Υπάρχει μια γυναίκα που κατάφερε να κερδίσει μια θέση σε μια μικρή ομάδα χαρτοπαικτών, που έχουν χαρακτηριστεί ως οι καλύτεροι στο Black Jack και το πόκερ. Η Κατ Χάλμπερτ συμπεριλήφθηκε στη λίστα του BBC με τις 100 γυναίκες του 2016 που ασκούν μεγάλη επιρροή και η ίδια μίλησε στο βρετανικό δίκτυο για το πώς κατάφερε να κερδίσει αρκετά χρήματα, νικώντας τους άντρες αντιπάλους της και τα καζίνο, και περιέγραψε γιατί, κατά τη δική της άποψη, οι γυναίκες είναι καλύτερες στο πόκερ από τους άντρες. «Για να κερδίσει στα χαρτιά, μια γυναίκα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ό,τι διαθέτει. Αν είσαι όμορφη, η προσοχή των αντρών θα αποσπαστεί με σκέψεις γύρω από το πώς να σε ρίξουν στο κρεβάτι… κάτι το οποίο σου δίνει ένα πλεονέκτημα. Άλλες γυναίκες παίζουν έναν πιο παιδικό ρόλο, ποντάροντας στην πατρική φύση των αντρών: ρωτούν αθώες ερωτήσεις, γνέφουν ευγενικά και καταγράφουν όσα ο αντίπαλός τους αποκαλύπτει για τον τρόπο που παίζει το παιχνίδι του. Αυτή είναι μια τακτική που ουδέποτε λειτούργησε για μένα. Εγώ έχω μια περισσότερο αλαζονική συμπεριφορά, ψυχρή. Ο άντρας αντίπαλος που δεν βλέπει φόβο σε μια γυναίκα… αυτό τον τρελαίνει. Η επιθυμία του να τη συνθλίψει είναι τεράστια», περιγράφει η ίδια. Η Χάλμπερτ αναφέρεται μάλιστα σε ένα περιστατικό που κάποιος της πέταξε μια μάρκα του πόκερ των 500 δολαρίων την ώρα που καθόταν στο τραπέζι για να φύγει. Κι αυτό γιατί ένας από τους παίκτες «δεν έπαιζε με κορίτσια». Έστειλε πίσω τη μάρκα με το δικό της μήνυμα: «Κι εγώ δεν παίζω με μ…ες, αλλά δεν έχω επίσης επιλογή». Δεν είναι βέβαια όλοι οι άντρες παίκτες το ίδιο, όπως εξηγεί, στο κείμενο που δημοσιεύεται στο BBC με τον τίτλο «Πώς πλούτισα νικώντας τους άντρες στο ίδιο τους το παιχνίδι». «Μιλάω απλώς για αυτούς που δεν θέλουν απλώς να σε κερδίσουν, αλλά να σε εξευτελίσουν. Με αυτούς, διαπίστωσα πως χρειάζεται απλώς να παίζω ευθέως για να τους κάνω μου ρίχνουν χρήματα μπροστά μου. Θα προσπαθούσαν να με τρομοκρατήσουν, ανεβάζοντας διαρκώς τα στοιχήματα. Το μόνο που έπρεπε να κάνω είναι να συνεχίζω το παιχνίδι, να δείχνω τα χαρτιά μου και να φεύγω με τα χρήματα. Κι αν είχα διάθεση να φανώ ιδιαίτερα σκληρή, θα μάζευα τις μάρκες με εξαιρετικά αργές κινήσεις, παρατείνοντας την αγωνία τους. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, κατάφερνα να μετατρέψω τις ανασφάλειες του αντιπάλου μου σε οργή. Όσο περισσότερο έχαναν τον έλεγχο, τόσο χειρότερα έπαιζαν». «Μεγαλώνοντας, η οικογένειά μου δεν είχε χρήματα», λέει. Η μητέρα της δούλευε ως νοσοκόμα, ο πατέρας της ως οδηγός φορτηγού και υπήρχαν άλλα πέντε παιδιά εκτός από την ίδια. Οι συνεχείς διαμάχες με τη μητέρα της, την οδήγησαν στα 15 της χρόνια να φύγει από το σπίτι της. Νοίκιασε ένα δωμάτιο στη Νέα Υόρκη και άρχισε να εργάζεται σε ένα εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών κάθε μέρα μετά το σχολείο της. Χρηματοδότησε η ίδια τις σπουδές της στη φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο. Μετά την αποφοίτηση βρήκε μια δουλειά σε μια υπηρεσία της Γερουσίας στη Νέα Υόρκη. «Κι επειδή ήξεραν ότι είχα ένα ψυχωτικό ενδιαφέρον για τα παιχνίδια όλων των ειδών, μου ανέθεσαν μια ερευνητική δουλειά αναφορικά με το αν θα έπρεπε να νομιμοποιήσουν τα τυχερά παιχνίδια», σημειώνει. Η Χάλμπερτ υποστήριζε τη νομιμοποίηση και από καιρό επιθυμούσε να γίνει και η ίδια επαγγελματίας παίκτρια. Αποφάσισε λοιπόν να πάει στο Λας Βέγκας για να δει από κοντά τα πράγματα και να ελέγξει εάν ήταν κάτι θετικό για τον κόσμο. Πήγε λοιπόν για διακοπές σε μια σχολή για ντίλερ στο παιχνίδι Black Jack. «Δεν είχα καμία πρόθεση να γίνω ντίλερ, αλλά αμέσως κατάλαβα ότι το καζίνο ήταν το μέρος όπου ανήκα». Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των μαθημάτων, παραιτήθηκε από τη δουλειά της, φόρτωσε όλα της τα υπάρχοντα σε ένα αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε δυτικά. Ήταν το 1977 και ήταν 27 ετών. «Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που είναι κάπως αποκομμένοι από τη ζωή γιατί οι εγκέφαλοί μας εστιάζουν υπερβολικά σε ένα πεδίο σκέψης. Είμαστε άνθρωποι που δεν ταιριάζουν με τους υπόλοιπους και ενωνόμαστε μεταξύ μας, γιατί καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον και μας έλκει ο κόσμος των τυχερών παιχνιδιών για να νιώσουμε μέρος μιας κοινότητας», δηλώνει η Χάλμπερτ. Σύμφωνα με την ίδια, οι πιο έξυπνοι άνθρωποι που έχει γνωρίσει στη ζωή της ήταν παίκτες του Black Jack. Άνθρωποι με IQ άνω του 150. Όπως λέει, ορισμένοι από αυτούς εγκατέλειψαν το παιχνίδι μετά από λίγο καιρό κατάφεραν να βγάλουν πολλά περισσότερα λεφτά στη Wall Street. Άλλοι πέθαναν από ναρκωτικά ή από κατάθλιψη ή από πλήρη παραμέληση του εαυτού τους.
Το μέτρημα των φύλλων και οι «ανεπιθύμητοι»
Ένας άνθρωπος που γνώρισε στο τραπέζι, είχε μια ομάδα ανθρώπων που μετρούσαν τα φύλλα, η οποία ήταν γνωστή ως οι «Τσεχοσλοβάκοι», λόγω της εθνικότητας των περισσότερων μελών της. Θεώρησε ότι θα ήταν καταπληκτική ιδέα να διδάξει μια γυναίκα πώς να μετρά τα φύλλα, διότι κανένα καζίνο δεν θα υποπτευόταν ότι μια γυναίκα θα έκανε κάτι τέτοιο. «Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο νομίζει κανείς. Το μέτρημα των φύλλων θέλει περισσότερο τόλμη παρά μυαλό, αν και το τελευταίο σίγουρα βοηθά», τονίζει η Χάλμπερτ. «Το να είσαι επαγγελματίας χαρτοπαίκτης ακούγεται κάπως σαν τον Τζέιμς Μποντ, αλλά δεν είναι. Σίγουρα ταξίδεψα ανά τον κόσμο με την ομάδα αυτή, αλλά σε οικονομική θέση. Έπαιξα σε αριστοκρατικά καζίνο, αλλά πέρασα πολύ χρόνο, μαζί με άλλους παίκτες, σε ένα τροχόσπιτο. Πολλές φορές, έκατσα στο τραπέζι και κέρδισα 10.000, 20.000, 30.000, αλλά αυτά ήταν τα χρήματα της ομάδας μου, όχι δικά μου. Επέμενα να τρώω στα McDonald’s, να επιστρέφω στο τροχόσπιτο ή σε κάποιο hostel για νέους και πάλι πίσω στο καζίνο. Δεν υπήρχε χρόνος για τουρισμό». Όπως σημειώνει, το μέτρημα των φύλλων δεν είναι παράνομο, ούτε και κλεψιά. Δεν κρυφοκοιτάς τα χαρτιά του ντίλερ, απλώς χρησιμοποιείς το μυαλό σου. Αλλά τα καζίνο θεωρούσαν ότι τα χρήματα που έβγαιναν από τις πόρτες τους είχαν κερδηθεί με κλεψιές. Συνεργάστηκαν λοιπόν με ένα γραφείο ντετέκτιβ, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα αρχείο «ανεπιθύμητων» ανθρώπων, οι οποίοι απομακρύνονταν μόλις γίνονταν αντιληπτοί.
