Τα νεκρά περιστέρια θα έπρεπε να είναι επαρκής προειδοποίηση για τον James Glaisher. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1862, ο επιστήμονας έκανε μία από τις πρώτες πτήσεις του με αερόστατο – και μαζί με την πυξίδα, τα θερμόμετρα και τα μπουκάλια με μπράντι, είχε αποφασίσει να πάρει μαζί του και έξι πουλιά. «Το ένα πετάχτηκε έξω σε ύψος τριών μιλίων», έγραφε αργότερα. «Όταν άνοιξε τα φτερά του έπεσε σαν χαρτί. Το δεύτερο στα τέσσερα μίλια, πέταξε δυναμικά γύρω γύρω κάνοντας σε κάθε γύρο και μια βουτιά. Το τρίτο πετάχτηκε ανάμεσα στα τέσσερα και τα πέντε μίλια κι έπεσε κάθετα, σαν πέτρα». Κράτησε τις σημειώσεις αυτές και λίγο μετά άρχισε και ο ίδιος να νιώθει παράξενα. Το χέρι του, που είχε απλώσει πάνω στο τραπέζι του αερόστατου, δεν ανταποκρινόταν καθώς προσπαθούσε να το σηκώσει. Θορυβημένος προσπάθησε να φωνάξει στον συνεργάτη του Henry Coxwell, αλλά οι λέξεις σαν να σκόνταφταν μέσα στο στόμα του και το κεφάλι του έγειρε σαν κεφάλι μαριονέτας στο πλάι. Ο Glaisher ήξερε πως το τέλος ήταν κοντά. «Σε μια στιγμή με κατέλαβε σκοτάδι… Πίστευα πως δεν με περίμενε τίποτα άλλο παρά ο θάνατος εκτός κι αν κατεβαίναμε άμεσα». Με έναν εκπληκτικό τρόπο και ο Coxwell και ο Glaisher επιβίωσαν χάρη στην τύχη που τους χαμογέλασε την τελευταία στιγμή – αν όμως αυτό δεν είχε συμβεί θα είχαν φτάσει στα όρια της ατμόσφαιρας της Γης και θα είχαν προφανώς πεθάνει. Το εγχείρημά τους ωστόσο είναι μια από τις πιο τολμηρές πτυχές στην ιστορία της αεροπορίας – και ίσως και μια πρώιμη ματιά στο μέλλον της εξερεύνησης του… διαστήματος. Ο Glaisher είχε για πρώτη φορά στρέψει τις προσδοκίες του προς τον ουρανό ενώ εξερευνούσε την Ιρλανδία, χαρτογραφώντας το περίγραμμα των υψηλότερων βουνοκορφών της. «Ήμουν συχνά υποχρεωμένος να παραμείνω -μερικές φορές και για πολλή ώρα- μέσα ή πάνω από τα σύννεφα», έγραφε, «κι έτσι παρατηρούσα τα χρώματα του ουρανού, τις φίνες αποχρώσεις στα σύννεφα, την κίνηση των αδιαφανών μαζών, τους σχηματισμούς των κρυστάλλων του χιονιού». Το ενδιαφέρον του κορυφώθηκε στα αστεροσκοπεία του Cambridge και του Greenwich. «Συχνά όταν ένα “φράγμα” από σύννεφα έκρυβε τη θέα στ’ αστέρια, ευχόμουν να γνώριζα την αιτία του γρήγορου σχηματισμού τους και τις διαδικασίες που λάμβαναν χώρα γύρω του», σημείωνε. Τα αερόστατα είχαν κάπως εξελιχθεί από την εποχή που οι αδελφοί Ρομπέρ είχαν κάνει τις πρώτες τους απόπειρες να πετάξουν, στα τέλη του 18ου αιώνα και πλέον οι πτήσεις με αερόστατο αντιμετωπίζονταν από τους επιστήμονες με αυξημένο ενδιαφέρον, όπως και από τον Glaisher. Τότε τα αερόστατα ήταν γεμάτα με ελαφρά αέρια, όπως το υδρογόνο, επιτρέποντας στους επιβαίνοντες να ανεβαίνουν σε ύψος «με την άνεση του ατμού… που μετέφεραν τα εγκλωβισμένα αέρια», όπως το περιέγραφε ο Glaisher. Για να κερδίσουν ύψος, οι αεροναύτες της εποχής πετούσαν την άμμο που είχαν μέσα στο «καλάθι» ενώ για να κατέβουν άνοιγαν μια βαλβίδα απελευθερώνοντας κάποια ποσότητα αερίου. Όταν πλησίαζαν τη Γη έριχναν «άγκυρα», η οποία «γαντζωνόταν στα δέντρα ή θάμνους και απέτρεπε το να συρθεί το αερόστατο στο έδαφος», όπως εξηγεί ο John Baker από το British Balloon Museum and Library. Ενώ όμως οι περισσότεροι πάντα φρόντιζαν να πετούν σε μια λογική απόσταση από το έδαφος, ο Glaisher ήθελε να κατακτήσει νέα ύψη, να εξερευνήσει τον «εναέριο ωκεανό» ο οποίος πρόσφερε «απεριόριστη θάλασσα έρευνας». Πείθοντας τον British Association for the Advancement of Science να χρηματοδοτήσει τα ταξίδια του, ο Glaisher συνεργάστηκε με τον ειδικό στα αερόστατα Ηenry Coxwell με στόχο να φτάσει στο άγνωστο. Στόχος τους ήταν να κατανοήσουν τις ατμοσφαιρικές δυνάμεις που διαμόρφωναν τις καιρικές συνθήκες κάτω στη Γη. «Αφιέρωσε πολύ χρόνο κατασκευάζοντας τις κατάλληλες συσκευές», προσθέτει ο Baker. Ύστερα από κάποιες αρχικές αποτυχίες, Glaisher και Coxwell έκαναν την πρώτη τους πτήση στις 17 Ιουλίου του 1862. Απογειώθηκαν από το Wolverhampton στις 9:43 το πρωί. Μέσα σε 12 λεπτά είχαν ήδη περάσει μέσα από τα σύννεφα. Κάτω από τη ζέστη του ήλιου το αερόστατο -μια γιγάντια κατασκευή με 2.500 κυβικά μέτρα αερίου- είχε πάρει το σχήμα μιας σχεδόν τέλειας σφαίρας. Ο ουρανός, σημείωνε ο Glaisher, είχε αποκτήσει «βαθύ μπλε» χρώμα, το μπλε της Πρωσίας. Μπορεί σήμερα τα αεροπορικά ταξίδια να είναι προσβάσιμα από όλους κι έτσι εύκολα ξεχνάμε με τι ρομαντισμό περιβάλλονταν τότε τα ταξίδια πάνω από τη Γη. Το 1862 ο Glaisher ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που είχαν δει τον κόσμο από μια τέτοια οπτική γωνία και με τις λυρικές περιγραφές του μας βοηθά να επανεκτιμήσουμε εκείνες τις εμπειρίες με φρέσκια ματιά. Περιγράφει την «εξαιρετική ομορφιά» που έχουν τα σύννεφα «σχηματίζοντας κατά διαστήματα εικόνες ορεινών τοπίων με ατελείωτη ποικιλία και μεγαλοπρέπεια». Η σκιά του αερόστατου στα σύννεφα από κάτω του «περιβαλλόταν από κάτι σαν κορώνα με όλο το πρίσμα των χρωμάτων». Σε μετέπειτα πτήσεις του απογειωνόταν από το Crystal Palace του Λονδίνου κι είχε έτσι μοναδική θέα της βρετανικής πρωτεύουσας. «Τα φωτισμένα καντράν στο ρολόι του Westminster ήταν σαν δυο θολά φεγγάρια», έγραφε με τη γνωστή γλαφυρότητά του. Η πτήση της 5ης Σεπτεμβρίου είχε ξεκινήσει με ενθουσιασμό κι αισιοδοξία. «Ζεστό φως από τον ήλιο μας πλημμύρισε ενώ ο ουρανός ήταν πανέμορφος και πεντακάθαρος, χωρίς κανένα σύννεφο. Από κάτω μας ήταν μια μαγευτική θάλασσα από σύννεφα, στην επιφάνειά της εναλλάσσονταν διαρκώς λόφοι και οροσειρές με κάποιες κορφές να μοιάζουν χιονοσκεπείς», περιγράφει. Καθώς όμως ανέβαιναν πάνω από τα πέντε μίλια, η θερμοκρασία έπεσε κάτω από τους -20 βαθμούς Κελσίου, όπως γράφει το BBC, κι ο Glaisher άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης. «Δεν έβλεπα το υδράργυρο στο θερμόμετρο, ούτε τους δείκτες του ρολογιού, κανένα όργανο», θυμάται. Ήταν προφανές πως έπρεπε να κατέβουν σε χαμηλότερο ύψος αλλά το σχοινί που ήταν συνδεδεμένο με τη βαλβίδα του αερόστατου είχε μπλεχτεί με άλλα. Ο Coxwell έπρεπε να σκαρφαλώσει έξω από το καλάθι για να το ξεμπλέξει αλλά ενώ εκείνος ταλαντευόταν επικίνδυνα με φόντο το κενό, ο Glaisher έχανε σιγά σιγά τις αισθήσεις του. Σκαρφαλωμένος έξω από το καλάθι ο Coxwell ένιωθε κι εκείνος πως έχανε τον έλεγχο του κορμιού του. Συνειδητοποιώντας πως η ζωή του κινδύνευε, άρπαξε το σχοινί της βαλβίδας με τα δόντια του και τίναξε το κεφάλι του δεξιά- αριστερά πολλές φορές. Προς μεγάλη ανακούφισή του, η βαλβίδα άνοιξε και το αερόστατο άρχισε να κατεβαίνει. Ο Glaisher ανέκτησε τις αισθήσεις του ακούγοντας τον Coxwell να μουρμουρίζει από πάνω του. «Είχα χάσει τις αισθήσεις μου» του είπε αλλά δεν έχασε άλλο χρόνο: επέστρεψε στα πειράματά του. «Άρπαξα ένα μολύβι και άρχισα τις παρατηρήσεις», περιέγραφε στο βιβλίο «Travels in the Air». Από τα περιστέρια μόνο ένα έμεινε μαζί τους μέχρι που προσγειώθηκαν. Έδειχνε όμως τόσο τραυματισμένο από την εμπειρία που έμεινε γαντζωμένο στο χέρι του Glaisher για δεκαπέντε λεπτά πριν ανοίξει τα φτερά του και πετάξει μόνο του. Εκτιμάται πως είχαν φτάσει σε ύψος 37.000 ποδών -δηλαδή έντεκα χιλιόμετρα- το μεγαλύτερο ύψος που είχε φτάσει ποτέ επανδρωμένη πτήση μέχρι τότε. Ούτε ο Glaisher ούτε ο Coxwell μπορούσαν να κατανοήσουν πλήρως αυτό που τους είχε συμβεί. Το κρύο και η έλλειψη οξυγόνου αναμφίβολα είχαν παίξει μεγάλο ρόλο αλλά όπως αναφέρει πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Neurology, είναι πιθανό να έπαθαν κάτι αντίστοιχο με αυτό που παθαίνουν οι δύτες αν ανέβουν πολύ γρήγορα στην επιφάνεια της θάλασσας. Λόγω της πίεσης που μειώνεται κατά την γρήγορη ανάβαση, αέρια όπως οξυγόνο και άζωτο απελευθερώνονται στο αίμα, σχηματίζοντας φυσαλίδες στον νευρικό ιστό. Το αποτέλεσμα είναι ναυτία, παράλυση και απώλεια αισθήσεων. Στωικά ο Glaisher ανέφερε πως ένιωθε σαν να μην είχε πάθει τίποτα από το περιστατικό αυτό. «Δεν είχα κανένα πρόβλημα μετά την απώλεια των αισθήσεων», έγραψε κι έκανε άλλες 21 πτήσεις, καταγράφοντας παρατηρήσεις πολύ χρήσιμες και κρίσιμες για την κατανόηση του καιρού- ανακάλυψε, για παράδειγμα, το πώς σχηματίζονται οι σταγόνες της βροχής και συγκεντρώνουν υγρασία καθώς πέφτουν προς τη Γη και παρατήρησε πως ο αέρας αλλάζει ταχύτητα καθώς ανέβαινε ή κατέβαινε σε ύψος. «Σε μια πτήση απογειώθηκαν με άπνοια στο έδαφος αλλά πέταξαν για 190 χιλιόμετρα, κάτι που αποδεικνύει πως ο άνεμος ήταν διαφορετικής έντασης σε διαφορετικά ύψη», εξηγεί ο Baker. Σήμερα οι μετρήσεις αυτές γίνονται από μη επανδρωμένα μετεωρολογικά αερόστατα- αν και κάποιοι ακόμα τολμούν τέτοιες πτήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Felix Baumgartner που ανέβηκε σε ύψος 39 χιλιομέτρων σε αερόστατο με ήλιο για να κάνει την περίφημη ελεύθερη πτώση του. Κάποιοι εξάλλου υποστηρίζουν πως τα αερόστατα μπορεί αν είναι το καλύτερο μέσο για διαστημικό τουρισμό. Με την καθοδήγηση του αστροναύτη της Nasa Michael Lopez-Alegria, η ισπανική εταιρεία Zero2Infinity σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει ένα τεράστιο αερόστατο με ήλιο για να φτάσει στο σημείο κοντά στο διάστημα, στα 34 χιλιόμετρα πάνω από τη Γη, φτάνοντας δηλαδή στο 99% της ατμόσφαιρας. Ο Glaisher αναμφίβολα θα ενέκρινε κάτι τέτοιο. «Φαίνεται να είμαστε πολίτες του ουρανού, χωρισμένοι από τη Γη από ένα φράγμα που μοιάζει απροσπέλαστο», έγραφε καταγράφοντας τις εμπειρίες του ως ιπτάμενος. «Στον ανώτερο κόσμο, σε αυτόν που μοιάζουμε να ανήκουμε, η ησυχία είναι τόσο έντονη που η ηρεμία και η γαλήνη μοιάζουν να βασιλεύουν». Προς τιμήν του επίμονου μετεωρολόγου και αεροπόρου ονομάστηκε ο κρατήρας Glaisher στη Σελήνη… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend