Μπορεί σήμερα να είναι κροίσοι και να διαμορφώνουν το τοπίο στους κλάδους που δραστηριοποιούνται, κάποτε όμως δεν ήταν παρά φτωχαδάκια που προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Μέρα με τη μέρα.
Έχοντας να αντιμετωπίσουν εμπόδια-βουνό και χωρίς προοπτική να ανοίγεται μπροστά τους, αψήφησαν πιθανότητες και προγνωστικά και έπιασαν την καλή. Τη ζωή από τα μαλλιά δηλαδή!
Οι ιστορίες τους δείχνουν πως όλα είναι δυνατά στον κόσμο, καθώς μπορείς να βρεθείς από τα αλώνια στα σαλόνια με λίγη πυγμή και αποφασιστικότητα.
Πλέον παίζουν στις λίστες του Forbes και όλοι κρέμονται από τα χείλη τους, αναζητώντας ψήγματα της επιχειρηματικής τους σοφίας.
Κι αν ονόματα όπως του αμφιλεγόμενου επενδυτή Τζορτζ Σόρος και του «Σούπερμαν» των επιχειρήσεων Λι Κα-σινγκ είναι εδώ σταθμοί για το πώς φτάνεις από τη φτώχεια στα πλούτη, δεν είναι φυσικά τα μόνα.
Όλοι τους ξεκίνησαν από το τίποτα…
Πριν ιδρύσει την Oracle το 1977 και αποκτήσει περιουσία της τάξης των 65,7 δισ. δολαρίων, ο 7ος πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου έκανε δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει στην ακριβή Καλιφόρνια, όπου προσπαθούσε να βρει θέση εργασίας στη βιομηχανία της τεχνολογίας.
Γεννημένος στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από ανύπαντρη μητέρα, τον έστειλαν να μεγαλώσει με τους θείους του, καθώς ήταν ο ένας φτωχότερος από τον άλλο. Όταν έχασε και τη θεία του, η κατάσταση επιδεινώθηκε τόσο που έπρεπε όχι μόνο να εγκαταλείψει τις σπουδές του αλλά να φύγει και από το Σικάγο για να βρει τον δρόμο του.
Αφού περιπλανήθηκε σε διάφορες εταιρίες τεχνολογίας και έκανε ταυτοχρόνως και δεύτερη δουλειά του ποδαριού για να πληρώνει το τσουχτερό καλιφορνέζικο νοίκι για τα επόμενα 8 χρόνια, το 1977 ίδρυσε την εταιρία που θα γινόταν κολοσσός. Τα υπόλοιπα έχουν απαθανατιστεί στη λίστα του Forbes τις τελευταίες δεκαετίες, όπου παίζει σταθερά στην πρώτη δεκάδα των πλουσιότερων ανθρώπων…
Πριν τον αποκαλέσουν «πατέρα της σύγχρονης επενδυτικής» και μετατραπεί στον δεύτερο πλουσιότερο επενδυτή, πίσω μόνο από τον Γουόρεν Μπάφετ, ο 24ος πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, σύμφωνα με τη φετινή λίστα του Forbes, πουλούσε εφημερίδες στον δρόμο.
Ο Σέλντον Άντελσον των 34,9 δισ. δολαρίων ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, ως γιος ενός μετανάστη ταξιτζή στο Ντόρτσεστερ της Μασαχουσέτης. Στα 12 του υποχρεώθηκε να βγει στη βιοπάλη, διαλαλώντας την πραμάτεια του στις γωνιές της πόλης. Ούτε κρεβάτι να κοιμηθεί δεν είχε στο σπίτι, κι έτσι πλάγιαζε στο πάτωμα.
Καταπιάστηκε με πολλά είναι η αλήθεια στη ζωή του και ίδρυσε τη μία εταιρία πίσω από την άλλη, για να τις δει όλες να καταρρέουν. Αφού παράτησε και το πανεπιστήμιο, άρχισε να ασχολείται με εμπορικές εκθέσεις. Πάνω που συνάντησε την οικονομική επιτυχία, ήρθε η κρίση να του τα φάει όλα.
Κανένα πρόβλημα για τον Άντελσον, που έφτιαξε ξανά μια μικρή περιουσία. Η οποία γιγαντώθηκε όταν ασχολήθηκε όψιμα στη ζωή του με τα καζίνο, κατέχοντας πια τη μεγαλύτερη εταιρία καζίνο του κόσμου…
Ο 30ός πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο και απόλυτος κυρίαρχος του κλάδου της μόδας δεχόταν bullying στο σχολείο γιατί ήταν φτωχός! Σήμερα βέβαια έχει στα χέρια του τη μεγαλύτερη εταιρία μόδας, τον όμιλο PPR, και προσωπική περιουσία που αγγίζει τα 30,5 δισ. δολάρια.
Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές ίσως ιστορίες από τη φτώχεια στα πλούτη, ο Πινό παράτησε τελικά το σχολείο, καθώς τα πειράγματα των συμμαθητών του του στοίχιζαν ακριβά. Τώρα πήγαινε καθημερινά στο ξυλουργείο του μπαμπά, το οποίο άρχισε να ασχολείται σταδιακά και με την ξυλεμπορία.
Ο μικρός άρχισε να τζογάρει στις επιχειρήσεις, αγοράζοντας φτηνά εταιρίες και πουλώντας τες ακριβά. «Αδίστακτο» τον έλεγαν τώρα και «αρπακτικό», μέχρι να φτιάξει τουλάχιστον τον όμιλό του που έχει σήμερα φίρμες-ορόσημα, όπως τις Gucci, Yves Saint Laurent, Stella McCartney, Alexander McQueen κ.ά.
Εργάτης σε εργοστάσιο ήταν κάποτε ο 50ός πλουσιότερος άνθρωπος του πλανήτη, βγάζοντας ψίχουλα. Το πώς έφτασε να έχει περιουσία 23,3 δισ. δολαρίων, αυτό είναι μια ανεπανάληπτη ιστορία επιτυχίας. Ο ιδιοκτήτης της παντοδύναμης Luxottica, του μεγαλύτερου κατασκευαστή φακών και γυαλιών παγκοσμίως (Ray-Ban, Oakley κ.ά.), ξεκίνησε τη ζωή του ως φτωχοδιάβολος.
Ορφανός από πατέρα, η χήρα μάνα δεν μπορούσε καν να τον ταΐσει, καθώς είχε πέντε στόματα να θρέψει. Ο μικρός Ιταλός βγήκε από παιδί στη βιοπάλη και στα 14 του ήταν άλλος ένας εργάτης σε φάμπρικα καλουπιών. Αφού έχασε και ένα δάχτυλο από τη μηχανή, αποφάσισε πως ήταν ώρα να πάει γι’ άλλα.
Στα 23 του λοιπόν ανοίγει το δικό του εργαστήριο, Luxottica το λέει, και 6 δεκαετίες αργότερα η προσπάθειά του είναι σωστός γίγαντας. Το 2018 έκλεισε με τζίρο 6,8 δισ. δολαρίων και 6.000 καταστήματα διεθνώς…
Στη θέση 107 των πλουσιότερων ανθρώπων της χρονιάς συναντάμε τον ρώσο κροίσο, άλλο ένα ορφανό που ξεκίνησε από το μηδέν και πέταξε ψηλά. Ως τα 12,3 δισ. δολάρια συγκεκριμένα! Χάνοντας και τους δύο γονείς ως τα 4 του, μεγάλωσε σε συγγενείς και ορφανοτροφεία στις παγωμένες στέπες της βόρειας Ρωσίας.
