Ο ξακουστός στα πέρατα της πολιτείας του Μισούρι, Κεν ΜακΕλρόι, παρενοχλούσε τους γείτονές του από την ηλικία που ένιωσε ικανός για κάτι τέτοιο. Έκλεβε, ξυλοφόρτωνε, κατέστρεφε, έκαιγε, βίαζε και έσπερνε τον όλεθρο αδιακρίτως, μαστίζοντας ακόμα και τη γυναίκα που μοιραζόταν τη ζωή του. Οι κάτοικοι ενώθηκαν τελικά εναντίον του και τον έφεραν 21 φορές ενώπιον της δικαιοσύνης, αν και κάθε φορά ο κακός νταής κατάφερνε να διαφεύγει σχεδόν μαγικά την καταδίκη. Βοηθούσε φυσικά και το γεγονός ότι απειλούσε και τρομοκρατούσε τους μάρτυρες, ακόμα και τους ενόρκους, κι έτσι πολλές από τις κατηγορίες αποσύρονταν εξίσου μαγικά. Το σημείο καμπής έλαβε χώρα το 1980, όταν ο ΜακΕλρόι πέρασε τη ζηλευτή του τέχνη στα δέκα του παιδιά, πολλά εκ των οποίων κατηγορήθηκαν για μικροκλοπές στην κωμόπολη όπου ζούσαν. Ο παλικαράς πατέρας έκλεινε βέβαια τα στόματα εμφανιζόμενος με την καραμπίνα του στα μαγαζιά, δεν κρατήθηκε όμως μια φορά και πυροβόλησε έναν 70χρονο μανάβη: ο άτυχος άντρας έζησε, ο ΜακΕλρόι καταδικάστηκε για επίθεση, αφέθηκε όμως ελεύθερος μέχρι την έφεση. Αυτός βέβαια, κατά την εγκληματική του συνήθεια, αντί να κάτσει στα αυγά του, συνέχισε να παρενοχλεί τους γείτονες και να προκαλεί τον νόμο, αναγκάζοντας το δημοτικό συμβούλιο να συγκαλέσει έκτακτη γενική συνέλευση για πάρτη του (10 Ιουλίου 1981). Τότε ήταν που οι κάτοικοι βγήκαν στο κατόπι του με τα όπλα ανά χείρας και ο ΜακΕλρόι πυροβολήθηκε στον δρόμο, δίπλα στη νέα του σύζυγο, τη 15χρονη (!) Τρένα, από δύο διαφορετικά όπλα. Όπως ήταν φυσικό, κανείς δεν κάλεσε ασθενοφόρο κι έτσι ο 47χρονος νταής άφησε την τελευταία του πνοή στο πεζοδρόμιο. Παρά το γεγονός ότι οι αυτόπτες μάρτυρες ήταν δεκάδες (και σύσσωμο το δημοτικό συμβούλιο!) και το έγκλημα τελέστηκε μέρα μεσημέρι, κανείς δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τους δράστες, ούτε καν η ανήλικη σύζυγος, θύμα κακοποίησης εξάλλου και η ίδια. Κι έτσι κανείς δεν κάθισε ποτέ στο εδώλιο του κατηγορουμένου, με τους πολίτες να μοιάζουν ανακουφισμένοι πια με τον φόνο που απάλλαξε την τοπική κοινότητα από τον ασύδοτο άντρα. Αν η αυτοδικία ήταν δικαιολογημένη, ας αποφασίζει ο καθένας κατά συνείδηση…
Το περίγραμμα της φρίκης
Ο φόνος του Κεν ΜακΕλρόι εκτυλίχθηκε σε κοινή θέα μπροστά στα μάτια δεκάδων κατοίκων της επαρχιακής κωμόπολης Σκίντμορ, κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Αν και σε μια παράξενη εκδήλωση αλληλεγγύης στους δράστες, κανείς δεν είδε τίποτα, ακόμα και η σύζυγός του, αφήνοντας την ερώτηση για το ποιος τράβηξε τη σκανδάλη ένα διαχρονικό μυστήριο. Η δολοφονία του τοπικού παλικαρά ήταν η απροσδόκητη κλιμάκωση της περιθωριακής ζωής του διαβόητου νταή που τρομοκρατούσε την περιοχή για δεκαετίες, απολαμβάνοντας ένα ιδιαίτερο καθεστώς ασυλίας από τον νόμο, μέχρι να τη