η σειρά προβλήθηκε για δύο χρονιές, αλλά κόπηκε ξαφνικά, λόγω χαμηλής τηλεθέασης. Στα δύο αυτά χρόνια, η νεαρή ηθοποιός είχε μετακομίσει στο Μπέβερλι Χιλς, όπου συμμετείχε και σε κινηματογραφικές ταινίες, αποκτώντας σιγά σιγά φήμη και θαυμαστές.
Ένας από αυτούς, ήταν και ο John Bardo. Ο 19χρονος έστελνε γράμματα θαυμασμού στην ηθοποιό, για τρία ολόκληρα χρόνια. Ο θαυμασμός αυτός, όμως, εξελίχθηκε σε εμμονή, ενώ σε ένα από τα δεκάδες γράμματά του, ένας συνεργάτης της ηθοποιού απάντησε στον επίμονο θαυμαστή, θέλοντας να του κάνει πλάκα ότι ήταν η ίδια. Ο Bardo το πίστεψε και το 1987 αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι το Χόλιγουντ για να τη βρει.
Πήγε στα γυρίσματα της σειράς, My sister Sam προκειμένου να τη δει, όμως, οι άνδρες ασφαλείας τον έδιωξαν. Θυμωμένος επέστρεψε μετά από έναν μήνα, αυτή τη φορά κουβαλώντας μαζί του ένα μαχαίρι, αλλά και πάλι η ασφάλεια τον εμπόδισε να δει την ηθοποιό. Τότε, ο νεαρός επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Tuscon. Για λίγο καιρό, το ενδιαφέρον του για την Schaeffer ξεχάστηκε, καθώς η εμμονή του μετατοπίστηκε προς τις ποπ τραγουδίστριες Μαντόνα, Ντέμπι Γκίμπσον και Τίφανι.
Το 1989, όμως, βλέποντας την Schaeffer σε μία ερωτική σκηνή στο κρεβάτι, στη μαύρη κωμωδία «Scenes from the Class Struggle in Beverly Hills» κυριεύτηκε από ζήλια και θυμό, θεωρώντας ότι κι εκείνη είναι ακόμη μία «κοινή γυναίκα του Χόλιγουντ». Όταν έμαθε ότι ο Arthur Richard Jackson (ένας εμμονικός θαυμαστής που το 1982 είχε μαχαιρώσει την ηθοποιό, Theresa Saldana) είχε προσλάβει ιδιωτικό ντετέκτιβ για να βρει τη διεύθυνσή του σπιτιού της, αποφάσισε να κάνει το ίδιο.
Προσέλαβε έναν ντετέκτιβ και με τη βοήθεια του αδελφού του αγόρασε ένα όπλο, καθώς ο ίδιος ήταν ανήλικος και δε μπορούσε να αγοράσει. Τελικά, κατάφερε να μάθει πού μένει η ηθοποιός στο Μπέβερλι Χιλς και ταξίδεψε μέχρι εκεί για να τη συναντήσει. Όταν πήγε να τη βρει στο σπίτι της, του άνοιξε η ίδια, η οποία προσπάθησε στην αρχή να τον διώξει ευγενικά. Ο Bardo έφυγε, αλλά επέστρεψε για δεύτερη φορά, που ήταν και η μοιραία για την ηθοποιό. Με μία σφαίρα στην καρδιά έπεσε αιμόφυρτη στην εξώπορτα του σπιτιού της. Ο νεαρός εμμονικός θαυμαστής της συνελήφθη την επόμενη ημέρα, όπου με έναν κυνικό τρόπο παραδέχτηκε ότι τη σκότωσε.
Η δολοφονία της 21χρονης Rebecca σόκαρε τον κόσμο του Χόλιγουντ και για έναν ακόμη λόγο: για την ελλιπή προστασία που είχαν οι ηθοποιοί από τους ενοχλητικούς θαυμαστές τους. Μετά τη δολοφονία της εκείνο το πρωινό της 18ης Ιουλίου του 1989, όλα άλλαξαν. Λίγους μήνες μετά, η αστυνομία του Λος Άντζελες δημιούργησε την πρώτη ομάδα που θα ειδικευόταν στις έρευνες καταδίωξης και συστηματικής ενόχλησης.
