Όταν συζητάμε για γνωστούς ταξιδιωτικούς προορισμούς, το μυαλό μας πηγαίνει σε φυσικά και ανθρώπινα θαύματα, από φαντασμαγορικά θεματικά πάρκα και αρχιτεκτονήματα που αψηφούν τον χρόνο μέχρι και παραλίες με κρυστάλλινα νερά ή εξωτικά σημεία της υδρογείου.
Και κάπως έτσι ήταν άλλοτε τα μέρη της λίστας μας, φτάνοντας να γίνουν δημοφιλέστατα για τις χάρες τους.
Μόνο που ο χρόνος, η φύση, ο άνθρωπος ή η ίδια η μοίρα είχαν τελικά άλλα στο μυαλό τους και εκεί που ήταν άλλοτε στον κολοφώνα της φήμης τους και πλημμύριζαν με κόσμο, κατέληξαν σωστά ερείπια του χρόνου.
Απομεινάρια μιας άλλης εποχής, που εγκαταλειμμένα πια θυμίζουν αλλοτινά μεγαλεία και περασμένες δόξες.
Οι τουρίστες δεν συνωστίζονται πια εκεί και οι μπουλντόζες αναλαμβάνουν πλέον τον πρώτο λόγο, καθώς οι θησαυροί του παρελθόντος καταλήγουν κάποιες φορές σωστά σκουπίδια. Μόνο που η ομορφιά και η λάμψη συνεχίζει να τα στοιχειώνει…
Μικροί ιπτάμενοι δίσκοι είχαν εμφανιστεί το 1978 κοντά στη Νέα Ταϊπέι της Ταϊβάν ως η νέα τουριστική ατραξιόν των βορείων ακτών της περιοχής. Ο κατασκευαστικός κολοσσός Hung Kuo Group είχε φτιάξει πάμπολλα από δαύτα τα θεότρελα οικοδομήματα ως την τελευταία λέξη της μόδας, διαφημίζοντάς τα γενναία ώστε να προσελκύσουν αμερικανούς πρωτίστως τουρίστες.
Ήταν ένα πολυτελές και οικογενειακό θέρετρο που ξεφύτρωσε μαγικά από το πουθενά, αν και μέχρι το 1980 η διαχειρίστρια εταιρία παρέπαιε οικονομικά, καθώς δεν είχε βρει την τουριστική απήχηση που περίμενε. Ο φιλόδοξος ταξιδιωτικός προορισμός έμεινε τελικά ημιτελής και, από καθαρή ειρωνεία, έγινε απείρως γνωστότερος όταν εγκαταλείφθηκε οριστικά!
Τότε εμφανίστηκε σε ταινίες σε βιντεοκλίπ και όλοι μιλούσαν για την κατάρα που εξαπλώθηκε στην περιοχή όταν οι κατασκευαστές γκρέμισαν έναν κινέζικο δράκο για να περάσει ο δρόμος. Το 2010 ισοπεδώθηκαν όλα τους τελικά, κι αυτό για να ξαναφτιαχτεί νέο τουριστικό θέρετρο…
Σήμερα δεν είναι παρά μια σειρά ερειπίων και εγκαταλειμμένων κτιρίων, στη δεκαετία του 1920 ήταν όμως ένας από τους δημοφιλέστερους ταξιδιωτικούς προορισμούς των Γάλλων. Χτισμένο σε παραδοσιακό αποικιοκρατικό ρυθμό, το συγκρότημα φιλοξενούσε ξενοδοχείο και καζίνο, εκκλησία, βασιλικά ανάκτορα και πολυτελή καταλύματα για τις διακοπές των πλούσιων Γάλλων που ήθελαν να απολαύσουν τη φύση και τους καταρράκτες του Όρους Μποκόρ της νότιας Καμπότζης.
Ήταν όμως σε εντελώς απομακρυσμένο σημείο και οι δυσκολίες φάνηκαν από την αρχή: μέχρι να ανοίξει τις πύλες του το 1925, περισσότεροι από 900 εργάτες είχαν χάσει τη ζωή τους. Γάλλοι τουρίστες έφταναν ωστόσο εδώ κατά ορδές και μέχρι τη δεκαετία του 1940 είχε γίνει γνωστότατος προορισμός, έπεσε όμως κι αυτός θύμα του Πολέμου της Ινδοκίνας. Παρά τις περιπέτειες, αναβίωσε για λίγο το 1962, όταν το συγκρότημα επεκτάθηκε κι άλλο, πριν έρθουν τελικά στα πράγματα οι Ερυθροί Χμερ και το ορεινό θέρετρο εγκαταλειφθεί οριστικά.
