Πώς θα ένιωθε μια γυναίκα στη Δύση αν έχανε τον αγαπημένο της σύζυγο και αναγκαζόταν να ζήσει στην περιθωριοποίηση, τόσο στον οικογενειακό της κύκλο όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό; Αυτό που στη Δύση είναι ανήκουστο στην Ινδία είναι δεδομένο. Οι χήρες, που ανέρχονται σε ολόκληρη τη χώρα σε 34 εκατομμύρια, μπορεί σωματικά να είναι ζωντανές, αλλά κοινωνικά έχουν πεθάνει, καθώς αποδείχτηκαν ανίκανες να διατηρήσουν ζωντανή την ψυχή του άλλου τους μισού. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεται ο κόσμος στις χήρες είναι υποτιμητικός. Τα ονόματα συχνά παραλείπονται και αντικαθίστανται από τις αντωνυμίες «αυτή» ή ακόμα χειρότερα «αυτό», αφαιρώντας από τις γυναίκες κάθε μορφή ταυτότητας και προσδιορισμού. Ξεκάθαρα το πρόβλημα δεν είναι γλωσσολογικό. Είναι πρόβλημα ηθικό καθώς χαρακτηρισμοί όπως «γυναίκα-αράχνη» γίνονται το βαρύ φορτίο που πρέπει να κουβαλάνε οι χήρες, ένα φορτίο που οδηγούσε στην κατάθλιψη και στο συναισθηματικό και κοινωνικό αποκλεισμό. Μάλιστα στο Punjab τις αποκαλούν πόρνες και συνήθως φροντίζουν να τις παντρεύουν με τον αδερφό του άντρα της ώστε να έχουν ένα σημείο αναφοράς, να ανήκουν κάπου. Για τους Ινδούς οι χήρες θα έπρεπε να είχαν πεθάνει πριν από τον άντρα τους ή μαζί με αυτόν. Αυτό τουλάχιστον συνέβαινε παλιότερα. Σύμφωνα με το sati, ένα απαρχαιωμένο ινδιάνικο έθιμο, η χήρα θα έπρεπε να θυσιαστεί στην πυρά ή να βρει έναν τρόπο να αυτοκτονήσει λίγο μετά το θάνατο του συζύγου. Με τον άντρα στον άλλο κόσμο η χήρα δεν είχε απολύτως κανένα λόγο να συνεχίζει να ζει. Εγκαταλελειμμένες από τις κοινότητές τους και από τις ίδιες τις οικογένειές τους οι χήρες βρίσκουν καταφύγιο στην πόλη Βρινταβάν, που βρίσκεται 100 χλμ νότια του Δελχί και αποτελεί σπιτικό για περίπου 20.000 χήρες. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, έζησε την παιδική του ηλικία ο θεός Κρίσνα, ένας από τους πιο δημοφιλείς θεούς του Ινδουιστικού πανθέου. «Οι χήρες θεωρούνται υπεύθυνες για το θάνατο του άντρα τους και υποχρεώνονται να ζουν μια πνευματική ζωή με πολλούς περιορισμούς» υποστηρίζει η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, που είχε προταθεί για το Νόμπελ Ειρήνης το 2005, Mohini Giri. Πολλοί είναι αυτοί που φτάνουν στο Βρινταβάν αναζητώντας εσωτερική ηρεμία στο μεγάλο ναό, αλλά για τις χήρες είναι το μέρος που θα ζήσουν το υπόλοιπο της μοναχικής ζωής τους. Νέες ή μεγαλύτερες σε ηλικία οι χήρες αφήνουν πίσω τους τα πολύχρωμα σάρι και τα κοσμήματά τους, ντύνονται με λιτά φορέματα και ξυρίζουν ακόμα και τα κεφάλια τους για να υιοθετήσουν το νέο τρόπο ζωής τους. Αυτό το εξωτερικό «ξεγύμνωμα» έχει ένα και μοναδικό σκοπό: να τις απαλλάξει από τη θηλυκότητά τους και να εξαφανίσει κάθε μορφή ερωτισμού και αντρικής επιθυμίας. Είναι δηλαδή μια μορφή ευνουχισμού. Φτάνοντας στο Βρινταβάν μοιάζουν τελείως χαμένες. Πρέπει πλέον να αντιμετωπίσουν τον κόσμο μόνες τους, χωρίς καμία βοήθεια. Αποκούμπι τους ο θεός Κρίσνα και οι προσευχές σε αυτόν για μια καλύτερη ζωή. Μια ζωή που δεν θα νιώθουν ότι αποτελούν το βάρος για τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Πολλές από αυτές, πριν εξοριστούν στο Βρινταβάν, δεν είχαν οικονομική ανεξαρτησία και ζούσαν από τα εισοδήματα των παιδιών τους, που στο τέλος τις εγκατέλειπαν καθώς δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Και ενώ πολλές χήρες βγάζουν τα προς το ζην στο Βρινταβάν ζητιανεύοντας, κάποιες άλλες το θεωρούν ξεπεσμό και κερδίζουν ελάχιστα χρήματα τραγουδώντας θρησκευτικά τραγούδια. «Ο άντρας μου πέθανε όταν ήμουν 18 ετών» λέει η Radha που είναι πλέον 28 ετών. Στην αρχή δυσκολευόταν να εκφραστεί. Οι μισοτελειωμένες προτάσεις της ήταν ο απόηχος της σεξουαλικής κακοποίησης που είχε δεχτεί από την ίδια την οικογένειά της. Ένιωθε ότι έπρεπε να σιωπήσει καθώς φοβόταν ότι αν αποκάλυπτε τι της είχε συμβεί κανείς δεν θα την πίστευε. Κάποια στιγμή, ανήμπορη πια να αντιμετωπίσει την έλλειψη αγάπης από την οικογένειά της και την κακή τύχη που πίστευαν ότι έφερνε στο σπιτικό τους, πάει στο Βρινταβάν. Εκεί βγάζει ελάχιστα χρήματα φροντίζοντας έναν ηλικιωμένο, το σπίτι του οποίου κληρονόμησε όταν πέθανε. Αυτό έγινε το καταφύγιό της, ενώ πολλές φορές κατάφερε να γλιτώσει από άντρες που ήθελαν να τη βιάσουν. Αυτό βέβαια δεν συνέβη και σε άλλες νεαρές χήρες, που έπεσαν θύματα βιασμού και αργότερα οδηγήθηκαν στην πορνεία από επιτήδειους που τις έκαναν να πιστέψουν ότι έτσι θα έβγαζαν περισσότερα χρήματα. Αυτές οι συνθήκες στο Βρινταβάν φαίνεται πως δεν απηχούσαν την ζωή που ζούσε η πλειοψηφία των χηρών καθώς για τις περισσότερες η ζωή τους εκεί βρήκε νόημα και ήταν πολύ καλύτερη από αυτή που αναγκάζονταν να ζήσουν ως χήρες μαζί με τις οικογένειές τους. «Ήμουν σχεδόν εφτά χρονών όταν με ανάγκασαν να παντρευτώ με έναν άνδρα 15 χρόνια μεγαλύτερό μου» λέει η 70χρονη Jamuna Dassi. «Πέθανε λίγα χρόνια μετά το γάμο. Ως παιδί-χήρα επέστρεψα στο πατρικό μου και αναγκάστηκα να ζήσω με τη μητέρα μου για 13 χρόνια. Ήμουν τόσο νέα και ήδη αποτελούσα ντροπή για τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Εξευτελιζόμουν καθώς μου είχαν ξυρίσει το κεφάλι και με ανάγκαζαν να ζητιανεύω για να έχω να φάω. […] Όταν έφυγα και πήγα να ζήσω μαζί με άλλες χήρες που ήταν σαν εμένα ένιωσα ότι είχα έναν σκοπό στη ζωή. Στην υπηρεσία του θεού Κρίσνα νιώθω ότι μπορώ να καθαρίσω το παρελθόν μου και να ξαναγεννηθώ με μια καλύτερη μοίρα» λέει. Με το πέρασμα των χρόνων οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Maitri, κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να κάνουν αξιοπρεπή τη ζωή των γυναικών που έχουν χάσει τους συζύγους τους. Αυτές οι ΜΚΟ φτιάχνουν καταφύγια για τις χήρες στα οποία μπορούν να βρουν ένα καθαρό δωμάτιο για να μείνουν, ένα πιάτο φαγητό, φάρμακα και καθαρό νερό ώστε να είναι προστατευμένες και να μην πέσουν θύματα εκμετάλλευσης στο δρόμο. Ακόμα βέβαια τα περιθώρια βελτίωσης είναι μεγάλα και οι παρεμβάσεις ελάχιστες. Με σημαία την γυναικεία ανθρώπινη αξιοπρέπεια η αλλαγή συμβαίνει, αργά αλλά σταθερά. Δείτε εδώ πώς περιγράφει τη ζωή της στο Βρινταβάν μία χήρα:
(Οι φωτογραφίες είναι από το πρότζεκ του φωτογράφου Πασκάλ Μανάρτ) Δείτε όλα τα θέματα του Weekend