Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ο «μαύρος χρυσός» της Ελλάδας ήταν η σταφίδα, που έως το 1880 κάλυπτε το 50% των εξαγωγών της χώρας μας. «Όταν ομιλώμεν περί της γεωργικής ημών παραγωγής, δεν λέγομεν άλλον τι παρά σταφίδα, και πάλιν σταφίδα, και πάλιν και αιωνίως σταφίδα». Αυτό έλεγε χαρακτηριστικά το 1880 ο Πατρινός πολιτικός και εκδότης της «Καρτερίας» Παναγιώτης Χαλικιόπουλος, εκφράζοντας με τον πιο μεστό τρόπο τη σημασία του συγκεκριμένου προϊόντος στην ελληνική οικονομία.
Το 1893 ξέσπασε μια μεγάλη οικονομική κρίση στη χώρα μας, που έπληξε σφόδρα τον αγροτικό κόσμο και έχει μείνει γνωστή ως το σταφιδικό ζήτημα ή πιο γλαφυρά ο πόλεμος της σταφίδας.
Οι ρίζες της κρίσης πάνε πολύ πίσω, στο 1871, όταν πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, που είχε προχωρήσει στην ανακατανομή 2,6 εκατομμυρίων στρεμμάτων γης σε 357.217 κλήρους. Έτσι δημιουργήθηκε ένα ευρύ πλέγμα από μικρούς ιδιοκτήτες γης και εμπόρους, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, παρήγαγαν και διακινούσαν σταφίδες στις ευρωπαϊκές χώρες, που απέδιδε μεγάλα κέρδη.
Η σταφίδα γίνεται έτσι το κύριο εξαγώγιμο προϊόν που ανοίγει θέσεις εργασίας και πλουτίζει κυρίως τη Βόρεια και Δυτική Πελοπόννησο, εκεί όπου γινόταν και η μεγαλύτερη παραγωγή της.
«Η σταφιδική κρίση ξέσπασε ως απόρροια της μονοκαλλιέργειας και της μονοεξαγωγής της σταφίδας σε συνάρτηση με τη γενική οικονομική δυσπραγία της χώρας και τις αντίξοες διεθνείς συγκυρίες» αναφέρει η Καίτη Αρώνη-Τσίχλη στο άρθρο της «Ο πόλεμος της σταφίδας» (περιοδικό «Μνήμων», Τεύχος 22, 2000). Η συντριπτική πλειοψηφία της σταφίδας που παραγόταν διοχετευόταν στη Μεγάλη Βρετανία, καθώς εκεί τη χρησιμοποιούσαν σε ξηρά μορφή για την παραγωγή γλυκών.
Η Γαλλία ήταν όμως η χώρα που συνέβαλε στην εκτόξευση των εξαγωγών εξαιτίας ενός συγκυριακού γεγονότος. Το 1878 τα αμπέλια της Γαλλίας προσβλήθηκαν από φυλλοξήρα, ασθένεια που προκαλούν τα ομώνυμα έντομα που επιτίθενται στα αμπέλια και τα καταστρέφουν. Η χώρα στράφηκε εναγωνίως στην εισαγωγή της ελληνικής σταφίδας για την οινοπαραγωγή της.
Οι Έλληνες παραγωγοί επένδυσαν στην παραγωγή της σταφίδας για να ικανοποιήσουν τη μεγάλη ζήτηση, αυξάνοντας την τιμή του προϊόντος και εξασφαλίζοντας παράλληλα μεγάλα κέρδη. Δεν είχαν όμως σκεφτεί ότι οι Γάλλοι θα φρόντιζαν να έλυναν το πρόβλημα που είχε προκύψει με τα αμπέλια τους και θα έμπαιναν ξανά στην παραγωγή. Αυτό και έγινε. «Η ανάκαμψη των γαλλικών αμπελώνων από την ασθένεια είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει απότομα η γαλλική αγορά, όσο απότομα είχε ανοίξει», αναφέρει η κ. Αρώνη-Τσίχλη.
Το 1892 η κρίση άρχισε να γίνεται ολοένα και περισσότερο απειλητική. Οι σταφίδες έμεναν αδιάθετες στις αποθήκες και ήταν αδύνατο να καταναλωθούν, η τιμή τους έπεσε στο μισό και οι παραγωγοί έβλεπαν την καταστροφή τους προ των πυλών.
Το 1893 η κυβέρνηση Τρικούπη, θέλοντας να αντισταθμίσει τις απώλειες, προτείνει για πρώτη φορά την ιδέα του παρακρατήματος. Ωστόσο, το παρακράτημα δεν εφαρμόστηκε μέχρι το 1895 με την κυβέρνηση Θεοτόκη. Μετά τη θεσμοθέτησή του ως νόμο του κράτους, επιβλήθηκε παρακράτημα 15% επί της εξαγώγιμης σταφίδας, αναφέρει στο βιβλίο του «Το σταφιδικό ζήτημα: το χρονικό της κρίσης και οι συνέπειές της» ο Διονύσης Τραμπαδώρος.
Κάθε παραγωγός έπρεπε να παραδώσει στις κρατικές αποθήκες το 15% της ποσότητας που θα εξήγαγε. Το κράτος πουλούσε αυτό το απόθεμα σε οινεμπόρους, που μόνο με τη μορφή οινοπνεύματος μπορούσαν να το εξάγουν. Τα έσοδα που συγκεντρώνονταν μ’ αυτό τον τρόπο δεν πήγαιναν στα κρατικά ταμεία, αλλά σε έναν ειδικό λογαριασμό με σκοπό την ίδρυση αγροτικής τράπεζας για την ενίσχυση των σταφιδοπαραγωγών. Αρχικά οι τιμές συγκρατήθηκαν, για να κατρακυλήσουν όμως τρία χρόνια αργότερα, γιατί αφενός ο νόμος δεν εφαρμόστηκε σωστά και αφετέρου ένα μέρος του παρακρατήματος εξαγόταν παράνομα.
Τα κτήματά των αγροτών άρχισαν να βγαίνουν σε πλειστηριασμό και οι ίδιοι είχαν φτάσει στο όριο της απόλυτης φτώχειας. Ο αγροτικός κόσμος της βορειοδυτικής Πελοποννήσου ήρθε αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή απελπισία. Κάποιοι εξ αυτών είδαν ως μοναδική λύση τη μετακίνησή τους στα αστικά κέντρα, μία κίνηση βέβαια που δεν έδωσε λύση στα χρέη που είχαν συσσωρευτεί. Όσοι έμειναν είχαν έναν δρόμο: τη σύγκρουση.
«Τέτοιου είδους ξεσπάσματα των αγροτικών στρωμάτων και μάλιστα με πολύ βίαιο τρόπο εκδηλώνονται στην Ελλάδα αμέσως μετά την ανεξαρτησία και συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνος. Γαλουχημένη μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο συμπεριφορών και αντιδράσεων και πεζόμενη από τη σταφιδική κρίση, η συλλογική συνείδηση οδηγείται σε διαμαρτυρίες και επιθετικές ενέργειες υπό μορφή βίαιων εκδηλώσεων, που, όμως, υποδηλώνουν παραδοσιακές πρακτικές ανυπακοής προς την κεντρική εξουσία και λαμβάνουν χώρα κυρίως στην ύπαιθρο» αναφέρει η κ. Αρώνη-Τσίχλη.
Η κατάσταση γίνεται έκρυθμη και ξεκινούν κινητοποιήσεις που γρήγορα θα πάρουν τη μορφή εξέγερσης. Χωρικοί επιτίθενται σε φοροεισπράκτορες καθώς δεν έχουν να πληρώσουν τους φόρους τους, σε δικαστικούς κλητήρες ή αστυφύλακες που στόχο έχουν την εκδίωξή τους. Δημιουργούνται γεωργικοί και εμπορικοί σύλλογοι οι οποίοι οργανώνουν μεγάλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις, παλλαϊκά συλλαλητήρια, με ψηφίσματα και αναφορές προς την κυβέρνηση, τη Βουλή και τον βασιλιά, που περιέχουν τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις των αγροτών, με κυριότερο την αναστολή των εισπράξεων και των φόρων.
Από την εφημερίδα Ακρόπολη στο φύλλο της 3ης Ιανουαρίου 1895 διαβάζουμε: «Εν Πύργο και εν Ηλεία εν γένει εκηρύχθει δικαιοστασίαν. Ουδεμία απόφασις δικαστική εκτελείται, δικαστικός δέ κλήτηρ δεν τολμά να εξέλθη προς εκτέλεσιν ουδέ εαν συνοδεύεται με τάγμα ολόκληρου χωροφυλάκων».
Οι βουλευτικές εκλογές του 1899 γίνονται σε ένα κλίμα δυσπραγίας και δυσπιστίας. Ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης βάζει προτεραιότητα το σταφιδικό ζήτημα και καταθέτει στη Βουλή το νέο νομοσχέδιο, το οποίο οδήγησε στην ίδρυση της Σταφιδικής Τραπέζης τον Ιούνιο του 1899. Σκοπός της ήταν να παράσχει χαμηλότοκα δάνεια στους παραγωγούς και να διαχειρίζεται το παρακράτημα, αλλά και την ποσότητα της παραγόμενης σταφίδας, με μετόχους όλους τους σταφιδοκτηματίες. Όμως ούτε και αυτό το μέτρο απέδωσε καρπούς, καθώς οι σταφιδοπαραγωγοί συνέχισαν να υποφέρουν από έλλειψη κεφαλαίων και πόρων. Οι σοδειές παρέμεναν απούλητες και το οικονομικό αδιέξοδο δεν μπορούσε να αρθεί.
Το σταφιδικό ζήτημα χάνει την οξύτητά του στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα σύμφωνα με τη μελέτη της κ. Αρώνη – Τσίχλη. Ο σημαντικότερος λόγος είναι η μετανάστευση στην Αμερική και η αστυφιλία. «Την ίδια περίοδο σηματοδοτείται η αρχή μιας νέας εποχής για τη χώρα» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Οι κλυδωνισμοί που είχε προκαλέσει η σταφιδική κρίση έγιναν σταδιακά αισθητοί με την εμφάνιση νέων μορφών οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικών ανακατατάξεων» προσθέτει.