Στις αρχές του 20ού αιώνα η μάχη για την εμπορική κατάκτηση του Ατλαντικού γιγαντώθηκε, με γερμανικά και βρετανικά ναυπηγεία να επιδίδονται σε μια ανηλεή κούρσα για ακόμα μεγαλύτερα, ακόμα γρηγορότερα υπερωκεάνια. Οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς δεν ήταν παρά μια χούφτα εταιρίες, όπως η Cunard και η White Star της Βρετανίας και η HAPAG και η Norddeutscher Lloyd της Γερμανίας. Μέχρι το 1907, η White Star είχε ήδη εγκαταλείψει το κυνήγι της ταχύτητας, ξέροντας πως δεν μπορούσε να κερδίσει τα καμάρια της Cunard που είχαν πάρει τη διάκριση «Blue Riband» (άτυπο βραβείο της εποχής για το γρηγορότερο υπερατλαντικό επιβατηγό), κι έτσι στράφηκε στη δεύτερη πτυχή του στοιχήματος: ακόμα μεγαλύτερα, ακόμα πιο πολυτελή ποντοπόρα. Έχοντας στο τιμόνι της τον δαιμόνιο Bruce Ismay, η White Star προσέγγισε το ναυπηγείο της Harland & Wolff και παρήγγειλε τρία θηριώδη υπερωκεάνια. Τόσο πελώρια που αναγκάστηκαν να σκαρώσουν μια νέα κλάση για να τα χωρέσει, την «ολυμπιακή κλάση». Και τα τρία αδελφάκια σχεδιάστηκαν από το δίδυμο Thomas Andrews και Alexander Carlisle, ενσωματώνοντας ό,τι πιο νέο και προωθημένο είχε να επιδείξει τόσο η τεχνολογία όσο και ο ναυτικός σχεδιασμός.
Ο «Βρετανικός» βρυχάται
Τι έκανες στον πόλεμο, «Βρετανικέ»;
Η αρχή και το τέλος του πλωτού νοσοκομείου
Το «Ολιμπίκ» δεν ακολούθησε ευτυχώς τη μοίρα των δυο νεότερων αδελφών του. Μετά τον πόλεμο, επέστρεψε στις εμπορικές του δραστηριότητες και κοσμούσε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920 τον Ατλαντικό. Παρέμεινε στην υπερπόντια γραμμή μέχρι το 1935, όταν η Μεγάλη Ύφεση το έκανε ζημιογόνο. Εκείνη τη χρονιά αποσύρθηκε και πουλήθηκε τελικά ως παλιοσίδερα.
Όσο για τον «Βρετανικό», παραμένει ένα υποθαλάσσιο μνημείο της ιστορίας του Α’ Παγκοσμίου και ταυτοχρόνως μια τεράστια πρόκληση για τους ερευνητές που αναζητούν βορειοδυτικά των ακτών της Κέας τις χαμένες αλήθειες μιας άλλης εποχής…