Αρχές 20ού αιώνα. Η δράση ενός ψυχοπαθούς δολοφόνου που σκότωνε τα θύματά του με ένα τσεκούρι έχει προκαλέσει αναστάτωση στη Νέα Ορλεάνη.
Παρόλο που ο διαβόητος «Δολοφόνος με το Τσεκούρι» άφησε πίσω του μάρτυρες αλλά και το τσεκούρι στον τόπο του εγκλήματος, η αστυνομία δεν κατάφερε να τον πιάσει ποτέ.
Κάποιοι πίστεψαν ότι ήταν ένας ψυχοπαθής εγκληματίας κι άλλοι ότι δεν ήταν άνθρωπος αλλά μία σκοτεινή «δαιμονική παρουσία». Για σχεδόν δύο χρόνια, το «τσεκούρι» της Νέας Ορλεάνης θα τρομοκρατούσε τους κατοίκους μίας ολόκληρης πόλης. Έμπαινε στα σπίτια τους, έπαιρνε ένα τσεκούρι από την εργαλειοθήκη και στη συνέχεια γινόταν καπνός χωρίς να αφήσει ίχνη.
Μέσα σε 17 μήνες επιτέθηκε σε 12 άτομα, εκ των οποίων τα επτά πέθαναν ακαριαία ή υπέκυψαν αργότερα στα τραύματά τους.
Ο πρώτος καταγεγραμμένος φόνος έγινε στις 23 Μαΐου του 1918. Ο παντοπώλης Τζόφεφ Μάτζιο και η γυναίκα του, Ιταλοί μετανάστες, κοιμόντουσαν στο σπίτι τους όταν ένας άντρας μπήκε μέσα και τους σκότωσε. Το αποτρόπαιο θέαμα αντίκρισε ο γιος της οικογένειας.
Ο δράστης δεν είχε κλέψει τίποτα, ενώ ένα τσεκούρι κι ένα ξυράφι βρέθηκαν στο μπάνιο του σπιτιού. Η αστυνομία θεώρησε ως βασικό ύποπτο τον γιο επειδή το ξυράφι ήταν δικό του, αλλά καθώς δεν βρέθηκε κάτι άλλο να τον συνδέει με το έγκλημα αφέθηκε ελεύθερος.
Το καλοκαίρι σημειώθηκαν άλλες τέσσερις παρόμοιες επιθέσεις.
Το «τσεκούρι της Νέας Ορλεάνης» ακολουθούσε πάντα την ίδια τακτική. Παραβίαζε τα σπίτια των θυμάτων του δημιουργώντας μια μικρή τρύπα στην πίσω πόρτα, έμπαινε στο υπνοδωμάτιο και με ένα τσεκούρι, το οποίο δεν είχε ποτέ μαζί του αλλά δανειζόταν από την εργαλειοθήκη του σπιτιού, τραυμάτιζε βαριά τα θύματά του. Αν και τα περισσότερα θύματα ήταν άντρες, η αστυνομία πίστευε ότι ο δολοφόνος έτρεφε μια προτίμηση για τις γυναικείο φύλο και χτυπούσε μόνο όσους άνδρες έτυχε να βρίσκονται εκείνη τη στιγμή στο σπίτι.
Το γεγονός ότι δεν έκλεβε ποτέ κάτι από τα θύματα, έκανε την αστυνομία να έχει αποκλείσει το κίνητρο της ληστείας.
Μεσολάβησε μισός χρόνος αδράνεια μέχρι τις 10 Μαρτίου 1919 που ο δολοφόνος επέστρεψε και κατακρεούργησε μία τετραμελή οικογένεια, αφήνοντας ζωντανή μόνο τη μητέρα που βρέθηκε από τους αστυνομικούς να κρατά το κεφάλι της κόρης της.
Η γυναίκα περιέγραψε τον κατά συρροή δολοφόνο ως ένα μεγαλόσωμο άντρα με σκληρά χαρακτηριστικά.
Παρά τις συνεχείς επιθέσεις και το ανθρωποκυνηγητό που είχε εξαπολύσει η αστυνομία, παρέμενε ασύλληπτος. Γρήγορα εξαπλώθηκε μία φήμη πως ο δολοφόνος της Νέας Ορλεάνης ίσως να μην ήταν άνθρωπος αλλά μια υπερφυσική υπόσταση.
Μέχρι τις 13 Μαρτίου 1919, όπου και δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες της πόλης μία επιστολή στην οποία υπέγραφε ο «Δολοφόνος με το Τσεκούρι».
Το γράμμα μεταξύ άλλων έλεγε: «Κόλαση, Μάρτιος 13,1919. Προς θνητούς: Δεν με έχουν πιάσει και ποτέ δεν θα συμβεί. Δεν με έχουν δει ποτέ, γιατί είμαι αόρατος, όπως ο αιθέρας που περικυκλώνει τη γη. Δεν είμαι άνθρωπος, αλλά ένα πνεύμα και ένας δαίμονας από την άβυσσο της κόλασης. Είμαι αυτό που εσείς άνθρωποι της Ορλεάνης και η βλαμμένη αστυνομία με ονομάζει “Δολοφόνο με το Τσεκούρι”. Όταν το θεωρήσω πρέπον, θα έρθω και θα διεκδικήσω κι άλλα θύματα. Μόνο εγώ ξέρω ποια θα είναι. Δεν θα αφήσω ίχνη μόνο το ματωμένο τσεκούρι, επικαλυμμένο με το αίμα και το μυαλό από όποιον έχω στείλει στον κάτω κόσμο να μου κρατά συντροφιά.[…] Αναμφισβήτητα, πιστεύετε ότι είμαι ο χειρότερος δολοφόνος, που είμαι, αλλά μπορώ να γίνω ακόμη πιο κακός. Αν το επιθυμούσα, θα επισκεπτόμουν την πόλη σας κάθε βράδυ. Τώρα, για να είμαι ακριβής, στις 12:15 το βράδυ της Πέμπτης θα έρθω στη Νέα Ορλεάνη. Στον απέραντο οίκτο που έχω, θα σας κάνω μια πρόταση. Είμαι λάτρης της τζαζ μουσικής και υπόσχομαι σε όλους τους διαβόλους της κόλασης ότι θα χαρίσω τη ζωή σε όποιον έχει στο σπίτι μια μπάντα που να παίζει τζαζ την ώρα που ήδη ανέφερα. Αν γίνει αυτό, τόσο το καλύτερο για εσάς. Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Όποιος από εσάς (αν υπάρχει κανείς) που δεν παίζει τζαζ το βράδυ της Πέμπτης, θα λάβει τσεκούρι. […]. Ήμουν, είμαι και θα είμαι το χειρότερο πνεύμα που υπήρχε ποτέ είτε στην πραγματικότητα είτε στη σφαίρα της φαντασίας. Δολοφόνος με το τσεκούρι».
Το θέλημά του εισακούστηκε. Το βράδυ της Πέμπτης όλες οι παμπ ήταν ασφυκτικά γεμάτες και σε όλη την πόλη ακουγόταν τζαζ μουσική. Μάλιστα, ένας συνθέτης της πόλης δημιούργησε το τζαζ κομμάτι «Η τζαζ του μυστηριώδη δολοφόνου με το τσεκούρι».
Κανένας φόνος δεν έγινε εκείνα τα μεσάνυχτα. Νυχτερινές περιπολίες πραγματοποιήθηκαν στην πόλη ενώ πολλοί ήταν αυτοί που κουβαλούσαν πάνω τους κάποιο αιχμηρό αντικείμενο για προστασία.
Για έναν άνθρωπο που λάτρευε τόσο την τζαζ και μόνο το ότι γράφτηκε ένα τραγούδι προς τιμήν του αποδείχθηκε μάλλον ικανοποιητικό…