Κι εκεί που η ιστορία του είχε σφραγιστεί, επενδυτές θέλουν σήμερα να αναβιώσουν τις παλιές του δόξες, καθώς η Καμπότζη έχει φτιάξει επιτέλους δρόμο που κάνει την περιοχή απείρως πιο προσβάσιμη…
Σε ένα από τα απομακρυσμένα ηφαιστειακά νησάκια της Ιαπωνίας, με ημιτροπικό κλίμα, καμιά 300αριά χιλιόμετρα νότια του Τόκιο, χτυπούσε η καρδιά του τοπικού τουρισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως «Χαβάη της Ιαπωνίας» το διαφήμιζαν και ορδές ταξιδιωτών συνωστίζονταν από το 1963 στο πολυτελές θέρετρο του Hachijo-jima, του πιο ακριβού ξενοδοχείου ολόκληρης της Ασίας!
Όσοι οι Ιάπωνες αύξαναν όμως το κατά κεφαλήν εισόδημά τους και αναζητούσαν πια την πραγματική Χαβάη ή τα κοντινά Γκουάμ και Ταϊλάνδη, τόσο έφθιναν τα μεγαλεία του θέρετρου. Το δεκαώροφο μεγαλούργημα του νησιού, ένα από τα μεγαλύτερα εκείνης της γωνιάς του κόσμου, άλλαξε πάμπολλα χέρια, έγινε ακόμα πολυτελέστερο, αν και τίποτα δεν φάνηκε να μπορεί να το σώσει από την παρακμή. Όλοι ήθελαν πια να περάσουν τις διακοπές τους στην πραγματικά τροπική Οκινάουα, κι έτσι πριν από μια δεκαετία έκλεισε τελικά οριστικά το μεγαλοπρεπές ξενοδοχειακό συγκρότημα.
Σήμερα μόνο η φύση τιμά το αλλοτινό βασιλικό ξενοδοχείο της Ιαπωνίας…
Ήταν γερμανοί άποικοι αυτοί που έφτιαξαν την πόλη στην ενδοχώρα της Ναμίμπια, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές, όταν το 1908 βρήκε κάποιος ένα διαμάντι μέσα στους αμμόλοφους. Πάμπολλοι ήρθαν εδώ και έκαναν αμύθητες περιουσίες, φτιάχνοντας στην πορεία μια πόλη που έσφυζε από ζωή και τουριστική δραστηριότητα.
Καζίνο, θέατρα, αίθουσες χορών και δεξιώσεων, οίκοι ανοχής, ακόμα και πραγματικές υποδομές όπως σχολεία και νοσοκομείο εμφανίστηκαν σύντομα στην Kolmanskop, και οι ταξιδιώτες έφταναν εδώ όχι για να βρουν πια διαμάντια, αλλά για να απολαύσουν «κακόφημες» διασκεδάσεις και ξένοιαστες στιγμές.
Μέχρι το 1954 όλα αυτά, όταν η πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά, καθώς εξαντλήθηκε η κύρια πηγή πλουτισμού. Παρά το γεγονός ότι πέρασε μισό αιώνα ως ερείπιο, σήμερα γνωρίζει ξανά ήπια τουριστική άνθηση, καθώς οι πάντα περίεργοι ταξιδιώτες καταφτάνουν πια με τζιπ εδώ για να δουν τα γεμάτα με άμμο σπίτια και τις περασμένες δόξες του παρελθόντος, πριν τις καταπιεί οριστικά η έρημος…
Penn Hills Resort το έλεγαν και ήταν ένα συγκρότημα καταλυμάτων για τη μεσοαστική τάξη που αναζητούσε να ηρεμήσει στο σπα, να μουλιάσει στις περιβόητες μπανιέρες σε σχήμα καρδιών ή να περάσει εκεί τον μήνα του μέλιτός της. Το θέρετρο έφτασε να γίνει ένα από τα δημοφιλέστερα των ΗΠΑ και δωμάτιο δεν έβρισκες για κανέναν λόγο, παρά τα 100 και πλέον καταλύματά του.
Έτσι επιτηδευμένα κιτσάτο καθώς ήταν με τις μοκέτες παντού και τα στρογγυλά κρεβάτια, έμοιαζε ακαταμάχητο για τους Αμερικανούς μέχρι και τα τέλη του 20ού αιώνα. Είχε επεκταθεί τόσο που είχε πια ακόμα και γήπεδο γκολφ, αλλά και πίστα του σκι. Το 2009 εγκαταλείφθηκε τελικά, καθώς πέθανε η ιδιοκτήτριά του και έγινε γνωστό πως τα χρέη είχαν γιγαντωθεί όλα αυτά τα χρόνια.
