Καθισμένο στα δύο πίσω πόδια του, με το επιβλητικό ανάστημά του και με ορθωμένο το κεφάλι του, το λιοντάρι του Πειραιά δίνει την εντύπωση ενός ήρεμου και άγρυπνου φρουρού που φυλάει ένα ολόκληρο λιμάνι, μία ολόκληρη πόλη.
Κι όμως το μαρμάρινο ιστορικό λιοντάρι του Πειραιά που κοσμεί τον προλιμένα κοντά στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής δεν είναι το αυθεντικό. Το πρωτότυπο άγαλμα-σύμβολο που στεκόταν για αιώνες στην είσοδο του λιμανιού και που ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Πειραιάς στον μεσαίωνα ονομαζόταν «Πόρτο Λεόνε» βρίσκεται στην Βενετία. Ο Ενετός ναύαρχος Φραντσέσκο Μοροζίνι, όταν επέστρεψε στη Βενετία πήρε μαζί του και το γνωστό Λιοντάρι του Πειραιά, αφού κάθε απεικόνιση λιονταριού είχε μεγάλη σημασία για την πόλη της Βενετίας γιατί μετατρεπόταν σε απεικόνιση του Ευαγγελιστή Μάρκου, του πολιούχου αγίου δηλαδή της πόλης.
Πολλά είναι τα αναπάντητα ερωτήματα που περιβάλλουν τον μαρμάρινο λέοντα που «πρόσεχε» για αιώνες το λιμάνι του Πειραιά. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα το πότε και για ποιον λόγο κατασκευάστηκε, ούτε πότε και για ποιον λόγο τοποθετήθηκε στον Πειραιά. Όλα όσα είναι γνωστά στηρίζονται κυρίως σε διηγήσεις και θρύλους. Οι μέχρι τώρα σχετικές έρευνες επικεντρώνονται σε προσωπικές μαρτυρίες όσων είδαν το λιοντάρι με τα ίδια τους τα μάτια κατά την επίσκεψή τους στον Πειραιά.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η παρουσία του αυθεντικού αγάλματος στο λιμάνι του Πειραιά τερματίζεται το 1687 με την αρπαγή του από το ναύαρχο Φραγκίσκο Μοροζίνη. Μεταφέρεται στη Βενετία ως λάφυρο μαζί με άλλα τρία λιοντάρια μικρότερου μεγέθους. Τα έργα αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στο ναύσταθμο της Βενετίας. Η αρπαγή των συγκεκριμένων λιονταριών δεν είναι τυχαία και αυτό γιατί έμβλημα της Βενετίας την εποχή εκείνη ήταν το λιοντάρι.
Πολλοί μελετητές έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς με το ζήτημα της χρονολογία κατασκευής του αλλά και το ακριβές σημείο αρχικής τοποθέτησής του.
Η πρώτη αναφορά του λιμανιού ως Πόρτο Λεόνε γίνεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318. Η ανυπαρξία αναφοράς του λιονταριού από τους αρχαίους ιστορικούς και γεωγράφους σε συνδυασμό με την ύπαρξη της πρώτης αναφοράς μόλις το 1318, είναι που δημιουργεί τις αμφιβολίες για το αν το έργο αυτό είναι της κλασικής, της ρωμαϊκής ή ακόμα και της βυζαντινής περιόδου. Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας οι οποίοι περιγράφουν τον Πειραιά κατά την περίοδο της παρακμής του, ενώ αναφέρονται σε πολλά μνημεία, πουθενά δεν κάνουν κάποια αναφορά στο λιοντάρι.
Μυστήριο παραμένει μέχρι τις μέρες μας και η ακριβής θέση του. Άλλοι καθορίζουν τη θέση του, εκεί που άλλοτε βρισκόταν το ιστορικό ρολόι του Πειραιά (παλιό Δημαρχείο), στην έκταση μεταξύ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και του Τινάνειου Κήπου. Επικρατεί επίσης η άποψη ότι το λιοντάρι μετακινήθηκε στο πέρασμα των ετών και αλλού βρισκόταν στα αρχαία χρόνια συγκριτικά με τη θέση που κατείχε την εποχή του μεσαίωνα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η επιβλητική του παρουσία, η σχεδόν ανθρώπινη έκφραση του και οι μυστηριώδεις επιγραφές του, εντυπωσίασαν όσους το αντίκρισαν και όλους όσους έγραψαν για αυτό.
Πολλοί είναι ακόμα αυτοί που υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να μιλάμε για λέοντες του Πειραιά και όχι για το λιοντάρι του Πειραιά, στηριζόμενοι στο γεγονός ότι περιμετρικά του Πειραιά βρέθηκαν και άλλοι λέοντες (σε φυσικό μέγεθος, που εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιώς).
Οι ταξιδιώτες και οι ναύτες είχαν πλάσει ποικίλες ιστορίες γύρω από την ύπαρξή του. Για παράδειγμα μία από αυτές λέει ότι μια έγκυος Τουρκάλα που το κοίταξε γέννησε τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά λαγού και πόδια ανθρώπινα, το οποίο τερατόμορφο αυτό πλάσμα αμέσως μετά τη γέννησή του έβγαζε κραυγές όμοια με σκύλο. Τότε, λέγεται πως οι τουρκικές αρχές, διέταξαν τη θανάτωσή του ενώ δεν επέστρεψαν την ταρίχευσή του και την αποστολή του στη Γαλλία προς μελέτη.
Παρόμοιοι μύθοι κυκλοφορούσαν σε όλη την περίοδο του μεσαίωνα, δημιουργώντας τόσο μεγάλες εντυπώσεις στους ναυτικούς κύκλους της εποχής, που αρκούσαν ώστε η αρχαία ονομασία του Πειραιά να χαθεί και να αντικατασταθεί στους χάρτες από το Πόρτο Λεόνε και στις διάφορες εκδοχές του. Ακόμα και οι Τούρκοι, για τον ίδιο ακριβώς λόγο της ύπαρξης δηλαδή του λιονταριού και των μύθων γύρω από αυτό, είχαν ονομάσει τον Πειραιά Πόρτο Δράκο ή Ασλάν Λιμάν.
Η επιρροή και η φήμη που άσκησε το λιοντάρι πάνω στον Πειραιά ήταν τόσο μεγάλη που είχε αποκτήσει τεράστια δημοσιότητα στους ξένους, όχι για την περίτεχνη κατασκευή του ή την αρχαία προέλευσή του, αλλά λόγω των μύθων που το περιέβαλαν.
Μάλιστα λέγεται ότι η φήμη ήταν τόση ώστε περιηγητές κατέβαιναν στον Πειραιά μόνο για να το δουν από κοντά όπως συνέβη με την Κόμισσα Koenigsmark που ένα χρόνο πριν την αρπαγή του (το 1687) πραγματοποίησε επίσκεψη στον Πειραιά ειδικά για να δει τον θρύλο με τα ίδια της τα μάτια.
Πολλές είναι οι προσπάθειες που έχουν γίνει κατά καιρούς για την επιστροφή αυτού του μνημείου που σήμερα δεσπόζει την είσοδο του Ναυστάθμου της Βενετίας. Ιδρύθηκε από τον Απόστολο Δρόμβο η «Επιτροπή Επιστροφής του Λέοντος». Παράλληλα με τις προσπάθειες , η επιτροπή είχε αναθέσει στο γλύπτη Γιώργο Μέγκουλα την κατασκευή αντίγραφου με σκοπό την ανταλλαγή και την τοποθέτηση του πραγματικού στη θέση του. Το αντίγραφο βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού, στη λεγόμενη «μπούκα».