Τα χρόνια που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, «βύθισαν» τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων στη φτώχεια και την ανέχεια. Όποιος έχει ακούσει ιστορίες από παλαιότερους γνωρίζει πως εκείνα τα χρόνια η εξαθλίωση μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας ήταν που οδήγησαν πολλούς στη μετανάστευση.
Η πείνα και οι κάκιστες συνθήκες διαβίωσης ήταν για πάρα πολλούς Έλληνες καθημερινός «σύντροφος» σε μια ζωή που είχε πολλές πίκρες και μετρημένες στα δάχτυλα χαρές. Τη δεκαετία του 1960 η Ελλάδα προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της, αλλά τα κουράγια και οι αντοχές είχαν σωθεί.
Τότε ένας φτασμένος ηθοποιός, αποφασίζει να κάνει την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά με στόχο να μεταφέρει (όσο αυτό ήταν δυνατόν) στη μεγάλη οθόνη όλα τα βάσανα και τις κακουχίες που βίωναν οι άνθρωποι στις φτωχογειτονιές της χώρας.
Όταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης αποφάσιζε να δημιουργήσει την ταινία «συνοικία το όνειρο» δεν περίμενε πως η προσπάθεια του αυτή θα μετατρεπόταν σε έναν πραγματικό εφιάλτη και θα τον ανάγκαζε να αποκηρύξει το ίδιο του το δημιούργημα το οποίο έπεσε στα νύχια της λογοκρισίας που δεν επέτρεψε να βγει προς τα έξω μια τέτοια εικόνα για την «ευημερούσα» Ελλάδα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Αλέκος Αλεξανδράκης, έχοντας ήδη μια επιτυχημένη πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, αποφάσισε να κάνει το πρώτο του εγχείρημα πίσω από τις κάμερες.
Όπως ο ίδιος ο αξέχαστος ηθοποιός είχε πει σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, έβαλε σε αυτό το εγχείρημα όσα λεφτά είχε αποταμιεύσει από τις ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει τα προηγούμενα χρόνια. Υπογράφει, λοιπόν, τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο», σε σενάριο του Τάσου Λειβαδίτη και του Κώστα Κοτζιά.
Πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος και στο πλευρό του, η πρώην σύζυγός του Αλίκη Γεωργούλη, αλλά και πολλοί άλλοι γνωστοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί όπως η Σαπφώ Νοταρά και ο σπουδαίος Μάνος Κατράκης. Το κόστος της ταινίας ήταν υψηλό, καθώς τα περισσότερα γυρίσματα ήταν εξωτερικά αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον δημιουργό της ο οποίος επεδίωκε να δείξει το πραγματικό πρόσωπο της φτώχειας και της εξαθλίωσης, πετώντας μια «πέτρα» στη βιτρίνα της ωραιοποιημένης πρωτεύουσας που γλεντάει και τα σπάει στα μπουζούκια, δίχως προβλήματα και σκοτούρες.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως ο Αλεξανδράκης επιλέγει για τα γυρίσματα την περιοχή του Ασυρμάτου. Ένα πρώην λατομείο, κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου, κοντά στα Άνω Πετράλωνα, που στην ουσία ήταν μια παραγκούπολη, που έμεναν πάμπτωχοι και μεροκαματιάρηδες άνθρωποι μαζί με πρόσφυγες από την Μικρά Ασία.
Την εποχή εκείνη η χώρα είχε βγει από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που είχε διχάσει την κοινωνία και με μαθηματική ακρίβεια οδηγούταν σε μια χούντα, όπως και τελικά έγινε, περίπου έξι χρόνια αργότερα, από τους Απριλιανούς δικτάτορες.
Κυβέρνηση ήταν η ΕΡΕ και πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η καθεστηκυία τάξη που ήταν θορυβημένη από την μεγάλη άνοδο που σημείωναν τα ποσοστά της ΕΔΑ προσπαθεί να παρουσιάσει μια εικόνα για τη χώρα που παρασάγγας απείχε από την πραγματικότητα. Η «ευημερούσα» Ελλάδα ήταν για τους λίγους.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, ήταν σε πλήρη ισχύι και το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» που περιελάβανε σωρεία διώξεων και φυλακίσεων για τους αριστερούς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε πως τον Οκτώβρη του 1961 έγιναν οι εκλογές που έμειναν στην ιστορία με τον όρο «βίας και νοθείας».
Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον ο «γνωστός δια τα Αριστερά του φρονήματα» Αλέκος Αλεξανδράκης επιχειρεί να δημιουργήσει τη «Συνοικία το Όνειρο», βάζοντας ως συμπρωταγωνιστή δίπλα του τον επίσης Αριστερό, Μάνο Κατράκη και τον πολιτικά «δακτυλοδεικτούμενο» Μίκη Θεοδωράκη να υπογράφει τη μουσική, δημιουργώντας ένα τραγούδι που έμελλε να γίνει ύμνος για τη φτωχολογιά.
Με αυτά τα δεδομένα ήταν περίπου σίγουρο πως όταν η ταινία έφτανε στην επιτροπή λογοκρισίας θα τύγχανε μιας… ιδιαίτερης αντιμετώπισης και μεταχείρισης.
Το πόσο ενόχλησε το θέμα της ταινίας το καθεστώς εκείνης της εποχής, φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εμφανίζονταν στην περιοχή του Ασυρμάτου παρακρατικοί και τραμπούκοι που προσπαθούσαν ακόμα και με ξύλο και απειλές προς τους κομπάρσους (πολλοί εκ των οποίων ήταν κάτοικοι της περιοχής) να διακόψουν τα γυρίσματα.
Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, η ταινία φτάνει αρχικά στα χέρια της επιτροπής προληπτικής λογοκρισίας. Στη συνέχεια περνάει από την ειδική επιτροπή για τη χορήγηση άδειας «γυρίσματος», έπειτα επιστρέφει στην πρώτη επιτροπή προκειμένου να πάρει άδεια προβολής. Τελευταίο στάδιο ήταν η επιτροπή ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών για να πάρει άδεια προβολής στο Φεστιβάλ της Βενετίας!
Όπως είναι εύκολα κατανοητό κάθε φορά που η ταινία περνούσε από κάποια επιτροπή δεχόταν και το απαραίτητο «πετσόκομμα». Οι αρχικές κόπιες μεταφέρθηκαν στην ασφάλεια για να καταστραφούν. Οι αστυνομικοί, μάλιστα, δεν δίστασαν να καλέσουν τον Αλέκο Αλεξανδράκη προκειμένου να είναι παρών στην καταστροφή τους!
Ο σκηνοθέτης όπως είναι φυσικό αρνήθηκε να παραβρεθεί στην καταστροφή του έργου του και όταν ήρθε η ώρα να βγει η ταινία στους κινηματογράφους δήλωσε: «Από τη στιγμή που κόπηκε, δεν με αφορά».
Ότι, τέλος πάντων, είχε… περισσέψει από την αρχική δημιουργία του Αλεξανδράκη, πήρε την άδεια για να προβληθεί στις 3 Αυγούστου 1961 στον κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ». Όμως ούτε εκεί σταμάτησαν τα προβλήματα. Η πρεμιέρα διεκόπη βίαια από αστυνομικούς, που εισέβαλαν στην κινηματογραφική αίθουσα και κατέβασαν τον γενικό διακόπτη, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επίσημων καλεσμένων.
Αναλυτική περιγραφή των γεγονότων μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω στο απόκομμα της εφημερίδας «Ελευθερία», όπως δημοσιεύθηκε την επομένη της επεισοδιακής πρώτης προβολής.
Στην Ελλάδα η ταινία προβλήθηκε μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφού η προβολή της στην υπόλοιπη χώρα απαγορεύθηκε…
Όπως είναι φυσιολογικό κάτω από αυτές τις συνθήκες η ταινία ήταν μια εισπρακτική αποτυχία. Ο ίδιος ο Αλεξανδράκης έκανε λόγο για οικονομική καταστροφή.
Η ταινία, ωστόσο, γνώρισε τεράστια εισπρακτική επιτυχία καιρό αργότερα στο εξωτερικό και ειδικότερα στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. «Από εκεί βγήκαν τα λεφτά. Κέρδη ήταν τα ατελείωτα ταξίδια μας και οι γνωριμίες. Φιλίες που άνοιξαν και πυρκαγιές… Μόσχα, Πράγα, Κίεβο, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Σόφια, Βερολίνο, Κούβα» γράφει στην αυτοβιογραφία της η Αλίκη Γεωργούλη, η οποία αποκαλύπτει πως το κόστος για τα γυρίσματα «ήταν 1.472.000 δραχμές, σχεδόν τα διπλά απ’ όσο κόστιζαν τότε οι ταινίες της Βουγιουκλάκη»!
Μέσα από τα τόσα προβλήματα και εμπόδια η συγκεκριμένη ταινία χαρακτηρίσθηκε ως μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές ταινίες του ελληνικού νεορεαλισμού.
Οι κριτικοί της εποχής την χαρακτήρισαν «αριστούργημα» και μίλησαν πολύ κολακευτικά και για την υπέροχη μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη ενώ όσο και αν κυνηγήθηκε τιμήθηκε με 2 βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, γράφοντας τη δική της χρυσή σελίδα στην ελληνική 7η τέχνη.