Το Penn Hills Resort, που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού λέει κάτι σε όλους, πουλήθηκε πρόσφατα, αν και κανείς δεν ξέρει τα σχέδια του νέου ιδιοκτήτη. Πολλά τμήματά του έχουν κατεδαφιστεί, απομένουν όμως κι άλλα που μιλάνε ακόμα για τα περασμένα μεγαλεία…
Η κινέζικη εκδοχή της Disneyland χτιζόταν καμιά 30αριά χιλιόμετρα έξω από το Πεκίνο ως το μεγαλύτερο θεματικό πάρκο της Ασίας. Ήταν να ξεδιπλωθεί σε περισσότερα από 120 στρέμματα, αν και δεν έμελλε να ολοκληρωθεί ποτέ. Το 1998 σταμάτησαν οι εργασίες, η επόμενη δεκαετία πέρασε με δικαστικές μάχες και οικονομική δυσπραγία και η τελευταία απόπειρα του 2008 ναυάγησε και πάλι.
Η πλάκα ήταν πως η περιοχή κατακλυζόταν από κόσμο, καθώς όλοι ήθελαν να δουν τη Wonderland να χτίζεται! Ακόμα και οργανωμένες ξεναγήσεις γίνονταν στο εγκαταλειμμένο πάρκο που δεν έλεγε να ολοκληρωθεί. Ήταν πράγματι από τους δημοφιλέστερους προορισμούς για τις κινεζικές οικογένειες, που έδιναν την υπόσχεση πως θα επέστρεφαν ξανά όταν άνοιγε τελικά της πύλες της.
Τον Μάιο του 2013 άρχισε να κατεδαφίζεται, γνωρίζοντας μια τελευταία αναβίωση της τουριστικής της απήχησης. Ήταν το μεγαλύτερο θεματικό πάρκο της Ασίας που δεν φτιάχτηκε ποτέ, είχε λοιπόν τον μαγνητισμό του στον κόσμο. Εκπρόσωπος της κατασκευάστριας εταιρίας υποσχέθηκε πρόσφατα πως στη θέση της θα φτιαχτεί το μεγαλύτερο σουπερμάρκετ της Ασίας, πλάι στο εμπορικό κέντρο που έχει ήδη χτιστεί, αλλά και τα χωράφια που καλλιεργούν οι ντόπιοι εκεί που έπρεπε κανονικά να είναι τα παιχνίδια…
Η Villa Epecuen, έξω από το Μπουένος Άιρες, χτίστηκε στη δεκαετία του 1920 ως ένα από τα πιο φιλόδοξα τουριστικά πλάνα της Αργεντινής. Ήταν ένα ολόκληρο χωριό για ταξιδιώτες στις όχθες της λίμνης Epecuen και έζησε πολύ μεγάλες στιγμές μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με χιλιάδες ντόπιους και ξένους να περνούν ξένοιαστες στιγμές στο κολοσσιαίο θέρετρο και τα θεραπευτικά υφάλμυρα νερά της λίμνης.
Το 1985 όμως το γειτονικό φράγμα έσπασε και το νερό κατάπιε το χωριό που μπορούσε να φιλοξενήσει μέχρι τότε, και φιλοξενούσε συχνά μέσα στον χρόνο, πάνω από 5.000 επισκέπτες. Τα νερά υποχώρησαν προοδευτικά έπειτα από 25 ολόκληρα χρόνια, ο τουριστικός οικισμός δεν αναβίωσε όμως ποτέ ξανά.
Οι 280 επιχειρήσεις που λειτουργούσαν στο χωριό θεώρησαν δυσβάσταχτο το κόστος, υποθέτοντας πως στις δυόμιση αυτές δεκαετίες όλοι θα είχαν ξεχάσει τη Villa Epecuen. Ένας και μόνο ένας κάτοικος ζει πια εκεί, ένας 87χρονος, ο οποίος επέστρεψε το 2009 και ξανάχτισε το σπιτικό του…
Ένα μικρό χωριουδάκι σκαρφαλωμένο στα βουνά της νότιας Ιταλίας έχει ιστορία χιλιάδων ετών, αν και η πραγματική του ανάπτυξη δεν συνέβη παρά τα τελευταία 500 χρόνια. Οι πρώτοι του κάτοικοι ήταν μάλιστα Έλληνες, οι οποίοι είχαν ανέβει στο βουνό από την παραλιακή πόλη Μεταπόντιο, και τάφοι που έχουν βρεθεί στην περιοχή υποδεικνύουν πως υπήρχε ζωή ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ.
Ως Craco έμεινε τελικά γνωστό και πέρασε από χίλια κύματα, συνυφασμένο καθώς ήταν με την πολυτάραχη ζωή της Λουκανίας (Μπαζιλικάτα), και στα νεότερα χρόνια μετατράπηκε σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό, έτσι γραφικό και ιστορικό καθώς ήταν.
Κι εκεί που πήγαιναν όλα καλά, οι κατολισθήσεις επιδεινώθηκαν στη δεκαετία του 1990 και το έδαφος έγινε ιδιαιτέρως ασταθές, αναγκάζοντας τους κατοίκους να τα μαζέψουν και να φύγουν.
Σήμερα κανείς δεν ζει εκεί, αν και η ομορφιά του καταφέρνει και επιβιώνει μέσα στην παρακμή…