Και έκανε τα πάντα, από βοηθός σε συνεργείο της Μόσχας μέχρι και μικροπωλητής στον δρόμο. Ακόμα και πλαστικά παπάκια για το μπάνιο πουλούσε παράνομα από το διαμέρισμά του, πριν γίνει καθωσπρέπει πλασιέ σε μια εταιρία. Μόνο το 1988 με την Περεστρόικα μπόρεσε να κάνει νόμιμη τη δουλειά με τις κούκλες που κατασκεύαζε με την τότε γυναίκα του και να πιάσει την καλή.
Έκτοτε η πορεία του ήταν σταθερά ανοδική, φτάνοντας να έχει συμμετοχές στα πάντα, από πετρελαϊκούς ομίλους μέχρι και χοιροστάσια. Για να συμβούν αυτά, έφτιαξε και ρευστοποίησε πάνω από 20 εταιρίες στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ακόμα και την τεχνική σχολή παράτησε για να τα δώσει όλα στις επιχειρήσεις…
Πριν γίνει ο «μαχαραγιάς του χάλυβα» και φτάσει στην 91η για φέτος θέση της λίστας του Forbes με περιουσία 10,5 δισ. δολάρια, ο φτωχοδιάβολος της Ινδίας έφτιαξε τη μεγαλύτερη χαλυβουργία του κόσμου εκεί που οι άλλοι έβλεπαν σμπαράλια. Ο κροίσος του χάλυβα γεννήθηκε σε χωριουδάκι της Ινδίας στο Ρατζαστάν που ούτε ρεύμα δεν είχε.
Είχε όμως ατσάλι, το οποίο δούλευαν στο σιδηρουργείο του πατέρα του και το μικρό χυτήριο αργότερα, πριν μετακομίσει η φαμίλια στην Καλκούτα. Ο μικρός είχε κολλήσει με το ατσάλι και με αυτό είχε βαλθεί να ασχοληθεί, παρά το γεγονός ότι οι αγορές θεωρούσαν τότε τον χάλυβα χαμένη υπόθεση.
Κάποια στιγμή άρχισε και τις ιστορίες με τις επιθετικές εξαγορές των μικρότερων και προβληματικών χυτηρίων και ξεπήδησε σωστός μεγιστάνας, μεταμορφώνοντάς τες σε απόλυτες μηχανές χρήματος. Πριν το 2008 μάλιστα είχε σκαρφαλώσει ακόμα και στην 3η θέση του Forbes, πίσω μόνο από τον Μπιλ Γκέιτς και τον Γουόρεν Μπάφετ!
Όταν τον ρώτησε το ραδιόφωνο του BBC γιατί έχουν ξεπηδήσει τόσοι πετυχημένοι επιχειρηματίες από το Ρατζαστάν, ο κροίσος απάντησε ξερά «γιατί δεν είχαμε ποτέ και τίποτα στα χέρια μας»…
Με περιουσία 3 δισ. δολαρίων, ο νοτιοκορεάτης μετανάστης στον Νέο Κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί με τα μεγαθήρια της λίστας. Δεν χρειάζεται όμως, καθώς η πορεία του ήταν αρκετά ανέλπιστη από μόνη της. Φτωχός και χωρίς προοπτικές στη χώρα του, κατέφτασε στα 26 του με τη γυναίκα του Γιν Σουκ στο Λος Άντζελες, χωρίς μία στην τσέπη.
Ούτε αγγλικά δεν μιλούσαν. Κι έτσι έπιασε δουλειά ως επιστάτης, υπάλληλος σε βενζινάδικο μετά και σερβιτόρος σε καφετέρια. Κάποια στιγμή άνοιξε ένα μαγαζάκι με ρούχα σε μια τρύπα της Πόλης των Αγγέλων, καθώς όπως δήλωσε αργότερα «είδα ότι οι άνθρωποι που οδηγούσαν τα καλύτερα αυτοκίνητα ήταν όλοι από τον χώρο της ένδυσης».
Αποτέλεσμα; Η Fashion 21 να αποκτήσει 800 καταστήματα και παρουσία σε 57 χώρες! Μέχρι τον φετινό Ιούλιο είχε μάλιστα περιουσία πάνω από 6 δισ., έχασε όμως τα μισά μετά το τραγικό καλοκαίρι που πέρασε και την τεράστια πτώση στις πωλήσεις.
Πλέον είναι στη θέση 745 των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου. Καθόλου άσχημα για έναν πάμφτωχο μετανάστη με απολυτήριο Γυμνασίου που έφτασε ρακένδυτος στις ΗΠΑ κυνηγώντας το αμερικανικό όνειρο…
Ο «βασιλιάς του καφέ» ξεκίνησε τη ζωή του από τις εργατικές πολυκατοικίες του Μπρούκλιν, ως γιος ενός φορτηγατζή που μόλις και μετά βίας μπορούσε να θρέψει τη φαμίλια του. Τις περισσότερες μέρες δεν είχαν ούτε ρεύμα στο σπίτι.
Ξέροντας ότι μπροστά του δεν ανοιγόταν καμία προοπτική, ο μικρός Χάουαρντ τα έδωσε όλα στον αθλητισμό, ώστε να εξασφαλίσει υποτροφία και να μπορέσει να σπουδάσει.
Και σπούδασε. Και έπιασε δουλειά στη Xerox. Και θα έπρεπε κανονικά να ήταν ευχαριστημένος. Και ήταν. Ώσπου σκόνταψε μια μέρα σε μια μικρή καφετέρια που λεγόταν… Starbucks. Του άρεσε τόσο ο καφές της που έπεισε τον ιδιοκτήτη να ανοίξει κι άλλα μαγαζάκια.
Και το 1987 παράτησε τη Xerox για να γίνει γενικός διευθυντής της μικρής αλυσίδας των 60 πλέον καταστημάτων. Όταν θα έφευγε από τα Starbucks το 2017, η φίρμα θα μετρούσε 16.000 καταστήματα στα πέρατα του κόσμου και εκείνος προσωπική περιουσία 4,4 δισ. δολαρίων. Το Forbes τον κατατάσσει στην 617η θέση των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου…
Από ιταλό μετανάστη πατέρα και ελληνίδα μετανάστρια μάνα, ο Ντε Τζόρια έχει σήμερα 3,1 δισ. δολάρια και μια δική του θέση στη λίστα του Forbes (No 916). Και τι πορεία διέγραψε! Με τους γονείς να χωρίζουν όταν ήταν μόλις 2 ετών, ξεκίνησε από τα 9 του να πουλά εφημερίδες και ευχετήριες κάρτες με τον αδερφό του, καθώς κάτι έπρεπε να φάνε.
Τελειώνοντας και τον στρατό, έγινε επιστάτης και μετά πλασιέ σε εγκυκλοπαίδειες. Τεράστια βελτίωση ήταν όταν έγινε ασφαλιστής. Μετά έπιασε δουλειά στη Redken με τα προϊόντα περιποίησης μαλλιών, τον έδιωξαν όμως κακήν κακώς γιατί δεν τράβαγε.
Τι έκανε ο Ντε Τζόρια; Έπιασε τον κομμωτή Paul Mitchell και του είπε να ανοίξουν μια δική τους εταιρία με σαμπουάν. Τα λεφτά θα τα έβαζε αυτός, όλα κι όλα… 700 δολάρια. Η John Paul Mitchell Systems δεν χρειάζεται σήμερα συστάσεις, καθώς είναι ένας από τους ηγέτες του κλάδου. Μετά έφτιαξε και την Patron Tequila με τα οινοπνευματώδη και έπιασε την καλή. Έχοντας εδώ τη βοήθεια του καλού του φίλου Κλιντ Ίστγουντ, που έκανε γνωστή την πανάκριβη μάρκα.
Οι εποχές που όργωνε το Λος Άντζελες κομμωτήριο το κομμωτήριο και κοιμόταν στο αμάξι για να βάλει τα σαμπουάν του στα καταστήματα είναι προφανώς πολύ μακριά…