Τον είπαν «βασιλιά των τσιγγάνων». Τον αποκάλεσαν «άρχοντα». Ο Μανώλης Αγγελόπουλος ήταν και παραμένει ακόμα και σήμερα μια από τις γνησιότερες λαϊκές φωνές. Έζησε μια δύσκολη ζωή που όμως του χάρισε απλόχερα την επιτυχία και του εξασφάλισε μια θέση στο πάνθεον του ελληνικού τραγουδιού.
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος ήταν υπερήφανος για τη φυλή του και αυτό ακριβώς, μαζί με τις επιλογές τις οποίες έκανε, τον έβαλε πολλές φορές ανάμεσα σε δύο κόσμους που δεν σταμάτησαν ποτέ να συγκρούονται μεταξύ τους.
Από τη μια η συντηρητική -και πολλές φορές με ελιτίστικη συμπεριφορά μιας μειοψηφίας- ελληνική κοινωνία με κύριους εκφραστές μερίδα των ΜΜΕ αλλά και αυτούς που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανώτερους και όρθωναν συνεχώς εμπόδια στην καριέρα του «γύφτου».
Από την άλλη η ίδια του η φυλή και οι δικοί του άνθρωποι που όσο κι αν τον αγαπούσαν και τον λάτρευαν σαν Θεό επιχείρησαν να σταθούν και οι ίδιοι εμπόδιο στην ευτυχία του αφού αγάπησε και παντρεύτηκε μια «μπαλαμή».
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο ο σπουδαίος αυτός λαϊκός τραγουδιστής έπεσε θύμα ενός «αντίρροπου» κοινωνικού ρατσισμού. Ο ίδιος, ωστόσο, στάθηκε με πείσμα ανάμεσά τους, υπερασπιζόμενος τις επιλογές του μέχρι τέλους.
Ο «βασιλιάς των τσιγγάνων»
Τον Απρίλιο του 1939, ένα καραβάνι τσιγγάνων καταλήγει στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας. Εκεί μέσα σε ένα τσαντίρι γεννιέται ένα αγοράκι που έμελλε να αφήσει το δικό του στίγμα στο ελληνικό τραγούδι. Είναι το πρώτο παιδί του Ηλία Αγγελόπουλου και της 20χρονης Ερασμίας.
Η οικογένεια του μικρού Μανώλη γυρνάει σχεδόν όλη την Ελλάδα και καταλήγει να ζει στην Αγία Βαρβάρα στο Αιγάλεω. Εκεί μεγαλώνει ο μικρός Μανώλης ο οποίος βοηθάει τον πατέρα του που ήταν πλανόδιος πωλητής. Ο Μανώλης κρατάει το μικρόφωνο και διαλαλεί την πραμάτεια του πατέρα του ο οποίος, ωστόσο, φεύγει από τη ζωή όταν ο μετέπειτα «βασιλιάς των τσιγγάνων» ήταν μόλις 13 ετών.
Ο Μανώλης από μικρός αναγκάζεται να κάνει ένα σωρό δουλειές του ποδαριού (λουστράκος, σιδεράς, πωλητής χαλιών και άλλα). Το μικρόφωνο, ωστόσο, δεν το άφηνε ποτέ από τα χέρια του. Μόλις στα 17 του χρόνια μπαίνει επαγγελματικά στο χώρο του τραγουδιού με την ενθάρρυνση και τη βοήθεια του ξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου ο οποίος έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη.
Τα πρώτα του βήματα είναι απογοητευτικά αλλά ο μικρός Μανώλης δεν το βάζει κάτω και με σκληρή δουλειά αρχίζει και κερδίζει έδαφος τραγουδώντας δίπλα σε μεγάλα ονόματα όπως ο Στράτος Παγιουμτζής και η Σωτηρία Μπέλλου. Το 1958 κάνει την πρώτη του τεράστια επιτυχία, «χτυπώντας» στα ίσια ακόμα και τον μεγάλο Στέλιο Καζαντζίδη. Το τραγούδι «Μαγκάλα» ξεπερνά τις 100.000 πωλήσεις και ο δρόμος προς την κορυφή είναι πλέον ορθάνοιχτος.
Ακολουθούν σχεδόν τρεις δεκαετίες γεμάτες επιτυχίες που κατατάσσουν τον Μανώλη Αγγελόπουλο ανάμεσα στους σπουδαίους του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Πραγματοποιεί δεκάδες εμφανίσεις σε ταινίες και δίνει πολλές συναυλίες στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Δυτική Γερμανία και όπου αλλού υπήρχαν Έλληνες.
Η απόλυτη καταξίωση, ωστόσο, έρχεται τον Ιούνιο του 1983 όπου δίνει μια διπλή συναυλία στο θέατρο του Λυκαβηττού όπου γεμίζει ασφυκτικά και στήνονται ισάριθμα γλέντια δίχως προηγούμενο. Το γεγονός, ωστόσο, πως η συναυλία μεταδόθηκε από την ΕΡΤ ήταν η αφορμή για να γνωρίσει ο Αγγελόπουλος μια πρωτοφανή επίθεση. Μερίδα του δημοσιογραφικού και… πνευματικού κόσμου τον χαρακτήρισαν «τουρκόγυφτο» και «τσιφτετέλιστη» ενώ ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να αναφέρουν πως ο Αγγελόπουλος γέμισε τσαντίρια τον λόφο. Ο ίδιος, ωστόσο, ουδέποτε θέλησε να απαντήσει σε όλα αυτά.
«Μάνα μου, γλυκιά μανούλα, αγαπάω την Αννούλα»
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ο Μανώλης Αγγελόπουλος ήταν ήδη ένα μεγάλο όνομα στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Η μια επιτυχία διαδεχόταν την άλλη και όπου τραγουδούσε ο Αγγελόπουλος γινόταν το αδιαχώρητο.
Μέχρι τότε δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε βιώσει τον κοινωνικό ρατσισμό επειδή ήταν τσιγγάνος. Είχε έρθει η ώρα, ωστόσο, για να γνωρίσει ένα διαφορετικό ρατσισμό και να βρεθεί αντιμέτωπος με την ίδια του τη φυλή.
Μια μέρα βρισκόταν στην Κολούμπια προκειμένου να ηχογραφήσει τα νέα του τραγούδια. Εκεί συνάντησε δυο νεαρά κορίτσια. Η μια από αυτές αμέσως τράβηξε την προσοχή του. «Εσύ μικρό με τα τιγρίσια μάτια, τι κάνεις εδώ»; Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε με την Αννούλα Βασιλείου την οποία ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Αμέσως οι δυο νέοι πήγαν στο σπίτι της κοπέλας προκειμένου ο Αγγελόπουλος να πάρει άδεια από τη μητέρα της για να βγουν έξω.
Ο τραγουδιστής φοβόταν τις αντιδράσεις της οικογένειας της, ωστόσο, αυτή που αντέδρασε έντονα ήταν τελικά η μητέρα του, η κ. Ερασμία.
Όταν είδε την… μέλλουσα νύφη της και διαπίστωσε πως είναι μπαλαμή εξοργίστηκε και άρχισε να βρίζει. Ο Αγγελόπουλος πληγώθηκε αλλά δεν έκανε βήμα πίσω. Οι τσακωμοί με την μητέρα του ήταν σχεδόν καθημερινοί. Σε έναν από αυτούς τράβηξε μια μπουνιά σε ένα τζάμι με αποτέλεσμα να κόψει το χέρι του. Από τότε -όπως λένε οι φίλοι του- ο Αγγελόπουλος δεν ξαναφόρεσε κοντό μανίκι.
Η κ. Ερασμία, ωστόσο, ήταν ανυποχώρητη. Δεν λύγισε ούτε όταν ο Αγγελόπουλος τραγούδησε το «μάνα μου, γλυκιά μανούλα, αγαπάω την Αννούλα», ένα τραγούδι που έγινε τρομερή επιτυχία σε μουσική του Θόδωρου Δερβενιώτη και στίχους του Κώστα Βίρβου. Εκτός από την κ. Ερασμία, ωστόσο, αντιδράσεις υπήρχαν και από πολλούς τσιγγάνους που πλησίαζαν την μπαλαμή για της πουν να φύγει από τη ζωή του τραγουδιστή! Και όχι πάντα με ευγενικό τρόπο…
Το ζευγάρι, ωστόσο, δεν έκανε βήμα πίσω. Ο Αγγελόπουλος πήρε την Αννούλα του και έφυγαν για Καναδά. Εκεί, στο Μόντρεαλ, έκαναν το πρώτο τους παιδί, τον Ηλία. Επέστρεψαν στην Ελλάδα αλλά ούτε τότε έκαμψαν τις αντιδράσεις. Λίγο καιρό αργότερα έκαναν και δεύτερο παιδί. Τον Στάθη.
Ο Αγγελόπουλος πιστός στις παραδόσεις της φυλής του (αφού είχε σχέση με μια μπαλαμή), έφυγε από την Αγία Βαρβάρα και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στη Ν. Σμύρνη. Το 1966, τελικά, ο Μανώλης και η Αννούλα αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο γάμος του ήταν το κοινωνικό γεγονός της χρονιάς.
Στην τελετή βρέθηκε και η μητέρα του Αγγελόπουλου. Όχι, όμως για να καμαρώσει τον γιό της γαμπρό. Μετά το τέλος του Μυστηρίου, πλησίασε τη νύφη και την καταράστηκε! «Εγώ εσένα θα σε χωρίσω» της είπε.
Το τέλος του «βασιλιά των τσιγγάνων»
Το ζευγάρι έζησε μαζί για 13 χρόνια. Απέκτησαν ένα ακόμα παιδί. Τη Μαρία, την οποία βάπτισε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Έζησαν ευτυχισμένοι και ο Μανώλης με την Αννούλα έκαναν μαζί πολλές συνεργασίες και στο τραγούδι.
Η κατάρα της κ. Ερασμίας, ωστόσο, βγήκε αληθινή. Έτσι το 1979 το ζευγάρι χωρίζει. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τον πραγματικό λόγο του διαζυγίου. Η Αννούλα Βασιλείου δεν αποκάλυψε ποτέ το τι πραγματικά συνέβη αν και σε παλαιότερη συνέντευξή της στην εφημερίδα Espresso είχε αφήσει να εννοηθεί πως ένα τρίτο πρόσωπο μπήκε ανάμεσά τους. «Μπήκε ο διάβολος μέσα μας. Έπεσα στα πόδια του για να μη χωρίσουμε. Αγκάλιασα τα πόδια του και του είπα: «Μανώλη μου, δεν θέλω να χωρίσουμε». Αλλά δεν ήταν το τυχερό μας» είχε πει.
Ένας άλλος λόγος φέρεται να είναι η μάνα του Αγγελόπουλου η οποία μέχρι που πέθανε ποτέ δεν σταμάτησε να εκφράζει με έντονο τρόπο την αντίθεσή της. «Και τα δεκατρία χρόνια που έμεινα με τον Μανώλη η μάνα του δεν αγκάλιασε πότε τα παιδιά μου» είχε πει η Αννούλα Βασιλείου στην ίδια συνέντευξη.
Το τέλος για τον «βασιλιά των τσιγγάνων» ήρθε εντελώς απροσδόκητα, λίγες ημέρες πριν συμπληρώσει τα 50 του χρόνια. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος πέθανε στις 2 Απριλίου του 1989 εξαιτίας επιπλοκών από εγχείρηση καρδιάς (τριπλό μπάι-πας). Στη κηδεία του πήγαν περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι. Πάνω στον τάφο του στο Γ’ Νεκροταφείο της Αθήνας τον αποχαιρέτισαν μουσικά, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, ο Λευτέρης Ζέρβας και ο Βασίλης Σαλέας.