Δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις αθλητών που έχουν απασχολήσει τα φώτα της δημοσιότητας ή τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για κάτι άλλο από τις επιδόσεις τους εντός γηπέδων είτε για την ερωτική τους ζωή.
Συνήθως οι πιο πικάντικες ιστορίες που έχουν βγει στα «μανταλάκια» αφορούν έρωτες ή εξωσυζυγικά παραστρατήματα. Δύσκολα να έχουμε μάθει ή να έχουμε διαβάσει για την εμπλοκή αθλητών, με ενεργό ρόλο, σε συμμορίες ή σπείρες βαριάς εγκληματικότητας.
Το όνομα της εντυπωσιακής (1,92 γαρ) μπασκετμπολίστριας από τη Σερβία, Ολιβέρα Τσίρκοβιτς, είχε απασχολήσει τα αθλητικά δρώμενα της χώρας κυρίως τη δεκαετία του 90 καθώς είχε κάνει πέρασμα από πολλές σημαντικές ομάδες της Ελλάδας, όπως ο Παναθηναϊκός.
Η «Όλια» όπως ήταν γνωστή στους κύκλους της δεν έμελλε να μείνει μόνο μέσα στα μπασκετικά παρκέ. Έκανε ένα άλμα στην «καριέρα» της αλλά δεν κατέληξε σε κάποιο ριμπάουντ. Μεταπήδησε από τα παρκέ στις «τρίποντες βόμβες» των κοσμημάτων καθώς συμμετείχε (με τον τρόπο της) σε ληστείες μεγαλύτερων κοσμηματοπωλείων και μεγάλων καταστημάτων με πανάκριβα επώνυμα προϊόντα, βάζοντας το δικό της λιθαράκι σε σωρεία ληστειών που προκάλεσαν πονοκέφαλο στις Αρχές.
Η «Όλια» σάρωνε στα γήπεδα αλλά η γνωριμία που είχε με έναν 36χρονο Σέρβο αποδείχθηκε πολύ σημαντικότερη από όποια σχέδια μπορεί να είχε για να προχωρήσει περαιτέρω στο άθλημα το οποίο την έκανε γνωστή.
Η ίδια η Τσίρκοβιτς μέσα από το βιβλίο που έγραψε «Εγώ, η ροζ πάνθηρας» εξιστορεί μέρος της ιστορίας η οποία έχει πολλά στοιχεία από ταινία και συγκεκριμένα από «Μπόνι και Κλάιντ».
Η ιστορία της ξεκίνησε το 1992 όταν έκανε το ταξίδι από την πολύπαθη τότε Γιουγκοσλαβία για την Ελλάδα. Τη χώρα που πάντα ήθελε να ζήσει. Ήδη είχε μία καλή καριέρα σε επαγγελματικό επίπεδο όταν έφτασε στην Αθήνα. Της άρεσε η ζωή στην μητρόπολη και οι άνθρωποι επίσης. Όταν γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της κατάλαβε ότι θα τον ακολουθούσε ό,τι και αν γινόταν. Ακόμα και αν αυτό της στερούσε την ελευθερία της.
Όταν έμεινε έγκυος η Τσίρκοβιτς επέστρεψε στο Βελιγράδι. Από εκεί και μέσω του άντρα της ήρθε σε επαφή με μία συμμορία η οποία είχε πλοκάμια και στην Ελλάδα και στην Σερβία.
«Μέσω του άνδρα μου είχα καθημερινή επαφή με μια ομάδα που έφερνε κλοπιμαία από το εξωτερικό, κοσμήματα αλλά και επώνυμα ρούχα», γράφει. Κάποια στιγμή, της πρότειναν να συνεργαστούν. Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει, της είπαν, είναι να πουλάει ό,τι της έδιναν. Εκείνη δέχθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη, ένιωθε πως δεν έπαιρνε κάποιο ρίσκο, ήταν εύκολα χρήματα και δεν την απασχολούσε η προέλευση των προϊόντων.
Η επαφή της στην Ελλάδα ήταν ένας Σέρβος ονόματι Ντράγκαν ο οποίος την εντυπωσίασε. Και αποφάσισε να ταξιδέψει στη χώρα μας ξανά ώστε να τον γνωρίσει. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος.
Η σπείρα με τα διεθνή πλοκάμια ρήμαζε πολυκαταστήματα και καταστήματα επώνυμων προϊόντων και έστελνε τα κλοπιμαία στη Σερβία όπου από εκεί διοχετεύονταν στην αγορά. Για πολλά χρόνια η δράση της σπείρας είχε γίνει μεγάλος πονοκέφαλος για την ΕΛ.ΑΣ.
«Πράγματι είχε καταπληκτικής ποιότητας πράγματα. Τα αγόρασα όλα ελπίζοντας πως θα είχα αποκλειστική συνεργασία μαζί του», αναφέρει η Τσίρκοβιτς μεταξύ άλλων στο βιβλίο της. Και πράγματι για τους επόμενους οκτώ μήνες ο Ντράγκαν και οι συνεργοί του έκλεβαν στην Αθήνα, φυγάδευαν τα κλοπιμαία στη Σερβία και η Ολιβέρα τα πωλούσε. Είχε γίνει πλέον μέλος της συμμορίας «Ροζ Πάνθηρες».
Ο Ντράγκαν συνελήφθη αλλά η Ολιβέρα Τσίρκοβιτς εξακολουθούσε να κρατά επαφή μαζί του ακόμα και μέσα από τον Κορυδαλλό. Το Νοέμβριο του 2005 εκείνος αποφυλακίστηκε. Τότε αποφάσισαν να περάσουν στο επόμενο στάδιο των Ροζ Πανθήρων. Τις ληστείες στα κοσμηματοπωλεία.
Η εγκληματική οργάνωση των Ροζ Πανθήρων, ήταν «παρακλάδι» της θρυλικής διεθνούς σπείρας ληστών κοσμημάτων. Οι δράστες εισέβαλλαν σε κοσμηματοπωλεία σε τουριστικά θέρετρα και έφευγαν με χρυσαφικά και ρολόγια αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι από τρεις ληστείες κοσμηματοπωλείων σε Ρόδο, Κω και Σαντορίνη αποκόμισαν λεία της τάξης των 3.500.000 ευρώ. Συνολικά οι έρευνες των αστυνομικών έδειξαν ότι είχαν συμμετάσχει σε 116 ληστείες ή κλοπές, ενώ στο στόχαστρό τους μπήκαν και επώνυμα καταστήματα, όπως αυτό της «βασίλισσας των χαλιών» Δέσποινας Μοιραράκη.
Η Τσίρκοβιτς και ο Σέρβος συνεργός της βρέθηκαν, το καλοκαίρι του 2005 σε ένα ξενοδοχείο στην Κρήτη. Παριστάνοντας τη σύζυγο ενός επιχειρηματία, είχε μπει στο κατάστημα, είχε εντοπίσει τα ακριβά κοσμήματα αλλά και τα συστήματα ασφαλείας. Στο βιβλίο περιγράφει πως μαζί με τον Ντράγκαν είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο ώστε να μπορέσει όλη η ομάδα να διαφύγει: Θα συναντιούνταν σε έναν επαρχιακό δρόμο με εκείνους που θα έκαναν την κλοπή, θα έπαιρναν τα κοσμήματα και θα τα έκρυβαν εκείνοι σε ένα από τα αυτοκίνητα που είχαν νοικιάσει. Όλα κυλούσαν ρολόι εκείνο το βράδυ μέχρι που σε ένα μπλόκο της αστυνομίας ο Ντράγκαν και η Ολιβέρα εντοπίστηκαν, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή.
Στον Κορυδαλλό η Τσίρκοβιτς προσπάθησε να βρει μία συγκεκριμένη καθημερινότητα καθώς την είχαν ενημερώσει ότι οι ποινές στην Ελλάδα, ακόμα και αυτές των ισοβίων, δεν εκτίονται πραγματικά. Στα δικαστήρια που ακολούθησαν κράτησε τον όρκο τιμής της συμμορίας και δεν κατέδωσε κανέναν.
Όταν αποφυλακίστηκε επέστρεψε στη βάση της στο Βελιγράδι αλλά δεν κατάφερε να μείνει για πολύ μακριά από τους «Ροζ Πάνθηρες». Η ίδια περιγράφει μια τυπική «επιχείρηση» από τις πολλές που έκανε εκείνο το διάστημα: «Κάθε φορά έπαιρναν μέρος διαφορετικά μέλη που μπορεί να μη γνωριζόμασταν καν μεταξύ μας. Μετακομίζαμε όλοι μαζί σε ένα διαμέρισμα και οργανώναμε τη ληστεία με κάθε λεπτομέρεια. Με το που τελειώναμε, επιστρέφαμε στις κανονικές μας ζωές».
Η ίδια δεν συμμετείχε ποτέ στις εισβολές στα καταστήματα, έπαιζε όμως τον δικό της καθοριστικότατο ρόλο στην επιτυχία του σχεδίου των επικίνδυνων ληστών.
Λόγω της εντυπωσιακής της εμφάνισης έδινε το «παρών» στις επιχειρήσεις που είχαν αποτελέσει στόχο για τους κακοποιούς και υποκρινόμενη την ευκατάστατη πελάτισσα, σύζυγο μεγαλοεπιχειρηματία, ζητούσε να δει τις ακριβότερες συλλογές κοσμημάτων. Η «αμαζόνα» της συμμορίας ήταν πλέον σημαντικό μέλος της όλης οργάνωσης.
Ήταν Νοέμβριος του 2011 όταν τα πρώτα μέλη της συμμορίας συνελήφθησαν, στην προσπάθειά τους να ληστέψουν κοσμηματοπωλείο στην Ηλιούπολη. Υπήρχαν όμως αρκετά μέλη της συμμορίας ακόμα που δεν είχαν πέσει στα χέρια των αρχών. Και οι ληστείες θα συνεχίζονταν για λίγο ακόμα. Ακόμα τρία μέλη έπεσαν στα δίχτυα της Αστυνομίας μερικούς μήνες αργότερα, συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 2012 στην περιοχή της Καλλιθέας. Μία από τους συλληφθέντες ήταν και η εντυπωσιακή πρώην μπασκετμπολίστρια.
Σε όλη αυτή την πορεία το ζευγάρι Ολιβέρα-Ντράγκαν ήταν αχώριστο. Όπως η Μπόνι και ο Κλάιντ.
Η «Όλια» ξαναμπαίνει στις φυλακές Κορυδαλλού αλλά δεν ήταν αποφασισμένη να περάσει πολύ καιρό πίσω από τα κάγκελα. Άρχισε άμεσα να επεξεργάζεται το πλάνο της «μεγάλης εξόδου» της.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο της κατάφερε να πείσει για το ταλέντο της μία συγκρατούμενή της και να αποκτήσει την εύνοια της αρχιφυλάκου των φυλακών. Το σχέδιο της απόδρασης περιελάμβανε και μέλη της σπείρας εκτός φυλακής.
η Ολιβέρα περνάει πολλές ώρες σε χώρους δίπλα από την έξοδο της φυλακής. Ειδοποίησε μέλη της σπείρας να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα κοντά στο σωφρονιστικό κατάστημα. Λόγω της συμπάθειας που κέρδισε από την αρχιφύλακα κατάφερε να πάρει άδεια ώστε να προμηθευτεί μπογιές και πινέλα για την ζωγραφική της.
Για εβδομάδες, οι συνεργοί έκαναν καθημερινά βόλτα έξω από τη φυλακή τρώγοντας παγωτό για να μην τραβήξουν την προσοχή.
Ένα μεσημέρι που η Ολιβέρα βρισκόταν κοντά στην έξοδο με μία μόνο φύλακα τους έδωσε σήμα από ένα κινητό που είχε βάλει μέσα λαθραία. Όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας της κεντρικής πύλης των φυλακών, άνοιξε την πόρτα, με αποτέλεσμα να βρεθεί μπροστά σε άγνωστο άνδρα, ο οποίος με την απειλή όπλου την ακινητοποίησε, άρπαξε την κρατούμενη, επιβιβάστηκαν σε μοτοσικλέτα και εξαφανίστηκαν.
Καταζητούμενη ξανά κατάφερε να μείνει εκτός φυλακής για μερικούς μήνες. Τον Οκτώβριο του 2012 φέρεται να συμμετείχε σε ληστεία σε κοσμηματοπωλείο στα νότια προάστια. Μία ημέρα μετά εντοπίζεται, συλλαμβάνεται και οδηγείται ξανά στη φυλακή.