Υπάρχει ένα μυστήριο, ένα σχεδόν μυστήριο, που κρατά εδώ και 8 ολόκληρες δεκαετίες: ποιος έκαψε το Ράιχσταγκ, το Κοινοβούλιο της Γερμανίας, στις 27 Φεβρουαρίου 1933; Κι αν όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά, όπου υπάρχει φωτιά είναι σίγουρο πως θα υπάρξουν και θεωρίες συνωμοσίας. Κάτι που είναι τουλάχιστον αλήθεια για το περιστατικό που τύλιξε τη γερμανική Βουλή στις φλόγες, βυθίζοντας όχι μόνο το ναό της δημοκρατίας στην καταστροφή, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία τελικά. Ποιος έκαψε το γερμανικό Κοινοβούλιο παραμένει ακόμα και σήμερα αντικείμενο -νηφάλιας πια- ιστορικής διαμάχης, ποιος καρπώθηκε ωστόσο τον αντίκτυπο της πυρκαγιάς, κεφαλαιοποιώντας τη φρίκη και τον τρόμο, αυτό είναι αναντίρρητο: ο Αδόλφος Χίτλερ. Ακόμα και αν δεν ήταν οι ναζί πίσω από την πυρκαγιά, αν και υπάρχουν καλοί λόγοι να πιστέψουμε πως ήταν, ήταν ο από μηχανής θεός για τα έκνομα πλάνα των χιτλερικών, το ίδιο το προοίμιο της κατάλυσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δηλαδή, το αρχιμήδειο σημείο της δικτατορίας που θα επέβαλε ο Χίτλερ ενορχηστρώνοντας την πλέον διαβόητη απολυταρχία της σύγχρονης εποχής. Η «φωτιά στο Ράιχσταγκ» είναι σήμερα μια δυνατή πολιτική μεταφορά στα πέρατα του κόσμου. Κάθε φορά που πολίτες και πολιτικοί ανησυχούν για τις αυξημένες εκτελεστικές αρμοδιότητες μιας κυβέρνησης, η «φωτιά στο Ράιχσταγκ» αναλαμβάνει να προειδοποιήσει λειτουργώντας ως μια εξόχως διδακτική ιστορία για το πώς οι ακραίες ενέργειες διευκολύνουν τα σχέδια των εξτρεμιστών. Ακόμα και αν οι εξτρεμιστές είναι η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, για παράδειγμα, έπρεπε απλώς να χρησιμοποιήσει τη λέξη «φωτιά» στον τίτλο ενός εμπρηστικού άρθρου του για τον Ντόναλντ Τραμπ για να ανασύρει εικόνες εθνικού χάους και πολιτικής βαρβαρότητας. Όλοι ξέρουν ότι αυτή η «φωτιά» είναι η «φωτιά στο Ράιχσταγκ». Μόνο που τελικά η πραγματική ιστορία που γέννησε τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό είναι απείρως πιο πολύπλοκη απ’ όσο αφήνει να φανεί ένας πηχυαίος τίτλος. Και παραμένει διαχρονικό μάθημα προπαγάνδας, ένα σεμινάριο προβοκάτσιας στο οποίο επιστρέφουν κάθε τόσο όσοι απεργάζονται ζοφερά σχέδια και κάνουν αντισυνταγματικά όνειρα…








Ο στρατιωτικός νόμος του Άρθρου 48 παρέμεινε σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια της ναζιστικής διακυβέρνησης, δίνοντας στον καγκελάριο τη νομιμοποίηση να κυβερνά ως δικτάτορας. Γι’ αυτό εξάλλου και ο Χίτλερ ποτέ δεν απεμπόλησε επισήμως τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ή το Σύνταγμα, καθώς δεν είχε πια καμία ισχύ απέναντί του. Όταν πέθανε μάλιστα ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ τον Αύγουστο του 1934, ο Χίτλερ πέρασε αμέσως έναν νέο και κατεπείγοντα νόμο που του έδινε αμφότερες τις εκτελεστικές και νομοθετικές εξουσίες τόσο του καγκελαρίου όσο και του προέδρου. Γι’ αυτό και οι Σύμμαχοι μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου φρόντισαν να βάλουν τα δημοκρατικά πράγματα στη θέση τους, περνώντας ένα ειδικό διάταγμα αναφορικά με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας που μείωνε καθοριστικά τις εκτελεστικές εξουσίες του προέδρου. Όσο για τον βαν ντερ Λούμπε, ομολόγησε τον εμπρησμό και καταδικάστηκε σε θάνατο. Οι τέσσερις άλλοι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν λόγω έλλειψης αποδείξεων, για το ναζιστικό καθεστώς έφταιγαν μια φορά οι κομμουνιστές.