βρει τελικά από την εκδικητική αυτοδικία των κατοίκων. Η υπόθεση ΜακΕλρόι ήταν ταυτοχρόνως και η παρθενική δίκη ενός νεαρού εισαγγελέα της κομητείας που μετρούσε λίγους μόνο μήνες στη θέση, αν και ήταν πεπεισμένος ότι η λύση του δράματος ήταν υπόθεση ημερών. Δεν υπολόγιζε όμως τη γενικευμένη σιωπή που καταπλάκωσε την πόλη, αφήνοντας τα πάντα στο μαύρο σκοτάδι. Σήμερα, 35 χρόνια αργότερα, εκείνος ο δημόσιος κατήγορος είναι έτοιμος να πάρει τη σύνταξή του αφήνοντας την πρώτη και πιο γνωστή υπόθεσή του ανεξιχνίαστη. Κανείς δεν σύρθηκε στη δικαστική αίθουσα και κανείς δεν πλήρωσε ποτέ για τον θάνατο του παλικαρά. Και παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν χρονικοί περιορισμοί παραγραφής ενός φόνου, όλοι στο Σκίντμορ είναι πεπεισμένοι πως δεν πρόκειται ποτέ κανείς να ανοίξει το στόμα του. «Μόλις το σάβανο της σιωπής πέσει, κανείς δεν πρόκειται να μιλήσει», δήλωσε παλιότερα και σχεδόν χαιρέκακα η Σέριλ Χιούστον, ο ηλικιωμένος πατέρας της οποίας είχε πυροβοληθεί άλλοτε από τον ΜακΕλρόι. Κατά δήλωσή της, η κοπέλα είδε τον φόνο του νταή από το οικογενειακό μανάβικο, αν και όπως όλοι οι άλλοι δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τους φονιάδες. «Ήμασταν τόσο πικραμένοι και εξοργισμένοι για τον νόμο που μας απογοήτευε διαρκώς που ήταν θέμα χρόνου να πάρει κάποιος την κατάσταση στα χέρια του», συνεχίζει, «κανείς δεν έχει ιδέα τι εφιάλτη ζούσαμε». Τα επτασφράγιστα στόματα κατάφεραν να μετατρέψουν την άλυτη υπόθεση δολοφονίας του ΜακΕλρόι και τη μαζική αυτοδικία στο πλέον διαβόητο έγκλημα του Μισούρι, εξαιρουμένου ενδεχομένως του θανάσιμου πυροβολισμού του Τζέσε Τζέιμς λίγο παραδίπλα έναν αιώνα πρωτύτερα. Το γιατί δεν αποδόθηκε ποτέ η δικαιοσύνη (ή μήπως αποδόθηκε τελικά, όπως θέλουν οι κάτοικοι;) συνεχίζει να στοιχειώνει τον εισαγγελέα Μπερντ, ο οποίος είδε με τα μάτια του να αλλάζουν οι ρόλοι του θύτη και του θύματος και να μετατρέπεται η έννοια της δικαιοσύνης σε φιλοσοφική αντιπαράθεση για τη φύση του καλού και του ηθικού. Αν και παρά τα τόσα χρόνια που μας χωρίσουν πια από το φονικό, ο εισαγγελέας παραμένει απρόθυμος να δώσει δημόσια τη δική του απάντηση για το αν αποδόθηκε δικαιοσύνη εκείνη την αποφράδα μέρα. Όσο για τον συνταξιοδοτημένο σήμερα 87χρονο δικηγόρο του ΜακΕλρόι, ΜακΦάντιν, ο οποίος τον υπερασπίστηκε σε αναρίθμητες υποθέσεις και στη συγκεκριμένη εκπροσωπούσε τη χήρα του, είπε ότι κατά τη δική του γνώμη υπήρχαν αδιάσειστες αποδείξεις για κάποια καταδίκη, υπαινισσόμενος ότι και οι ένορκοι έκαναν τα στραβά μάτια. Αν και ο διοικητής του τοπικού αστυνομικού τμήματος που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης διαφωνεί, λέγοντας ότι παρά τη λυσσαλέα πίεση του εισαγγελέα να αποδοθούν κατηγορίες, τα σφαλιστά στόματα των αυτοπτών μαρτύρων απέτρεψαν κάθε