Τα μονοπάτια που οδηγούν στο Μάτσου Πίτσου, την αρχαία πόλη των Ίνκας στο Περού «μετρούν» αιώνες και εκατομμύρια ανθρώπους που τα βάδισαν είτε στο βάθος της ιστορίας είτε εξερευνώντας με θαυμασμό την περιοχή και τα ίχνη του πολιτισμού τους. Το περίφημο «Μονοπάτι των Ίνκας», το Camino Inca, είναι αναμφίβολα το πιο διάσημο στην Αμερική και συγκαταλέγεται από πολλούς στα καλύτερα στον κόσμο. Με μήκος 43 χιλιομέτρων συνδυάζει εκπληκτικά ορεινά τοπία, νεφοσκεπείς κορυφές, υποτροπική ζούγκλα και απομεινάρια των δημιουργών του. Ο προορισμός του είναι το Μάτσου Πίτσου, η μυστηριώδης «χαμένη πόλη» των Ίνκας. Το μονοπάτι αυτό έχει γίνει πολύ δημοφιλές και πλέον πολλοί εκδρομείς επιλέγουν το λιγότερο γνωστό μονοπάτι Salkantay, που θεωρείται αφενός πιο «ήσυχο» σε ό,τι αφορά τον κόσμο αλλά και πιο «δύσκολο» σε ό,τι αφορά την ίδια την πορεία. Εκείνοι που θέλουν να αποφύγουν τον συνωστισμό την περίοδο αιχμής στρέφονται στο μονοπάτι Salkantay. Απαιτείται καλή φυσική κατάσταση προφανώς, λόγω και του μεγάλου υψόμετρου. Αλλά η επιπλέον προσπάθεια που καταβάλλουν ανταμείβεται: το μονοπάτι προσφέρει εκπληκτική θέα και πορεία σε εντυπωσιακά ετερόκλητα τοπία και φύση, όπως εξηγεί το BBC. Πυκνή βλάστηση εναλλάσσεται με αλπικές κορυφές, παγωμένες λίμνες και τροπικές ζούγκλες. Ακολουθώντας τα βήματα των εξαιρετικά εκπαιδευμένων αγγελιοφόρων των Ίνκας, η «οδύσσεια» των τεσσάρων- πέντε ημερών κορυφώνεται καταλήγοντας στο Μάτσου Πίτσου. Με αφετηρία το Κούσκο- που βρίσκεται σε υψόμετρο σχεδόν 3500 μέτρων- αρχίζει σταθερή ανάβαση από το μικροσκοπικό χωριό Marcocasa στην κοιλάδα Rio Blanco. Η ομάδα διασταυρώνεται με χωρικούς πάνω σε άλογα, κάνει συχνές παύσεις για να θαυμάσει τους απόκρημνους βράχους που μοιάζουν να κρέμονται πάνω από την καταπράσινη κοιλάδα, όπως περιγράφει ο δημοσιογράφος Guy Wilkinson. Φτάνοντας υψηλότερα στο «παρατηρητήριο» Challacancha, η θέα είναι πανοραμική στις χιονισμένες οροσειρές Humantay και Salkantay. «Οι κορυφές τους μοιάζουν να μαχαιρώνουν το υπογάστριο του ουρανού σαν γιγάντια μαχαίρια», είναι η γλαφυρή περιγραφή του. Μέχρι στιγμής δεν απαιτείται ειδική άδεια για να βαδίσει κανείς στο μονοπάτι αυτό, κάτι όμως που μπορεί εύκολα να αλλάξει τα επόμενα χρόνια. Ύστερα από ανάβαση περίπου 15 χιλιομέτρων το σκηνικό αλλάζει άρδην και γίνεται κατεξοχήν ορεινό. Η οροσειρά Salkantay «καταπίνει» τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που δύει. Στον καταυλισμό Soraypamapa στήνονται σκηνές ενώ η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά. Οι αναβάτες απολαμβάνουν ζεστή σούπα και τσάι πριν κατευθυνθούν στις σκηνές τους για να ξεκουραστούν. «Ήταν η πιο κρύα νύχτα της ζωής μου», περιγράφει ο Wilkinson. Στις 5:30 το πρωί ήταν ώρα έγερσης και η νέα μέρα ξεκινούσε. Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι η ανάβαση στο υψηλότερο σημείο του μονοπατιού. Ο αέρας γίνεται πολύ αραιός και η πορεία δυσκολεύει ακόμα περισσότερο με το βουνό Tucarhuay στη μία πλευρά και το Salkantay στην άλλη. Η ανάβαση χρειάζεται προσοχή καθώς πέτρες και χαλίκια δεν είναι τόσο σταθερά όσο πιο βαθιά στα βουνά προχωρά η ομάδα. Κατά διαστήματα συναντά άνδρες πάνω σε άλογα που καθοδηγούν μικρά κοπάδια, εμφανίζονται μέσα στην ομίχλη και εξαφανίζονται εξίσου γρήγορα. Βαδίζοντας για ώρες στη βορειοανατολική κορυφογραμμή, η ομάδα φτάνει στο πέρασμα, στο υψηλότερο σημείο της οροσειράς Βιλκαμπάμπα. Αρχίζοντας την κατάβαση η ομάδα περνά από πεδιάδες, μέσα σε πυκνό δάσος και το εντυπωσιακό παρατηρητήριο στο Huayracpunka πριν κατευθυνθεί στη ζούγκλα. Η δεύτερη μέρα ήταν η πιο δύσκολη αλλά και η πιο εντυπωσιακή χάρη στις εντυπωσιακές βουνοκορφές που σημάδευαν το τοπίο και την πορεία. Μέχρι να φτάσουν στον καταυλισμό στο Chaullay για να διανυκτερεύσουν, το σκοτάδι ήταν βαθύ. Για ακόμα δύο ημέρες η ομάδα διασχίζει τη ζούγκλα και τον ποταμό Lluskamayo, απολαμβάνοντας μπάνιο σε φυσικές θερμές πηγές στη μικρή πόλη Santa Teresa. Βαδίζοντας παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή φτάνει στην πόλη Aguas Calientes όπου προβλέπεται ξεκούραση. Την 5η ημέρα ήταν όλοι ξύπνιοι τα χαράματα για να προλάβουν το πρώτο λεωφορείο για το Μάτσου Πίτσου, διαδρομή 25 λεπτών από την πόλη. «Ήταν ακόμα σκοτεινά όταν μπήκαμε στην πόλη, ήμαστε οι πρώτοι και μας υποδέχθηκαν μερικά… λάμα. Ο ήλιος που ανέτειλε λίγο αργότερα αποκάλυψε ένα από τα πιο σεβαστά αρχαία μνημεία στον κόσμο, σε υψόμετρο 2340 μέτρων πάνω από τη θάλασσα και περίκλειστο από την ορεινή ζούγκλα της άνω λεκάνης του Αμαζονίου», κλείνει την αφήγησή του ο δημοσιογράφος και καταλήγει: «Χτίστηκε τον 15ο αιώνα από την αυτοκρατορία των Ίνκας και εγκαταλείφθηκε τον 16ο αιώνα. Ανακαλύφθηκε ξανά το 1911 όταν ένας Περουβιανός οδηγός οδήγησε τον καθηγητή του Yale Hiram Bingham στη ‘χαμένη πόλη’. Ήταν το πιο ταιριαστό φινάλε σε ένα από τα πιο θεαματικά μονοπάτια του κόσμου». (Πηγή φωτογραφιών: Guy Wilkinson) Δείτε όλα τα θέματα του Weekend