Είχε πει κάποτε ο σπουδαίος Αμερικανός αρθρογράφος, George Nathan (1882-1958), πως το σημάδι ενός καλού κωμικού ηθοποιού είναι αν γελάς μαζί του, προτού ανοίξει το στόμα του. Και σίγουρα στην κατηγορία αυτή των κωμικών ηθοποιών υπήρξε ο Χρόνης Εξαρχάκος. Αν κι έχει χαρίσει ατάκες που έχουν μείνει στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, πολλές φορές δεν χρειαζόταν καν να εκστομίσει κάποια από αυτές για να γελάσει το κοινό. Μία γκριμάτσα του, μία κίνηση του, ακόμη και αυτό το βλέμμα του ήταν αρκετά για να σκορπίσουν το γέλιο στους θεατές.
Ωστόσο, πίσω από τον σπουδαίο αυτό κωμικό, κρυβόταν καλά η δική του στενάχωρη οικογενειακή ιστορία. Ο Πολυχρόνης Έξαρχος (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1932 στην Ερμούπολη της Σύρου μέσα σε μία φτωχή νησιώτικη οικογένεια. Μεγάλωσε στην Αθήνα, στην Πλάκα, ενώ τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα. Από παιδί, κιόλας, έπρεπε να φροντίζει την ανάπηρη μητέρα του.
Μάνα και γιος ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη σχέση, που έμελλε να καθοδηγήσει και την ενήλικη ζωή του. Ο Χρόνης είχε μεγάλη αδυναμία στη μητέρα του, ήταν ιδιαίτερα δεμένος μαζί της, ενώ δεν έφυγε ποτέ από κοντά της. Ακόμη και όταν ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή του (με αρκετή καθυστέρηση), όταν εκείνος είχε περάσει τα 30 του χρόνια και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη, ο γιος έμεινε εκεί δίπλα της.
Οι παροιμιώδεις κυκλοθυμίες του
Τα θεατρικά κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν, όπως και τα πειράγματα φίλων και συνεργατών του Εξαρχάκου, οι οποίοι τον πείραζαν λέγοντας ότι ο Χρόνης φοβόταν τη μητέρα του, όσο τίποτε άλλο. Οι «κακές γλώσσες» της εποχής έλεγαν ότι η μητέρα του, Άννα τον καταδυνάστευε και δεν ενέκρινε ποτέ τις επιλογές του, κυρίως όταν εκείνες είχαν να κάνουν με την προσωπική του ζωή. Και η μητέρα του, έλεγαν, ήταν ο λόγος που ο ηθοποιός δεν παντρεύτηκε ποτέ.
«Ο ρόλος του κωμικού ηθοποιού είναι να κάνει το ακροατήριο να γελάει τουλάχιστον μία φορά κάθε 15 δευτερόλεπτα», είχε πει κάποτε ο Αμερικανός κωμικός ηθοποιός Lenny Bruce. Και σίγουρα ο Χρόνης Εξαρχάκος το πετύχαινε αυτό σε κάθε ερμηνεία του, είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο. Και μπορεί οι ρόλοι του στην πλειοψηφία τους να ήταν δεύτεροι, όμως, με το πηγαίο χιούμορ και την ατόφια κωμική φλέβα του, κατάφερνε και αναδεικνυόταν σε πρωταγωνιστή.
Επίσης, το χιούμορ τον ακολουθούσε και στην καθημερινότητά του, κάνοντας και τις παρέες του να γελούν μαζί του… «τουλάχιστον μια φορά κάθε 15 δευτερόλεπτα», όπως έλεγε και ο Lenny Bruce. Ωστόσο, ο Εξαρχάκος είχε πολλές συναισθηματικές μεταπτώσεις. Αλλά σάμπως, ποιος δεν έχει συναισθηματικές μεταπτώσεις; Ποιος δεν περνάει από το γέλιο στη θλίψη και τούμπαλιν; Όμως, λέγεται ότι οι κυκλοθυμίες του ηθοποιού ήταν παροιμιώδεις.
Περνούσε αυτόματα από το κέφι στη βαθιά μελαγχολία και από το γέλιο στις έντονες εκρήξεις θυμού. Οι φίλοι και οι συνεργάτες του ήξεραν καλά τον χαρακτήρα του, ενώ ο Γιάννης Δαλιανίδης απέδιδε τις κυκλοθυμίες του Εξαρχάκου, στην καταπίεση που ένιωθε από τη μητέρα του και που όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν όλο και πιο έντονη. Ο Χρόνης από τη μία ήταν η ψυχή της παρέας και από την άλλη ένας άνθρωπος μοναχικός, χαμηλών τόνων, που του άρεσε να ζει διακριτικά μακριά από σκάνδαλα. Αν και δεν ξέρουμε, αν πράγματι αυτός ήταν ο χαρακτήρας του ή δεν του άρεσε να δίνει δικαιώματα στη μητέρα του.
Πέθανε μόνος στο νοσοκομείο
Το 1982, μετά την ολοκλήρωση της θεατρικής παράστασης (που έμελλε να ήταν και η τελευταία του ), «Το παραμύθι πάει σύννεφο», αλλά και των γυρισμάτων της ταινίας «Εδώ και τώρα αγγούρια! Πόσα φάγατε σήμερα;», ο Εξαρχάκος νόσησε σοβαρά από καρκίνο. Πήγε στο Λονδίνο και υποβλήθηκε σε επέμβαση, όμως, η εγχείρηση δεν πήγε καλά.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και έδωσε με μεγάλη αξιοπρέπεια την άνιση μάχη, απέναντι στην αρρώστια που τον κατέτρωγε. Ο ηθοποιός ταλαιπωρήθηκε πολύ, αλλά ποτέ δεν έχασε το χιούμορ του. Ακόμη και όταν η κατάσταση της υγείας του ήταν επιβαρυμένη και ήταν μόνιμα στο νοσοκομείο, ο Χρόνης δεν έχασε στιγμή τον κωμικό Εξαρχάκο, που λάτρεψε όλη η Ελλάδα. Όπως έχει εξομολογηθεί στο παρελθόν ο Κώστας Βουτσάς, στον καλό του φίλο άρεσε να πειράζει τις νοσοκόμες και να σπάει πλάκα.
Για κάποιους, ακόμη και για συναδέλφους του, η ζωή ήταν μία μεγάλη πλάκα. Για τον Χρόνη Εξαρχάκο φαίνεται ότι δεν ήταν πλάκα, ούτε είχε πλάκα. Ο ίδιος, όμως, φρόντιζε να βάζει πλάκα σε αυτήν και να την κάνει καλύτερη. Σίγουρα, όμως, δεν την είχε κάνει… πολύβουη. Ο ηθοποιός, όπως είπαμε, ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος, αλλά κανείς δεν περίμενε ότι θα ήταν πολλοί εκείνοι που θα τον ξεχνούσαν και μάλιστα τόσο σύντομα.
Στον «Άγιο Σάββα» όπου νοσηλευόταν, δίπλα του βρέθηκαν λιγοστοί φίλοι του. Οι υπόλοιποι είχαν προλάβει να τον ξεχάσουν. Αυτό ήταν και το παράπονο των φίλων του, οι οποίοι το εξέφρασαν έντονα και με κάθε τρόπο. Ήταν 27 Σεπτεμβρίου του 1984, όταν ο αγαπημένος Χρόνης στα 52 του χρόνια, πέθανε μόνος στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Μάλιστα, η καλή του φίλη Μάρθα Καραγιάννη είχε δει όνειρο τον θάνατό του.
Και η θλιβερή ιστορία δε σταματά εδώ. Η αγαπημένη μητέρα του, Άννα δεν άντεξε τον πόνο της απώλειας του γιου της. Κι έναν χρόνο μετά, έφυγε και η ίδια από τη ζωή.
Η δραματική ερμηνεία που έμεινε στην ιστορία και οι θρυλικές ατάκες
Ο Χρόνης Εξαρχάκος είναι από τους λίγους ηθοποιούς, που συνδέθηκαν τόσο με την κωμωδία. Σε τέτοιο βαθμό, που δύσκολα θα μπορούσε ο θεατής να τον συνηθίσει σε έναν πιο δραματικό ρόλο. Παρόλο, που άλλοι και άλλοι κωμικοί ηθοποιοί μπορούσαν με άνεση να περνάνε (τουλάχιστον κινηματογραφικά) από την κωμωδία στο δράμα και τούμπαλιν.
Όσες φορές, όμως, του δόθηκε η ευκαιρία, ξεχώρισε με το υποκριτικό του ταλέντο. Ωστόσο, η ερμηνεία που έχει μείνει αξέχαστη σε όλους και ο Εξαρχάκος ξεδίπλωσε μία άλλη πτυχή του ταλέντου του, ήταν στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη, «Εκείνοι που μίλησαν με το θάνατο», το 1970. Ειδικά η σκηνή της αυτοκτονίας του, όπου πέφτει από το παράθυρο, είναι για κινηματογραφικό ανθολόγιο. Λεπτομέρεια: Στην ταινία υποδύεται τον Γιάννη, ο οποίος έχει μεγάλη αδυναμία στη μητέρα του (την υποδύεται η Ελένη Ζαφειρίου) και η σκηνή του θανάτου του είναι σπαραξικάρδια.
Ξεχωριστή θέση, όμως, έχουν και οι ατάκες του μέσα από γνωστές ταινίες. Μπορεί για παράδειγμα εκείνο το «Βαγγέληηηη» που έλεγε στην ταινία «Μία Ελληνίδα στο χαρέμι» και να έκλεινε η πόρτα, να είναι από τις αγαπημένες των παιδικών μας χρόνων, όμως, μεγαλώνοντας και βλέποντας ξανά την ταινία, «Ο κατεργάρης» σίγουρα εκτιμήσαμε και κλάψαμε από τα γέλια με την ατάκα του «Tου νόου ας μπέτε». Στη συγκεκριμένη ταινία, η Νόρα Βαλσάμη που υποδυόταν τη μικρότερη αδελφή του, τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να κάνουν στο σπίτι τους ένα «To know us better» πάρτι, προκειμένου να γνωριστούν καλύτερα οι φίλοι της. Και ο Εξαρχάκος, προέφερε την αγγλική φράση με τον δικό του απολαυστικό τρόπο, που χρόνια μετά την χρησιμοποιούμε ακόμη και στην καθημερινότητά μας.