Στη συνέχεια, το 1994 η Πολιτεία της Καλιφόρνια πέρασε το νόμο περί προστασίας προσωπικών δεδομένων των πολιτών, με τον οποίο απαγορεύεται να δίνονται προσωπικά στοιχεία ή ιδιωτικές διευθύνσεις, από το τμήμα πληροφοριών του Υπουργείου μηχανοκίνητων οχημάτων της Πολιτείας, αν δεν υπάρχει η ρητή συγκατάθεση του ατόμου, το οποίο αφορούν οι πληροφορίες. Σε αυτό το νόμο προχώρησαν, επειδή ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που είχε προσλάβει ο νεαρός δολοφόνος είχε βρει τη διεύθυνση της κατοικίας του θύματος, μέσα από τα αρχεία του Υπουργείου μηχανοκίνητων οχημάτων της Πολιτείας.
Η Rebecca Schaeffer βρισκόταν στην πιο δημιουργική της περίοδο, με τις πόρτες να έχουν ανοίξει για εκείνη και τις ευκαιρίες να την περιμένουν. Ήδη διεκδικούσε το ρόλο της «Vivian Ward» για την ταινία Pretty woman, που πήρε τελικά η Τζούλια Ρόμπερτς, ενώ την ημέρα της δολοφονίας της είχε ραντεβού με τον Φράνσις Κόπολα για ένα ρόλο στο «Νονό 3».
Ποιος ήταν ο Robert John Bardo
Μετά τη σύλληψή του, ο 19χρονος ανέφερε ότι είχε δύσκολα παιδικά χρόνια και πως κακοποιήθηκε από ένα από τα αδέλφια του. Ο Bardo ήταν ο μικρότερος από τα εφτά παιδιά της οικογένειας. Η μητέρα του ήταν Κορεάτισσα και ο πατέρας του μόνιμος υπάλληλος της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ. Πράγμα που σήμαινε ότι η οικογένεια μετακόμιζε συνεχώς. Το 1983 εγκαταστάθηκαν μόνιμα, στο Tucson της Αριζόνα.
Η οικογένεια του είχε ιστορικό ψυχικής ασθένειας, ενώ ο ίδιος διαγνώστηκε με μανιοκατάθλιψη. Όταν ήταν 15 χρόνων προσπάθησε να αυτοκτονήσει κι έτσι βρέθηκε υπό ιατρική παρακολούθηση για έναν μήνα. Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά, γι’ αυτό και το παράτησε για να δουλέψει.
Όσοι τον γνώριζαν, όταν έμαθαν ότι σκότωσε τη νεαρή ηθοποιό, μάλλον δεν έπεσαν από τα σύννεφα. Ο Bardo συχνά είχε ξεσπάσματα θυμού κι εκδήλωνε επιθετική συμπεριφορά. Μέσα σε διάστημα 18 μηνών, πριν τη δολοφονία της Schaeffer, ο νεαρός είχε συλληφθεί τρεις φορές για ενδοοικογενειακή βία και παραβατική συμπεριφορά, ενώ είχε απειλήσει και τους γείτονές του.
Ωστόσο, η εμμονή του για την ηθοποιό δεν ήταν η μόνη. Για πολύ καιρό καταδίωκε την ακτιβίστρια Samantha Smith, η οποία σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 1985. Το 1991 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Στις 27 Ιουλίου του 2007, ένας βαρυποινίτης, στην υψίστης ασφαλείας φυλακή της Καλιφόρνια, όπου έκτιε την ποινή του ο Bardo, τον μαχαίρωσε 11 φορές. Από το 2018, εκτίει την ποινή του στη φυλακή του Avenal στην Καλιφόρνια.