Η Στέλλα δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Ερωτευόταν πέρα και έξω από τα στενά «καλούπια» της Ελλάδας της δεκαετίας του ’50. Ήταν δακτυλοδεικτούμενη. Περιφρονούσε το δήθεν και το «τι θα πει ο κόσμος»… Ας έλεγε ότι ήθελε! Εκείνη πήγαινε κόντρα σε όλους και σε όλα αρκεί να ζούσε τον έρωτα ελεύθερα. Ακόμα κι αν ήξερε πως ο έρωτας αυτός θα μετατρεπόταν για την ίδια σε «δίκοπο μαχαίρι». Έκανε αυτό που τις επέβαλε η συνείδησή της. Έπραττε, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι, «κατά τον δαίμονα εαυτού». Υπέκυπτε μόνο στους προσωπικούς της δαίμονες και βάδισε με χαμόγελο ίσια πάνω στο μαχαίρι που, τελικά, της έκοψε το νήμα της ζωής. Ακόμα και τότε, όμως, εκείνη την ύστατη ώρα, ήθελε να γευτεί τον έρωτα. Γι’ αυτό τη στιγμή που ξεψυχούσε ζήτησε από τον αγαπημένο της να την φιλήσει… Η «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη είναι, πλέον, μια ταινία θρύλος με πολλά στοιχεία αρχαίας τραγωδίας. Η πρωταγωνίστρια ένα σύμβολο του ελεύθερου έρωτα που κατακρίθηκε ακόμα και από τα –υποτίθεται- προοδευτικά έντυπα της Αριστεράς. Για τις νεότερες γενιές, η «Στέλλα» είναι, πέρα όλων των άλλων, και μια ευκαιρία για να περιηγηθεί κάποιος στην μετεμφυλιακή Αθήνα που ακόμα μετρούσε τις πληγές της. Μπορεί το σενάριο να διαδραματίζεται στον Πειραιά, ωστόσο, πολλές σκηνές (με αποκορύφωμα εκείνη του μαχαιρώματος) έχουν γυριστεί στα Εξάρχεια και την ευρύτερη περιοχή του κέντρου της πρωτεύουσας…
Η υπόθεση μιας σύγχρονης… αρχαίας τραγωδίας
Δημιουργός της «Στέλλας» ο 33χρονος, τότε, Μιχάλης Κακογιάννης. Ο δημιουργός τοποθετεί την ηρωίδα του σε ένα πλαίσιο που σοκάρει την άκρως συντηρητική μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η εικόνα της σκάει σαν βόμβα. Μακριά από την εικόνα της γλυκούλας κόρης, του κοριτσιού από (και για) σπίτι, της χρυσοχέρας νοικοκυράς, της άμεμπτης χήρας και της άσπιλης γεροντοκόρης, η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη) είναι τραγουδίστρια, το πρώτο όνομα του λαϊκού μαγαζιού «ο παράδεισος». Είναι εκρηκτική γυναίκα, που ζει και ερωτεύεται, πέρα από τα στερεότυπα της εποχής της. Όταν γνωρίζει τον Μίλτο (Γιώργος Φούντας), ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού που την τραβά σαν μαγνήτης, διακόπτει τον δεσμό της με τον Αλέκο (Αλέκος Αλεξανδράκης), νεαρό γόνο μιας πλούσιας οικογένειας, που αντιδρούσε στη σχέση τους. Ο Αλέκος σκοτώνεται σε ένα τροχαία ατύχημα. Ο Μίλτος θέλει να την κάνει γυναίκα του κι εκείνη δέχεται, αλλά το μετανιώνει σχεδόν αμέσως και τον εγκαταλείπει. Την ημέρα του γάμου τους δεν πάει ποτέ στην εκκλησία και περνά τη νύχτα της με τον Αντώνη (Κώστας Κακκαβάς), ένα νεαρό που γνώρισε στο δρόμο. Ξημερώματα, επιστρέφοντας στο σπίτι της, έρχεται αντιμέτωπη με τον Μίλτο και χαμογελαστή συναντά τον θάνατο από το μαχαίρι του, ενώ την ώρα που ξεψυχά στην αγκαλιά του, του ζητά να την φιλήσει, σε μια από τις συγκλονιστικότερες σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου.
Άγνωστες πτυχές της ταινίας και η dream team των συντελεστών
Υποτίθεται πως το σενάριο της ταινίας εξελίσσεται στις φτωχογειτονιές του Πειραιά. Δεν είναι έτσι όμως. Το σημείο που γυρίστηκε η σκηνή του φόνου της Στέλλας, εκείνο το χαρακτηριστικό για εκείνη την εποχή, τρίστρατο, βρίσκεται στη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού στα Εξάρχεια. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ναι, στη διάρκεια της ταινίας εμφανίζονται σκηνές που έχουν γυριστεί στον Πειραιά, την Καστέλλα και το Μικρολίμανο αλλά υπάρχει και η πλατεία Αβησσυνίας, η οδός Ηφαίστου, η πλατεία Μοναστηρακίου, η Πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, το Α’ Νεκροταφείο και η οδός Αναπαύσεως, η Ερμού, η Όθωνος και η Αμαλίας στο Σύνταγμα, η Βουκουρεστίου, η Πανεπιστημίου, η Χαριλάου Τρικούπη, η Πεσματζόγλου, το Αρσάκειο, τα δικαστήρια της οδού Σανταρόζα, οι ανηφοριές του Λυκαβηττού. Σχεδόν ολόκληρη η ταινία, είναι σήμερα ένα διαμάντι όπου ο θεατής μπορεί να ανακαλύψει πως ήταν η Αθήνα εκείνη την εποχή. Είναι ένας ασπρόμαυρος «χάρτης» μιας περιόδου που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Πέρα από τις τοποθεσίες, ωστόσο, εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι οι συντελεστές της ταινίας αποτελούσαν, όπως θα λέγαμε σήμερα χρησιμοποιώντας έναν κατ’ εξοχήν αθλητικό όρο, dream team! Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική με τη βοήθεια του Βασίλη Τσιτσάνη, τα σκηνικά δημιούργησε ο Γιάννης Τσαρούχης, την περίφημη αφίσα της ταινίας, φιλοτέχνησε ο ζωγράφος και «μάγος» της γιγαντοαφίσας Γιώργος Βακιρτζής, στη συγγραφή του σεναρίου συμμετείχε και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Η υπόθεση, άλλωστε, βασίστηκε στο άγνωστο στο ευρύ κοινό θεατρικό έργο του Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» (που ανέβηκε για πρώτη φορά μόλις το 1997 από το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου), το οποίο μεταφέρει την ιστορία της «Κάρμεν» του Μεριμέ. Τα κοστούμια ήταν της Ντένης Βαχλιώτη η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ για τις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» το 1960 και «Φαίδρα» το 1962 με πρωταγωνίστρια και πάλι τη Μελίνα Μερκούρη, ενώ το 1975 κέρδισε το Όσκαρ Ενδυματολογίας για την ταινία «Μεγάλος Γκάτσμπι». Για τους ηθοποιούς τα λόγια είναι περιττά. Μελίνα Μερκούρη, Γιώργος Φούντας, Αλέκος Αλεξανδράκης, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Χριστίνα Καλογερίκου, Κώστας Κακκαβάς Βούλα Ζουμπουλάκη, Τασσώ Καββαδία και βέβαια η σπουδαία Σοφία Βέμπο! Για την Μερκουρη και τον 19χρονο τότε Κακαβά ήταν η πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο. Ο ηθοποιός χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κώστας Καράλης καθώς, όπως ο ίδιος είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του, δεν ήθελε να μπει το πραγματικό του όνομα στους τίτλους, επειδή δεν συμφωνούσαν οι δικοί του! Το ψευδώνυμο του το βρήκε η Μερκούρη. Τους στίχους του τραγουδιού «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», που ακούγεται στην ταινία, έγραψε ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης
Η αυστηρή κριτική από τα προοδευτικά έντυπα της Αριστεράς
Όσο κι αν είναι κάτι που σήμερα μας κάνει εντύπωση τις χειρότερες κριτικές για την «Στέλλα» τις δημοσίευσαν έντυπα της Αριστεράς που αν και υποτίθεται πως έπρεπε να ήταν πιο «ανοιχτά», εντούτοις εμφανίστηκαν περισσότερο συντηρητικά από οποιοδήποτε άλλο μέσο. «Η χυδαιότητα και η ξετσιπωσιά παρουσιάζονται σαν ηρωισμός. Η μαγκιά και το σερτιλίκι, σαν παλληκαριά. (…) Το ξετραχηλισμένο αυτό γύναιο, η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί για να ‘χει το ελεύθερο να γλεντάει τη ζωή της, είναι ένας χαρακτήρας; Πιστεύουν πως η προσπάθειά της, η “πάλη” της να προασπίσει μιαν ανήθικη, μια διεστραμμένη ασυδοσία, μπορεί να κινήσει τη συμπάθεια ή το θαυμασμό, ή πως το μαχαίρωμά της από έναν αλήτη είναι τραγωδία; Ο κ. Κακογιάννης, ξένος ακόμα στον τόπο μας, χρωστάει να μελετήσει βαθύτερα την ελληνική πραγματικότητα που μπορεί να περιλαμβάνει ακόμα, σ’ έναν κάποιο βαθμό, τα μπουζούκια, δεν κλείνεται όμως σ’ αυτά. Η αισθητική του συνταύτιση με τον θιασώτη των μπουζουκιών και συνθέτη του “Καταραμένου φιδιού” Μάνο Χατζηδάκι είναι το λιγότερο αποκαρδιωτική. Όπως κι εκείνος, δε θα συγκινήσει παρά μόνο τους εστέτ» έγραψε ο Αντώνης Μοσχοβάκης, στην «Επιθεώρηση της Τέχνης». Στη συνέχεια τη «σκυτάλη» πήρε ο Κώστας Σταματίου ο οποίος έγραψε στην «Αυγή»: «Αυτό που βλέπουμε πάντως, είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ότι χαμηλότερο, ότι πιο “λούμπεν”, ότι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Είναι ένα καλομελετημένο συνοθύλευμα χυδαίου νατουραλισμού, μοιρολατρίας γαλλικής σχολής (της προπολεμικής εποχής), ψευτοελληνικού λαογραφικού στοιχείου (σερβίρει στους ξένους για Ελλάδα τα τουρκοανατολίτικα μπουζούκια -που κι εδώ πέρασε η μόδα τους-, το νταηλίκι, τη σεξουαλική ασυδοσία, το σουγιάδιασμα, την αλητεία κλπ.) ψεύτικης τολμηρότητας. (…) Λευτεριά λοιπόν στις γυναίκες να πηγαίνουν με τον πρώτο που θα τους αρέσει, και πετύχαμε την ανεξαρτησία μας! Δυστυχώς, θα ‘ναι πολλά τα θύματα της τολμηρότητας του Κακογιάννη».
Η διεθνής αναγνώριση μιας σπουδαίας ταινίας
Ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης στη βιογραφία του χαρακτηρίζει αυτές τις κριτικές «γελοίες που θα ξεχαστούν γρήγορα».
Η αλήθεια είναι πως αυτές οι κριτικές ήταν οι εξαιρέσεις. Η νεαρή τότε κρίτικος Ροζίτα Σώκου εστίασε στο γεγονός ότι με αφορμή την ταινία ο ελληνικός κινηματογράφος συζητήθηκε και θεωρήθηκε επιτέλους υπολογίσιμος παράγοντας στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική παραγωγή. Από την πλευρά της η Ελένη Βλάχου έγραψε: «η “Στέλλα” είναι ένα καλοχτισμένο μελόδραμα που διηγείται με ευφυΐα και αίσθημα την ιστορία μιας ατίθασης, υπερήφανης και αρκετά άτακτης κοπέλας, της “Στέλλας” που ζητεί να συνδυάσει τον έρωτα και την ελευθερία και να βρει μια ευτυχία χωρίς δεσμούς». Η ταινία προβλήθηκε στο 8ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Κανών το 1955 και την ίδια χρονιά απέσπασε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Χόλιγουντ και προτάθηκε για το Όσκαρ ενδυματολογίας. Σε εκείνη τη συνάντηση στις Κάννες έγινε και η γνωριμία του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία έγινε η μούσα του στις επόμενες ταινίες του σπουδαίου δημιουργού. Στους ελληνικούς κινηματογράφους η «Στέλλα» έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου 1955 και ήταν η πιο εμπορική της σεζόν 1955-1956, από τις 24 συνολικά ελληνικές παραγωγές που προβλήθηκαν καθώς «έκοψε» 134.142 εισιτήρια! Δείτε όλα τα θέματα του Weekend