Η μάχη με τη διπολική διαταραχή
Στην ηλικία των 40 ετών, το 1990, η Χάλμπερτ διαγνώστηκε με διπολική διαταραχή. Έκτοτε, ξόδεψε μισό εκατομμύριο δολάρια για τη θεραπεία της και μέχρι σήμερα δεν έχει σταματήσει τη φαρμακευτική αγωγή. «Το να ζεις με τη διπολική διαταραχή δεν είναι κάτι το ιδανικό στον κόσμο μου. Όταν παίζεις χαρτιά, έχεις ήδη εξασφαλίσει μια θέση στο εκκρεμές ανάμεσα στη μανία και την κατάθλιψη. Για να χρησιμοποιήσω μια άλλη μεταφορά, άλλες φορές είσαι ο μποξέρ και άλλες φορές ο σάκος. Αυτό είναι ιδιαιτέρως κακό στο πόκερ, το οποία είχα αρχίσει να παίζω την περίοδο που ξεκίνησα να βλέπω και τον ψυχίατρό μου. Το Black Jack είναι καθαρά μαθηματικά. Κάθε παρτίδα έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο που πρέπει να παιχτεί. Κάποιες φορές τα χαρτιά δεν είναι υπέρ σου και χάνεις, αλλά τουλάχιστον ξέρεις μετά βεβαιότητας πως δεν έκανες κάποιο λάθος. Στο πόκερ αυτό δεν ισχύει. Υπάρχει περισσότερο κρίση και περισσότερες ευκαιρίες για να κατηγορήσεις τον εαυτό σου». Το Black Jack της είχε «χαρίσει» έναν μεγάλο τραπεζικό λογαριασμό και έναν μεγάλο εγωισμό, όπως αναφέρει η ίδια. «Τα τρία πρώτα χρόνια που έπαιζα πόκερ έχανα και έχανα και συνέχιζα να χάνω. Ύστερα γνώρισα τον Ντέιβιντ Χέιντεν, ο οποίος πέρα από το γεγονός ότι έγινε ο έρωτας της ζωής, με έμαθε πώς να παίζω. Επέστρεψα στα βασικά, σταδιακά ανέπτυξα τις ικανότητές μου, μέχρι που έγινα πραγματικά καλή». Το 1996, το περιοδικό Card Player την κατέταξε στους κορυφαίους παίκτες στον κόσμο. «Το να παίζει πόκερ είναι σαν να παίρνεις ένα ναρκωτικό που τα κάνει όλα συναρπαστικά, ειδικά όταν αρχίζει να παρατηρείς τις βαθιές διαφορές ανάμεσα στον αντρικό και τον θηλυκό εγκέφαλο. Ως φεμινίστρια, ντρέπομαι που το παραδέχομαι, αλλά πάντα προτιμούσα τη συντροφιά των αντρών. Αυτών των σούπερ-έξυπνων με τον λίγο πειραγμένο εγκέφαλο και τα παντελόνια που τους φτάνουν μέχρι το στήθος τους. Αλλά όταν άρχισαν να διδάσκω πόκερ σε γυναίκες, διαπίστωσα ότι απολαμβάνω και τη γυναικεία συντροφιά. Πιστεύω ότι είμαστε εγγενώς καλύτεροι παίκτες από τους άντρες. Είμαστε περισσότερο αποτελεσματικές, με μεγαλύτερη διαίσθηση και έχουμε τη δυνατότητα περισσότερων μεταμφιέσεων σε σχέση με τους άντρες». Με την άφιξη του διαδικτυακού πόκερ στα τέλη του 1990, διαπίστωσε πως ήταν κάτι που το απολάμβανε εξίσου. Έπαιζε για 16 ώρες συνεχόμενα, πολλαπλά παιχνίδια την ίδια ώρα. Η τελευταία φορά που έπαιξε πόκερ επαγγελματικά ήταν το 2010 στο Ατλάντικ Σίτι. Όπως εξηγεί η Χάλμπερτ, «την πρώτη ημέρα έχασα 22.000 δολάρια, αλλά δεν έχασα τον ύπνο μου γιατί ήξερα ότι θα ήταν εύκολο να κερδίσω πίσω τα λεφτά μου. Οι τουρίστες εκεί ήταν πλούσιοι και δεν είχαν και τόσο μεγάλες ικανότητες στο παιχνίδι. Εύχομαι να είχα αποσυρθεί όσο ήμουν ακόμη στην κορυφή, ενώ διατηρούσα ακόμη την αυτοπεποίθησή μου, αλλά δεν το έκανα. Αποσύρθηκα νικημένη». Σε αντίθεση με πολλούς άλλους ανθρώπους, η Χάλμπερτ δεν έχασε το σπίτι της, τον αυτοσεβασμό της ή την οικογένειά της λόγω του εθισμού της. Σύμφωνα με την ίδια, ο λόγος που δεν είμαι ταπί είναι ο ίδιος με εκείνον που σήμερα δεν είμαι πλούσια: ποτέ δεν ήμουν διατεθειμένη να ρισκάρω τα πάντα. «Μη με ρωτήσετε πόσα χρήματα έχω κερδίσει στη ζωή μου. Όχι τόσα όσα κάποιοι άνθρωποι για τους οποίους διαβάζουμε, αλλά αρκετά για να ξοδεύω όσα θέλω, να επενδύω σε εξωπραγματικές ιδέες, να συντηρώ τη μητέρα μου και την αδερφή μου, να σπουδάσω τα παιδιά μου και να πληρώσω για τον ακριβότερο ψυχίατρο στη Δυτική Ακτή», λέει η ίδια. Σήμερα, συνεχίζει να παίζει πόκερ με τους παλιούς της φίλους, «απλώς για πλάκα», όπως λέει. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend