Ο Απόστολος Θωμάς, ήταν ο μοναδικός μαθητής του Χριστού, που δεν τον είδε μετά την Ανάσταση. Κάτι που αποτέλεσε και σημαντικό παράγοντα στον μετέπειτα χαρακτηρισμό του ως «άπιστο». Ήταν οι υπόλοιποι Απόστολοι που του διηγήθηκαν τα γεγονότα με την Ανάσταση του Κυρίου τους, τα οποία δεν μπορούσε να πιστέψει αν δεν έβλεπε με τα μάτια του και δεν έπιανε με τα χέρια του τις πληγές του Ιησού από τα καρφιά του σταυρού στα χέρια του και το δόρυ του Ρωμαίου στρατιώτη στο πλευρό του.
Αν και άφησε χωρίς δεύτερη σκέψη το επάγγελμα του ψαρά και την ζωή του προκειμένου να τον ακολουθήσει και ήταν ένας από τους πιο τολμηρούς και ένθερμους υποστηρικτές του Ιησού, με τον ίδιο, όπως αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, να προτρέπει τόσο τον Δάσκαλό του να επιστρέψει στην Ιουδαία, όσο και τους μαθητές του να τον ακολουθήσουν και να πεθάνουν μαζί του –οι υπόλοιποι μαθητές του Ιησού προσπαθούσαν να τον πείσουν να μην κάνει κάτι τέτοιο γιατί θα κινδύνευε η ζωή του–, η συγκεκριμένη στάση μετά την Ανάσταση του Χριστού, θα έλεγε κανείς ότι δεν ήταν και η αναμενόμενη.
Οκτώ μέρες, λοιπόν, μετά την Ανάσταση ο Χριστός εμφανίστηκε και πάλι μπροστά στους μαθητές του, προτρέποντας τον Θωμά να πιάσει με τα χέρια του τις πληγές του, εφόσον μόνο έτσι θα πειθόταν. Με σκυμμένο κεφάλι ο Θωμάς αποκρίθηκε ταπεινά «Εσύ είσαι ο Κύριος και ο Θεός μου», και ο Χριστός από την πλευρά του του απάντησε «Επειδή με είδες και πίστεψες; Μακάριοι όσοι πιστέψουν, χωρίς να με δουν».
Οι φιλανθρωπίες και οι δωρεές αμέτρητου χρυστού από τον Απόστολο
Μετά την Ανάσταση του Χριστού ο Απόστολος Θωμάς ήταν ο μαθητής που ανέλαβε να διαδώσει το λόγο του Κυρίου στα βάθη της Ασίας, στην Περσία και την Ινδία. Έτσι, ως υπηρέτης –παρουσιάστηκε ως ικανός χτίστης– πια του Ινδού Αμβανή απεσταλμένου στα Ιεροσόλυμα του βασιλιά Γουνδιαφόρου προς αναζήτησε ενός ικανότατου χτίστη για την δημιουργία ενός υπέρλαμπρου παλατιού, ξεκίνησε το ταξίδι του για την Ινδία.
Κατά την διάρκεια του ταξιδιού ο Απόστολος δεν έχασε καμία ευκαιρία, ξεκινώντας την προσπάθεια προσηλυτισμού και διάδοσης του λόγου του Κυρίου του στους ανθρώπους που συναντούσε στα διάφορα μέρη απ’ όπου περνούσανε.
Φτάνοντας στην Ινδία παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά Γουνδιαφόρο, ο οποίος τον ρώτησε αν μπορεί να αναλάβει το έργο και να χτίσει ένα εντυπωσιακό ανάκτορο. Ο Θωμάς, φυσικά, και απάντησε θετικά και ο βασιλιάς του άφησε εν λευκώ την εκπόνηση του έργου, η διάρκεια του οποίου είχε οριστεί για τρία χρόνια. Ο ίδιος, μάλιστα, κατά την διάρκεια της κατασκευής του παλατιού θα έφευγε από την χώρα, δεν θα επέβλεπε καθόλου τα έργα, ενώ θα άφηνε εντολές να παρέχουν στον χτίστη, όσο χρυσάφι χρειαζόταν προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατασκευή.
Ο Θωμάς, ωστόσο, δεν ξεκίνησε ποτέ την δημιουργία του παλατιού. Αντ’ αυτού, δώρισε όλο το χρυσάφι που του παρείχε ο βασιλιάς στους φτωχούς της Ινδίας, ενώ συνέχισε να κηρύττει τον λόγο του Κυρίου στους ειδωλολάτρες και να βαπτίζει εκατοντάδες από αυτούς Χριστιανούς. Εν τω μεταξύ, ο ανυποψίαστος βασιλιάς δεν έβλεπε την ώρα να δει από κοντά το καινούριο και υπέρλαμπρο παλάτι του.
Όταν ο τελευταίας ενημερώθηκε για το γεγονός ότι κανένα παλάτι δεν είχε ανεγερθεί από τον Απόστολο, τον φυλάκισε εξοργισμένος σε ένα σκοτεινό λάκκο, παρόλο που ο Θωμάς συνέχισε να τον διαβεβαιώνει ότι θα ολοκλήρωνε το έργο του. Όχι, όμως, για κάποιο επίγειο παλάτι, αλλά για ένα παλάτι στον ουρανό, μια θέση στο οποίο του είχε ήδη εξασφαλίσει με τις φιλανθρωπίες που έπραττε με το χρυσάφι του.
Σε καμία περίπτωση ο βασιλιάς, που ήταν και ειδωλολάτρης, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτά που του έλεγε ο Απόστολος. Όπως αναφέρεται στην παράδοση, τον άφησε τελικά ελεύθερο μετά από παρέμβαση του πνεύματος του νεκρού αδερφού του, το οποίο τον διαβεβαίωσε ότι όντως υπήρχε μια θέση γι’ αυτόν στον ουρανό.
Έτσι ο Θωμάς βάπτισε και τον ίδιο τον βασιλιά Γουνδιαφόρο αλλά και τους άρχοντές του, ενώ δεν ήταν και λίγος ο λαός που μιμούνταν τα βήματά τους, προσερχόμενοι κι αυτοί στην πίστη και την Χριστιανοσύνη.
Η συνέχεια του έργου του και το μαρτυρικό του τέλος
Βάζοντας πλώρη για άλλη πόλη της Ινδίας, ο Απόστολος ήρθε αντιμέτωπος με βάρβαρους ειδωλολάτρες, βαθιά ασεβείς. Με αρκετή υπομονή κατάφερε να τους βαπτίσει Χριστιανούς, ενώ δεν ήταν και λίγες οι φορές που άρχισαν να του αποδίδουν τιμές και να εκδηλώνουν την ευγνωμοσύνη τους. Ανάμεσα σε αυτούς που βάπτισε η Μιγδονία, γυναίκα του βασιλιά Μισδίου, και η Τερτιανή, γυναίκα του άρχοντα Χαρασίου, οι οποίες, μάλιστα, αποφάσισαν να ακολουθήσουν έναν ασκητικό τρόπο ζωής, ακόμη και μέσα στο παλάτι.
Τόσο ο βασιλιάς, όσο και ο άρχοντας εξαγριώθηκαν με τον Θωμά, ο οποίος σύμφωνα με αυτούς, προέτρεπε στις γυναίκες τους να απομακρυνθούν από τους άντρες τους, και έτσι διέταξαν (και πάλι) τη φυλάκισή του.
Εκεί στο σκοτεινό κελί του, και αφού το άνοιξε ο ίδιος με προσευχή, τον επισκέφθηκαν αρκετοί πιστοί για να του συμπαρασταθούν, αλλά και για να στηρίξει ο ίδιος την πίστη τους. Κατά την διάρκεια της νύχτας ο Θωμάς βάπτισε, επίσης, τον γιο και την κόρη του βασιλιά Μισδίου, Ουαζάνη και Τέρτια. Μέχρι την ώρα που ήρθε ο βασιλιάς για να ελέγξει ότι ο «μάγος», όπως τον αποκαλούσαν, βρισκόταν στη θέση του, είχαν φύγει όλοι από γύρω του γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δεν θα τον ξαναδούν, καθώς ο βασιλιάς θα διέταζε τον θάνατό του –όπως και έπραξε.
Για να αποφύγει τον ξεσηκωμό των νεοβάπτιστων Χριστιανών –ο Απόστολος είχε καταφέρει να γίνει ιδιαιτέρως αγαπητός στους κατοίκους της πόλης– ο βασιλιάς διέταξε στους στρατιώτες του να μεταφέρουν το Θωμά μακριά από την πόλη και να τον εκτελέσουν εκεί.
Ο Απόστολος Θωμάς βρήκε φρικτό θάνατο στην πόλη Μαλιαπούρ, γνωστή και ως Άγιος Θωμάς, στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου της Ινδίας, όταν τέσσερις λόγχες διαπέρασαν το κορμί του. Ο θάνατός του τοποθετείται περίπου στο 72 μ.Χ., ενώ η μνήμη του γιορτάζεται από την ορθόδοξη εκκλησία στις 6 Οκτωβρίου.