τέτοια φιλοδοξία. Ο 72χρονος σήμερα διοικητής Ριντλ, απαντώντας στους υπαινιγμούς που συνεχίζουν να πλανώνται στον αέρα ότι η αστυνομία δεν έκανε ακριβώς με θέρμη την ντετεκτιβίστικη δουλειά της, δηλώνει πως «αν καταφέρναμε να αποδείξουμε ποιος το έκανε, τότε θα τον διώκαμε». Όπως κι αν έχει, οι τελευταίες τρεις δεκαετίες μόνο εύκολες δεν ήταν για τη μικρή αγροτική αυτή κοινότητα που απέχει μόλις μιάμιση ώρα από το Κάνσας Σίτι. Μετά το στυγερό φονικό, η πόλη ήταν σαν να κλείστηκε στον εαυτό της, θέτοντας το Σκίντμορ ακόμα περισσότερο στο περιθώριο. Ακόμα όμως και με τα τραύματα να παραμένουν ανοιχτά, οι κάτοικοι θυμούνται με θλίψη τις εφιαλτικές στιγμές που περιέβαλλαν τόσο τη ζωή όσο και τον θάνατο του ΜακΕλρόι αλλά και τις ανεπάρκειες του συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης που τους άφησε ξεκρέμαστους. Ο ΜακΕλρόι καθόρισε τη μοίρα μιας πόλης και πιθανότατα συνεχίζει να το κάνει…
Ποιος ήταν ο ΜακΕλρόι
Μήνες αφότου ανέλαβε τα εισαγγελικά του καθήκοντα στο Σκίντμορ, μια θέση που αποδέχτηκε μάλιστα γιατί όπως του έλεγαν «τίποτα δεν συμβαίνει ποτέ σε αυτή την κομητεία», ο κατήγορος Μπερντ βρέθηκε στη δικαστική αίθουσα απέναντι από τον ΜακΕλρόι, ο οποίος είχε μόλις πυροβολήσει στον λαιμό τον γηραλέο μανάβη της κωμόπολης. Διαβόητος ήδη ως ζωοκλέφτης, καταστροφέας περιουσίας, εκβιαστής, βιαστής και επίμονο «καμάκι» φυσικά της ευρύτερης περιοχής, ο νταής της κομητείας είχε κατηγορηθεί για πολλά κακουργήματα, «τουλάχιστον τρία τον χρόνο», εκτιμά ο συνήγορός του, αν και δεν είχε ποτέ του καταδικαστεί. Ο Κεν Ρεξ ΜακΕλρόι δεν ήταν καθόλου καλός άνθρωπος, μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Γεννημένος το 1934 ως το 15ο από τα 16 παιδιά μιας φτωχής αγροτικής φαμίλιας, εγκατέλειψε νωρίς νωρίς το σχολείο για να αφοσιωθεί στην αγαπημένη του δραστηριότητα: την κατατρομοκράτηση του Σκίντμορ! Έκλεβε, ξυλοκοπούσε, παρενοχλούσε σεξουαλικά ακόμα και ανήλικες, βίαζε, έκαιγε και άλλα πολλά, τόσα πολλά που θα τον έφερναν όχι λιγότερες από 21 φορές ενώπιον της δικαιοσύνης, αν και κατάφερνε κάθε φορά να διαφεύγει της καταδίκης. Οι εκφοβιστικές και σχεδόν μαφιόζικες τακτικές του περιλάμβαναν ακόμα και εκφοβισμό των μαρτύρων, οι οποίοι δεν κατέθεταν τελικά εναντίον του. Η λίστα με τα κακουργήματα του ΜακΕλρόι παραείναι μακρά για να περιγραφεί, αν και αρκεί να σημειώσουμε ότι ο τύπος πρέπει να ήταν κάτι σαν μυθιστορηματικός νταής, από αυτούς που διαβάζεις στις σελίδες της παραλογοτεχνίας και θεωρείς υπερβολικά καμωμένους. Έπαιρνε ό,τι ήθελε, όποτε το ήθελε, εδώ και χρόνια και τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να τον αγγίξει, μιας και αυτός και η καλή του φίλη, η καραμπίνα του με τη μόνιμα περασμένη ξιφολόγχη, όργωναν την πόλη και είχαν τους πάντες στα πόδια τους. Σιτηρά, βενζίνη, αλκοόλ αλλά και αντίκες ήταν τα αγαπημένα του πράγματα που έκλεβε ή άρπαζε χωρίς να τα πληρώνει ποτέ, αν και εκεί που ήταν πραγματικά καλός ήταν στις ζωοκλοπές. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε ποτέ του σταθερή δουλειά, τα χρήματα δεν του έλειπαν ποτέ, με τα οποία μπορούσε εξάλλου να πληρώνει τον ιδιαιτέρως απασχολημένο δικηγόρο του Ρίτσαρντ ΜακΦάντιν, ο οποίος έσπευδε να τον εκπροσωπεί σε 3-4 δικαστικές περιπέτειες τον χρόνο. Εξίσου διαβόητος μουρντάρης, ο Κεν είχε περισσότερα από 10 (νόμιμα ή νόθα) παιδιά με διάφορες γυναίκες (δύο εκ των οποίων ήταν ανήλικες όταν τις βίασε και τις παντρεύτηκε μετά για να μην καταθέσουν εναντίον του), τα οποία είχε κάνει φυσικά ίδια και όμοια με αυτόν, με το δικό τους ποινικό μητρώο να παραείναι λερωμένο για τόσο νεαρές ηλικίες. Όσο για τη νέα του σύζυγο, ήταν κοριτσάκι 12 χρονών όταν τη γνώρισε. Στα 14 της την άφησε έγκυο και όταν εκείνη γέννησε και έκανε να τον παρατήσει, η οικογένειά της θα γνώριζε την εγκληματική οργή του: ο ΜακΕλρόι σκότωσε τον σκύλο της και έκαψε τελικά το πατρικό της! Οι γονείς της ανήλικης έδωσαν τελικά τις ευλογίες τους για την ανίερη ένωση όταν ο Κεν απείλησε να κάψει και το νέο τους σπίτι, κάτι που όλοι ήξεραν ότι θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Η περίοδος κακοποίησης της 15χρονης συζύγου είχε μόλις αρχίσει…
Τα προεόρτια της αυτοδικίας
Παρά τις τόσες δεκαετίες κατατρομοκράτησης της πόλης και μαεστρικής (;) διαφυγής, το σημείο καμπής ήρθε το 1980, όταν ένα από τα κοριτσάκια του ΜακΕλρόι προσπάθησε να κλέψει μια καραμέλα από το μανάβικο ενός ηλικιωμένου ζευγαριού. Η μητέρα της, που δήλωσε στην τοπική εφημερίδα ότι επρόκειτο για παρεξήγηση, προσπάθησε να τα μπαλώσει με τον μανάβη, αν και υπολόγιζε προφανώς χωρίς τον νταή πρώην άντρα της. Ο ΜακΕλρόι επισκέφτηκε το μανάβικο με την πανταχού παρούσα καραμπίνα του και εκφόβισε, κατά το αγαπημένο του σπορ, τον 70χρονο ιδιοκτήτη, αν και προφανώς αυτό δεν ήταν αρκετό. Κι έτσι άραζε πια έξω από το σπίτι των ηλικιωμένων νύχτα τη νύχτα, πάνω στο φορτηγάκι του με την καραμπίνα ανά χείρας, και συχνά πυκνά πυροβολούσε και στον αέρα για να κάνει αντιληπτή την παρουσία του στη γειτονιά. Τον Ιούλιο του 1980 η μανία του ξέφυγε από τα συνήθη ζοφερά της πλαίσια και έστησε φονικό καρτέρι στον μανάβη έξω από το μαγαζί του. Ο ΜακΕλρόι πυροβόλησε τον καλοσυνάτο Μπάουενκαμπ στον λαιμό, με ξεκάθαρη πρόθεση να τον σκοτώσει, αν και ο άντρας επιβίωσε τελικά της δολοφονικής απόπειρας. Ο Κεν συνελήφθη για άλλη μια φορά, κατηγορήθηκε για απόπειρα δολοφονίας εκ προμελέτης και καταδικάστηκε τελικά για πρώτη φορά στη ζωή του σε φυλάκιση δύο ετών! Ο ΜακΕλρόι άσκησε φυσικά έφεση, πλήρωσε την εγγύηση και αφέθηκε ελεύθερος μέχρι την εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσής του σε 21 ημέρες. Και το ίδιο ακριβώς απόγευμα που βγήκε από το κρατητήριο τον είδαν στο τοπικό μπαρ να τα πίνει συνοδεία της καραμπίνας του και να εξομολογείται τι επρόκειτο να κάνει στον «παλιόγερο Μπο» ως εκδίκηση για την περιπέτειά του με τον νόμο! Σύμφωνα με τον σερίφη της κομητείας, αυτή ήταν η στιγμή που άλλαξε μια για πάντα το πρόσωπο της πόλης, καθώς οι κάτοικοι αποφάσισαν να κάνουν επιτέλους κάτι για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους αλλά και τον κακομοίρη τον μανάβη από την ανεξέλεγκτη δράση του νταή. Κατά τις αστυνομικές αναφορές, οι κάτοικοι σχημάτισαν ένοπλες ομάδες περιφρούρησης της γειτονιάς. Και μόνο το γεγονός εξάλλου ότι έφερε πάνω του όπλο ήταν ικανό να τον στείλει και πάλι στη φυλακή για παραβίαση των όρων της αποφυλάκισής του, αν και προφανώς ο νόμος δεν ήταν ποτέ εμπόδιο για τον ΜακΕλρόι. Κάτι έπρεπε λοιπόν να γίνει για τον παλικαρά, αλλά τι;
Η μαζική αυτοδικία
Ο Ρίτσαρντ ΜακΦάντιν πρέπει να ήταν φοβερός δικηγόρος στα νιάτα του, καθώς μπορεί αυτή τη φορά να μην ξελάσπωσε τον πελάτη του όπως στις άλλες 21 κατηγορίες, κατάφερε πάντως να αναβάλει το εφετείο όχι μία, αλλά δύο φορές. Μετά τη δεύτερη αναβολή της εκδίκασης, το θορυβημένο δημοτικό συμβούλιο συγκλήθηκε εκτάκτως, αν και ό,τι συζητήθηκε στο Δημαρχείο του Σκίντμορ θα παραμείνει για πάντα στο σκοτάδι. Κατά τις διηγήσεις πάντως, οι δημοτικές αρχές συνήλθαν για να δουν πώς θα προστατεύσουν τους αυτόπτες μάρτυρες που συμφώνησαν να καταθέσουν για το περιστατικό της παράνομης οπλοκατοχής που θα τον έστελνε και πάλι πίσω από τα κάγκελα. Αν και ο συνήγορος του ΜακΕλρόι παραμένει πεπεισμένος όλα αυτά τα χρόνια ότι το δημοτικό συμβούλιο έψαχνε τρόπους να τον βγάλει από τη μέση σε κείνη την αποφράδα συνέλευση. Όσο εκτυλισσόταν βέβαια η μάζωξη των τοπικών αρχόντων τη 10η Ιουλίου 1981, ο Κεν και η σύζυγός του αποβιβάζονταν στο στέκι τους για να τα πιουν. Τα νέα για την παρουσία του έφτασαν στο δημοτικό συμβούλιο από τον ίδιο τον σερίφη, ο οποίος σύστησε ψυχραιμία στους αξιωματούχους της τοπικής αυτοδιοίκησης και μπήκε κατόπιν στο περιπολικό του φεύγοντας για την καθημερινή του περιπολία. Παρά τις συστάσεις της αστυνομίας, ένα οργισμένο πλήθος περικύκλωσε σύντομα το μπαρ και περίμενε καρτερικά. Ο ΜακΕλρόι, τελειώνοντας το ποτό του και με μια εξάδα μπίρες ανά χείρας, βγήκε με τη σύζυγό του από το μπαρ και επιβιβάστηκαν στο φορτηγάκι του. Η πόλη καραδοκούσε. Μόλις έσκυψε λοιπόν να ανάψει ένα τσιγάρο, η πόλη άνοιξε πυρ: δύο σφαίρες από δύο διαφορετικά όπλα έπληξαν τον νταή στον λαιμό και το κεφάλι. Η Τρένα βγήκε από το φορτηγάκι σε κατάσταση υστερίας και σύντομα κατέφτασε ο σερίφης, ο οποίος ενημερώθηκε για το μαζικό φονικό από τον ασύρματό του. Το φορτηγάκι έφερε μερικές ακόμα σφαίρες