Αρχαία, Ιστορία, Λατινικά, Έκθεση. Regina rosas amat, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, η περίφημη «διπλωματική κονίστρα» (Ιστορία σελ 242), γνωστό κι άγνωστο κείμενο. Κι ο Βολταίρος! Αχ, ο Βολταίρος: «Κύριος υπέρμαχος της ιδέας της ανεξιθρησκίας στα χρόνια του Διαφωτισμού αναδείχτηκε ο Βολταίρος. Συγγραφέας με πνεύμα καυστικό, υπερασπιστής ακατάβλητος της ελευθερίας σκέψης και λόγου, επιγραμματικός εκλαΐκευτής φιλοσοφικών θεωριών προβλήθηκε ως ο διαπρεπέστερος από τους Διαφωτιστές».
Το ξέρω, μπορεί να φαίνεται απίστευτο, αλλά 21 ολόκληρα χρόνια μετά από τη δική μου αναμέτρηση με το «θηρίο» των πανελλαδικών εξετάσεων, υπάρχουν ακόμα ολόκληρες φράσεις που τις θυμάμαι αυτούσιες. Και αν κάτι πυροδοτήσει τα κυκλώματα της μνήμης μου, τις ξεστομίζω σχεδόν ακούσια, σαν αυτόματο μηχάνημα που του έριξαν ένα κέρμα κι άρχισε να βγάζει νερά και αναψυκτικά.
Η προϊστορική εκείνη εποχή προέβλεπε δέσμες κι εμένα η τεμπελιά μου με είχε στείλει στην τρίτη δέσμη, να ακούω την «Τριτοδεσμίτισσα» του Φοίβου Δεληβοριά και να μαθαίνω απ’ έξω, λέξη-λέξη, σελίδες ιστορίας και κείμενα λατινικών, παρότι η καρδιά μου χτυπούσε πάντα για τη δύσκολη δεύτερη δέσμη, τη βιολογία και τη χημεία της. Στα αρχαία δυσκολευόμουν πολύ- αλλά, όπως μου είχε πει μετά ο φιλόλογος μου, «τη μία φορά που έπρεπε πραγματικά να γράψεις καλά, το κατάφερες». Και ναι, ήταν τότε, στις πανελλαδικές, ένας βαθμός πάνω από 17, που μέχρι τότε τον κοίταζα με το κιάλι.
Τα καταλαβαίνω όλα αυτά τα 17χρονα και 18χρονα που κάθονται αυτές τις ημέρες στα θρανία και θεωρούν πως το κάθε γραπτό τους θα κρίνει τη ζωή τους. Τα συμπονώ, αλλά νιώθω για εκείνα κι έναν θαυμασμό, μια εφηβική ανυπομονησία για όλα τα υπέροχα που είναι μπροστά τους και δεν μπορούν τώρα να τα δουν, αγχωμένα και απορροφημένα καθώς είναι στο προαναφερθέν «θηρίο». Αυτό των πανελλαδικών, που κάνει μια ολόκληρη γενιά να αγωνιά και να ιδρώνει πάνω στα συντονισμένα πανελλαδικώς θρανία. Και μία άλλη γενιά, αυτή των γονιών, να αγωνιά από απόσταση για το μετά, το αύριο, τις βάσεις, τα μόρια, την περίφημη τριτοβάθμια εκπαίδευση και το διαχρονικό «τι θα κάνει το παιδί;»
Μια τέτοια αγωνία έκανε και τους δικούς μου γονείς, που από ηλικία 7 χρονών με άφηναν να πηγαίνω μόνη μου στη στάση του σχολικού, να με πάνε, 17 χρονών γάιδαρο, και οι δύο μαζί να δώσω το πρώτο μάθημα στις πανελλήνιες. «Έτσι, για του γούρι» έλεγε ο μπαμπάς μου. «Μόνο για το πρώτο μάθημα» διασκέδαζε τις αντιδράσεις μου η μαμά μου. Ψευτοαντιδράσεις γιατί μέσα μου, καλά κρυμμένη πίσω από την εφηβική «ντροπή» να σε πηγαίνουν οι γονείς σου να δώσεις μάθημα, υπήρχε μια ωραιότατη ανακούφιση. Βαθιά μέσα μου τους ήθελα κι εγώ εκεί, κι ας μην το παραδεχόμουν ποτέ. Με είχε κι εμένα λυγίσει το βάρος του θηρίου, τα τέσσερα μαθήματα + δύο ξένες γλώσσες, που θα έκριναν, λέει, τη ζωή μου. Ποιος το έλεγε; Κανείς συγκεκριμένα και όλοι με τον τρόπο τους. Το επιβεβλημένο σιωπητήριο στον αδελφό μου «γιατί το παιδί διαβάζει».
Το 3ωρο ιδιαίτερο την εβδομάδα, με τον εξαιρετικό φιλόλογο που μου μάθαινε ό,τι χρειαζόμουν για «να περάσω» και μετά συζητούσαμε για τα πιο σημαντικά, την πραγματική αξία της γνώσης που ήταν εκεί έξω και δεν περιλάμβανε αποστήθιση. Και μου έκανε και λίγη ψυχοθεραπεία, έτσι όπως ήμουν σαν ζόμπι που καθόταν σε ένα γραφείο κι απλώς εναλλάσσονταν μπροστά του βιβλία. Το σχολείο, φυσικά, που για μια ολόκληρη χρονιά, όποιο μάθημα δεν ανήκε στη σφαίρα των πανελλαδικών το θεωρούσαμε απερίσκεπτη σπατάλη πολύτιμου χρόνου. Και τα μέσα ενημέρωσης, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και εφημερίδες τότε, που στο διάστημα των πανελλαδικών γίνονταν σχεδόν μονοθεματικά.
Μαθήματα πανελληνίων, θέματα και απαντήσεις, πιθανά SOS και αντι- SOS, συμβουλές για τη διατροφή τω υποψηφίων, συμβουλές για τον ύπνο των υποψηφίων, συμβουλές για το πόσο νερό πρέπει να πίνουν οι υποψήφιοι, συμβουλές για τους γονείς των υποψηφίων κ. ό. κ. Σκέτη τρέλα, που γιγάντωνε ακόμα περισσότερο την αγωνία μας, λες και ήταν οι πανελλαδικές θέμα για να ασχολείται μια ολόκληρη χώρα.
Αυτή η ίδια αγωνία με έφερε κι εμένα στα όρια της κατάρρευσης, και μάλιστα ενώ οι πανελλαδικές είχαν ξεκινήσει. Τις κενές ημέρες, μεταξύ Αρχαίων και Ιστορίας, όλη η πίεση, που συσσωρευόταν επί έναν χρόνο, βρήκε την πιο ακατάλληλή στιγμή να εκτονωθεί, με κλάματα, φωνές, απογοήτευση και απόγνωση. Και αποφάσισα, επειδή, λέει, δεν θυμόμουν το πιο δύσκολο κεφάλαιο, αυτό της Εξωτερικής Πολιτικής, να μην πάω καθόλου να δώσω Ιστορία. Με λυγμούς, κλαυθμούς και οδυρμούς ανακοίνωσα στο σπίτι ότι δεν θυμάμαι τίποτα από την Ιστορία, πως δεν θέλω να πάω για να γράψω χάλια (θυμίζω πως τότε η Ιστορία ήταν πλήρης αποστήθιση και άρα αν καταλάβαινες καλά την ερώτηση έγραφες 20) και πως θα αξιοποιήσω τις ενδιάμεσες μέρες για να κάνω μια καλή επανάληψη στα Λατινικά. Και θα άφηνα την Ιστορία για του χρόνου! Θα κρατούσα, λέει, τις άλλες τρεις βαθμολογίες, και με μόνο ένα μάθημα, δεν μπορεί, την επόμενη χρονιά θα περνούσα.
Ευτυχώς ο μπαμπάς μου έδειξε την ψυχραιμία και την κατανόηση που χρειαζόταν μία 17χρονη σε παραλήρημα. Μου είπε- αυταρχικό το θεώρησα τότε, σωτήριο αποδείχθηκε μετά- πως θα πάω να γράψω, ό,τι και να γίνει. Πως αν πάω μπορεί κάτι να γράψω, ενώ αν δεν πάω θα γράψω σίγουρα 0. Και πως δεν διάβαζα όλη τη χρονιά για να τα τινάξω όλα στον αέρα στο παρά πέντε. Με ακόμα περισσότερα κλάματα και σίγουρη πως από το πανεπιστήμιο δεν θα περνούσα ούτε απ’ έξω, όπως έλεγα τότε, πήγα να γράψω Ιστορία. Έγραψα 14,5. Τρεις άριστες ερωτήσεις και μία που δεν απαντήθηκε καθόλου- ναι, αυτή για το κεφάλαιο της Εξωτερικής Πολιτικής. Μπορεί να μην ήταν βαθμός για αριστείο, ήταν όμως αρκετός μαζί με τις υπόλοιπες βαθμολογίες- για να μπω και μάλιστα με άνεση στην πρώτη μου επιλογή (τρομάρα μου). Την πρώτη από τις μόλις έξι σχολές που είχα δηλώσει στο μηχανογραφικό μου, κόντρα στα «σεντόνια» της εποχής, για όσους θυμούνται.
Όταν βγήκαν οι βαθμοί, νέα αγωνία. Εγώ, παράδειγμα αισιοδοξίας προς αποφυγή, να είμαι σίγουρη πως δεν έχω γράψει καλά και πως, ειδικά μετά το πατατράκ της Ιστορίας, δεν έχω καμία ελπίδα. Επιστρατεύτηκε και πάλι η ανακουφιστική αγκαλιά της οικογένειας για να πάω να αντικρίσω την «πανωλεθρία» μου. Οι μεγαλύτερες ξαδέλφες μου, που θα με πήγαιναν- καθ’ οδόν για τη Φιλοσοφική εκείνες- να δω τα αναρτημένα χαρτιά με τους βαθμούς, έξω από το σχολείο μου. Το ξέρω, θα σοκάρει τους νεότερους αναγνώστες, αλλά τότε δεν είχαμε κωδικούς για να δούμε ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα του υπουργείου Παιδείας τις επιδόσεις μας (δεν ξέρω καν αν το υπουργείο Παιδείας είχε ιστοσελίδα).
«Αφού, σας λέω, έχω πάει χάλια! Δεν έχω περάσει, μην καλλιεργείτε προσδοκίες!» έλεγα. Διαψεύστηκα. Και ο- μεγάλος, είναι η αλήθεια- κόπος μιας ολόκληρης χρονιάς τελεσφόρησε με την πανηγυρική εισαγωγή μου στην πολυπόθητη ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση και το θρυλικό ΕΚΠΑ. Δεν ήμουν από τους μαθητές που με λίγο διάβασμα τα κατάφερναν. Χρειάστηκε να διαβάσω πολύ, να κουραστώ, να απομονωθώ. Και το έκανα με ψυχαναγκαστική συνέπεια, επειδή μέσα μου ένιωθα πως δεν θα άντεχα να το κάνω δεύτερη φορά.
Δεν θέλω να υποτιμήσω τις πανελλήνιες. Η γνώμη μου είναι πως είναι ένα μεγάλο βήμα, ένα σκαλοπάτι καθώς αφήνεις πίσω σου την ασφάλεια του σχολείου και ξανοίγεσαι στα αχαρτογράφητα νερά της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αλλά, όχι, προφανώς δεν κρίνουν τη ζωή σου. Κρίνουν το πώς θα περάσεις το καλοκαίρι σου και την επόμενη χρονιά σου, καθώς είναι άλλο να κάνεις ξέγνοιαστες διακοπές κι άλλο να περνάς τις μέρες σου με επαναλήψεις για τη δεύτερη ευκαιρία. Ως εκεί.
Αν μπορώ να πω πως σημάδεψαν τη ζωή μου, είναι γιατί αποτέλεσαν το σχολικό κύκνειο άσμα που μοιράστηκα με φίλους που είναι ακόμα στη ζωή μου, κι εγώ στη δική τους- αν και δεν περάσαμε με κανέναν στην ίδια σχολή. Με κάποιους χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε- και θυμόμαστε ακόμα τα σταθερά τηλέφωνα των πατρικών τους (ναι, παιδιά, δεν είχαμε τότε κινητά!). Δύο με πάντρεψαν. Με κάποιους βρισκόμαστε ανελλιπώς κάθε χρόνο σε ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι… υψηλών προδιαγραφών. Μοιραστήκαμε και μοιραζόμαστε γέλια και ξεκαρδιστικές στιγμές αλλά και μεγάλες δυσκολίες, από αυτές που η ζωή στέλνει χωρίς να σε ρωτήσει.
Άλλοι πέρασαν στο πανεπιστήμιο, άλλοι όχι. Άλλοι έφυγαν στο εξωτερικό, άλλοι ξανάδωσαν και πέρασαν την επόμενη ή τη μεθεπόμενη χρονιά. Άλλοι μπήκαν στη σχολή της πρώτης τους επιλογής, άλλοι ανακάλυψαν αναπάντεχο θησαυρό σε κάποια επιλογή από τα κάτω του μηχανογραφικού. Όλοι ακολούθησαν όμως μία πορεία ζωής, κι αν ευτύχησαν ή όχι δεν κρίθηκε προφανώς από τις πανελλαδικές. Αν έκαναν οικογένεια και παιδιά ή αν εξακολουθούν να απολαμβάνουν την ανεξαρτησία τους, δεν κρίθηκε από τις πανελλαδικές. Αν διαπρέπουν στη δουλειά τους, ούτε καν αυτό δεν κρίθηκε από τις πανελλαδικές. Οι εξετάσεις άνοιξαν μια πόρτα, ναι. Αλλά το πιο δύσκολο είναι να την κλείσεις με αξιοπρέπεια και γεμάτος γνώση πίσω σου, όταν αποφοιτάς από το Πανεπιστήμιο. Αυτό δεν μπορούν βέβαια να το συνειδητοποιήσουν τα παιδιά που διαγωνίζονται αυτές τις μέρες απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας. Αλλά κανείς μας δεν το συνειδητοποιούσε τότε.
Δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος των μαθητών που διεκδικούν φέτος μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα χρόνια που μας χωρίζουν είναι πολλά, και καταλαβαίνω πως αγωνίζονται για κάτι που κάποτε αποτελούσε την απόλυτη καταξίωση, και σήμερα περιβάλλεται από κάθε είδους ματαιώσεις. Τους εύχομαι όμως να μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους πολλά χρόνια μετά να γελά με «το ποντίκι που βρυχάται», τις περιβόητες πανελλήνιες. Και να έχουν κι εκείνοι ακόμα στη ζωή τους τους φίλους εκείνης της εποχής. Για να θυμούνται πως πέρασαν όλοι μαζί αλώβητοι από αυτή τη δοκιμασία. Ναι, ήταν ένα ορόσημο στην μέχρι τότε ζωή τους. Τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα «ορόσημα» όμως, είναι αυτά που θα ακολουθήσουν.