Η ευρεία χρήση των ηλεκτρικών γραφομηχανών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνοδεύτηκε και με μία διάχυτη γκρίνια. Ένα και μόνο λάθος πληκτρολόγησης σήμαινε ότι οι δακτυλογράφοι έπρεπε να ξαναρχίσουν όλο το έγγραφο από την αρχή, πράγμα άκρως κουραστικό και χρονοβόρο. Τα νέα μηχανήματα καθιστούσαν ευκολότερη μεν την πληκτρολόγηση, αλλά οι κορδέλες από ταινίες άνθρακα καθιστούσαν αδύνατη τη διόρθωση λαθών με μια γόμα.
Μία εφευρετική γραμματέας, η Bette Graham, με μία απλή παρατήρησή της έσωσε τους δακτυλογράφους από αυτήν την ταλαιπωρία και κατέληξε να εφεύρει ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα προϊόντα γραφείου του 20ού αιώνα… το διορθωτικό υγρό ή αλλιώς το μπλάνκο.
Γεννημένη το 1924 στο Ντάλας του Τέξας, η Bette Nesmith Graham άφησε το σχολείο σε ηλικία 17 ετών και πήγε σε σχολή για να γίνει γραμματέας.
Μέχρι το 1951 δούλευε ως γραμματέας για τον πρόεδρο της «Texas Bank and Trust». Ήταν η περίοδος που οι ηλεκτρικές γραφομηχανές γίνονταν όλο και πιο διάσημες. Ήταν πιο γρήγορες αλλά είχαν πολύ ευαίσθητα πλήκτρα. Το πρώτο διάστημα ήταν μία περίοδος προσαρμογής για τους δακτυλογράφους κι έτσι μέχρι να μάθουν πώς να τις χρησιμοποιούν σωστά έκαναν έναν σωρό λάθη, τα οποία δεν μπορούσαν να διορθώσουν. Θα έπρεπε να ξαναγράψουν ολόκληρη τη σελίδα.
Αγανακτισμένη και η ίδια από το χρειάζεται να ξαναγράφει ολόκληρα κείμενα λόγω ενός μικρού λάθους, αποφάσισε να ότι είχε έρθει η ώρα να βρει μια πιο αποτελεσματική λύση που θα της γλίτωσε και χρόνο και κόπο.
Ούτε που μπορούσε να φανταστεί τότε ότι η ταλαιπωρία της θα οδηγούσε σε ένα μικρό άλλα άκρως χρήσιμο δακτυλογραφικό τέχνασμα που θα διαδιδόταν σε όλο τον κόσμο και η ίδια θα γινόταν μία από τις πιο διάσημες γυναίκες εφευρέτες του 20ού αιώνα.
Την περίοδο των γιορτών δούλευε υπερωρίες για τη διακόσμηση της τράπεζας, όταν μία μέρα παρατήρησε τον διακοσμητή να μη διορθώνει τα λάθη του σβήνοντας τα, αλλά χρωματίζοντάς τα. Αυτό ήταν! Γιατί δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι παρόμοιο με τα λάθη στη γραφομηχανή; Γιατί να μην μπορούσε να τα χρωματίζει και να γράφει από πάνω αντί να σκίζει τις σελίδες και να ξαναρχίζει όλο το κείμενο από την αρχή.
Έτσι γεννήθηκε η πατέντα της. Έβαλε σε ένα μπουκαλάκι λευκό χρώμα και με ένα πινελάκι άρχισε να διορθώνει τα λάθη της. Δεν ήταν ό,τι πιο τέλειο αισθητικά, αλλά αποδείχθηκε άκρως χρήσιμο.
Λέγεται ότι αφεντικό της ούτε που κατάλαβε ότι τα λάθη της στο χαρτί έχουν «χρωματιστεί» με λευκό χρώμα και με αυτόν τον τρόπο έχουν διορθωθεί. Η ίδια προσπάθησε να κρατήσει το κόλπο μυστικό, αλλά κάποια στιγμή οι συνάδελφοι της την «τσάκωσαν». Όταν άρχισαν να της ζητούν να χρησιμοποιήσουν κι εκείνοι από το υγρό που θα τους έλυνε τα χέρια, ξεκίνησε να φτιάχνει μπουκαλάκια και να τους τα δίνει. Πάνω έγραφαν «Mistake Out».
Έκανε την κουζίνα της εργαστήριο και το γκαράζ της εμφιαλωτήριο κι έτσι δημιούργησε την εταιρία της. Το πρώτο διορθωτικό υγρό «Mistake Out» πουλήθηκε το 1956.
Προσέλαβε μάλιστα κι ένα χημικό για να τη βοηθήσει να βελτιώσει τη χημική φόρμουλα. Ο γιος της Michael, έφηβος τότε, ο οποίος έγινε αργότερα γνωστός ως μέλος ενός από τα πιο επιτυχημένα συγκροτήματα της δεκαετίας του 1960 «The Monkees», βοηθούσε τη μητέρα του, μαζί με φίλους του να γεμίζουν τα μπουκαλάκια στο γκαράζ.
Το 1958 μετονόμασε το προϊόν από «Mistake out» σε «Liquid Paper». Για περισσότερο από 12 χρόνια διοικούσε την επιχείρηση από το σπίτι της, μέχρι να αποφασίσει τελικά ότι το σπίτι της δεν την κάλυπτε πια κι έτσι μετακόμισε σε εργοστάσιο και γραφεία.
Η Bette Graham μέσα στα επόμενα χρόνια αφοσιώθηκε στην πατέντα της και μετέτρεψε τη μονοπρόσωπη επιχείρηση σε μια κερδοφόρα εταιρία που πουλούσε πάνω από 65.000 φιαλίδια τη μέρα. Το 1975 το λευκό διορθωτικό υγρό πωλούταν σε 31 χώρες παγκοσμίως και προσέφερε στην εταιρία κέρδη πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια. Από την περιουσία της έδωσε ένα μέρος για να ιδρύσει δύο οργανισμούς που βοηθούσαν γυναίκες που είχαν ανάγκη «the Gihon Foundation» και «the Bette Clair McMurray Foundation».
Το 1979 η εταιρία πουλήθηκε στη Gilette Corporation για περίπου 50 εκατομμύρια δολάρια και έξι μήνες μετά η εφευρετική γραμματέας έφυγε από τη ζωή.