πάνω του. «Κρίμα», άκουσε ο σερίφης μόλις βγήκε από το περιπολικό του, «και ήταν ένα ωραίο φορτηγάκι». Κανείς δεν είχε καλέσει μέχρι τότε ασθενοφόρο και κανείς επίσης δεν φαινόταν σοκαρισμένος από τη δολοφονία που είχε συντελεστεί μπροστά στα μάτια του (οι αυτόπτες μάρτυρες υπολογίστηκαν σε 30-46 άτομα). Η αστυνομική έρευνα απέδωσε διάσπαρτα ευρήματα: οι δυο σφαίρες που σκότωσαν τον ΜακΕλρόι προήλθαν από δύο διαφορετικά περίστροφα, ο ένας δράστης πυροβόλησε πίσω από το φορτηγάκι και ο δεύτερος από αρκετή απόσταση, ενώ δεν αποκλείεται να υπήρξαν και περισσότεροι ένοχοι. Το FBI έσπευσε να συμβάλει στην έρευνα και ανέκρινε περισσότερους από 100 κατοίκους, αν και η εκτεταμένη διερεύνηση δεν απέδωσε ποτέ κανέναν ύποπτο. Μόνο η Τρένα αναγνώρισε απρόθυμα έναν ένοχο, αν και μόνο η δική της κατάθεση δεν αρκούσε για να τον στείλει στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Κανείς δεν επιβεβαίωσε εξάλλου τη μαρτυρία της, αναγκάζοντας τόσο τις πολιτειακές όσο και τις ομοσπονδιακές Αρχές να στείλουν την υπόθεση στο αρχείο. Τρία χρόνια αργότερα (9 Ιουλίου 1984), η Τρένα κατέθεσε μήνυση κατά των δημοτικών και αστυνομικών αρχών του Σκίντμορ για πλημμελή εξέταση της υπόθεσης, η οποία και διακανονίστηκε εξωδικαστικά. Κανείς εκ των κατηγορουμένων δεν ομολόγησε εμπλοκή στην αυτοδικία και ο μόνος λόγος για την επιδίκαση στην Τρένα 17.600 δολαρίων ήταν για να μην εμπλακούν οι Αρχές σε μακροχρόνιες δικαστικές περιπέτειες. Ο ΜακΕλρόι ενταφιάστηκε στο τοπικό κοιμητήριο παρουσία μόνο των πολύ κοντινών του ανθρώπων και η Τρένα ξαναπαντρεύτηκε λίγο αργότερα, εγκαταλείποντας για πάντα το Σκίντμορ, το οποίο δεν άνοιξε ποτέ το στόμα του για το ποιος σκότωσε τον διαβόητο νταή. Πριν εγκαταλείψει την ενεργό δράση ο εισαγγελέας Μπερντ, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε λέει για το φονικό στο κέντρο της πόλης πίστεψε ότι ο ΜακΕλρόι θα ήταν ο δράστης και όχι το θύμα, συμβούλεψε τον διάδοχό του να μην ξανανοίξει την υπόθεση ΜακΕλρόι, αφήνοντάς τη για πάντα ανεξιχνίαστη. Όσο για τον συνήγορό του ΜακΦάντιν, ομολόγησε σε εφημερίδα του Κάνσας Σίτι πολύ αργότερα: «Ξέρω γιατί δεν μίλησαν, γιατί όλοι χάρηκαν που ήταν νεκρός. Μια ολόκληρη πόλη τη γλίτωσε διαπράττοντας φόνο». Η μαζική αυτοδικία των ΗΠΑ έπαιξε σε όλα τα Μέσα και έγινε πρωτοσέλιδο, με πολλούς να σπεύδουν να ψέξουν τους εκδικητικούς κατοίκους που πήραν τον νόμο στα χέρια τους. Ένας τοπικός αστυνομικός που κατά τις αναφορές ήταν και ο μόνος που φοβόταν κάπως ο ΜακΕλρόι, όταν ρωτήθηκε σχετικά, δήλωσε: «Αυτοί που βγήκαν εκείνη τη μέρα στους δρόμους του Σκίντμορ ήταν πατεράδες και παππούδες. Καταλαβαίνω γιατί το έκαναν και γιατί ένιωσαν ολότελα μόνοι. Γιατί εμείς δεν κάναμε καλά τη δουλειά μας»… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend