Το πάλαι ποτέ… εθνοκεντρικό σύνθημα που χρησιμοποίησε ο Ανδρέας Παπανδρέου μεταπολιτευτικά, υιοθέτησαν και στη συνέχεια ζωγράφισαν στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα κάποιοι, για να εκφράσουν την απέχθειά τους προς τους εισερχόμενους στη χώρα μας, αλλοδαπούς. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Καθώς περνάω την πλατεία της εκκλησίας, κατηφορίζω προς τη Μιχαήλ Βόδα. Επιλέγω να προχωρήσω στο επόμενο παράστενο και να μπω σε ένα τυροπιτάδικο λίγα μέτρα μετά. Χτυπάω τη τζαμαρία, ανοίγω την πόρτα και τείνω το χέρι προς τον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη: «Γεια σας, ονομάζομαι τάδε τάδε, είμαι δημοσιογράφος εκεί», συστήνομαι και του εξηγώ ότι κάνω ένα ρεπορτάζ για την περιοχή του. Εκείνος με εξετάζει με το βλέμμα καθώς στέκεται αμίλητος στην καρέκλα δίπλα στους φούρνους του μαγαζιού του. Δεν ανταποδίδει την κίνηση μου. Κρατάει το χέρι του κολλημένο στο αριστερό πλευρό, καθώς με κοιτάζει. «Σας ευχαριστώ», βιάζομαι να απαντήσω, και γυρίζω την πλάτη μου για να φύγω από το αφιλόξενο μαγαζί. Για να επανέλθω όμως σε αυτό που σας έλεγα στην αρχή, το σύνθημα «η Ελλάδα στους Έλληνες», δεν υπάρχει πια στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Τι άλλαξε; Φαινομενικά τα πνεύματα στον Άγιο Παντελεήμονα ηρέμησαν. Ποιος δε θυμάται όμως το δελτίο εγκλημάτων της αστυνομίας να γεμίζει από δεκάδες περιστατικά δύο, τρία ή περισσότερα χρόνια πριν;
Ο… φόβος τρώει τα σωθικά
Αν σας περιέγραψα το παραπάνω περιστατικό είναι γιατί «ο φόβος τρώει τα σωθικά». Δανείζομαι τον τίτλο της ταινίας του Φασμπίντερ. Ακόμα και αν η αστυνόμευση εντάθηκε, όπως λένε οι κάτοικοι, ο φόβος κατέστειλε μερικά από τα ζωτικά αντανακλαστικά ορισμένων -σίγουρα όχι όλων- κατοίκων. Ο κύριος Αλέκος είναι βιοτέχνης. Μένει εκεί από το 1979. Ράβει έτοιμα ενδύματα για εταιρείες και πουλάει χοντρική. «Αν περίμενα να πουλήσω λιανική θα είχα βάλει ήδη λουκέτο», περιγράφει την εικόνα που ο ίδιος αντιμετωπίζει. Και προσθέτει ότι μπορεί οι εντάσεις να έχουν εκλείψει, ωστόσο πολλοί κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει τον Άγιο Παντελεήμονα. «Αν ρίξεις μια ματιά στις πολυκατοικίες, θα διαπιστώσεις ότι δεν υπάρχει πια εκείνος ο ωραίος κόσμος που κατοικούσε εδώ. Τα ανδρόγυνα, που έβγαιναν τα βράδια, έκαναν τη βολτίτσα τους, πήγαιναν στο καφενείο. Βγαίναμε, ξενυχτούσαμε, χωρίς να φοβόμαστε. Δεν γυρίζαμε το κεφάλι να κοιτάξουμε πίσω όταν μπαίναμε στην είσοδο του σπιτιού μας. Πολλοί από τους πελάτες μου, οι οποίοι έρχονται μετά τις 8 το βράδυ, με ρωτούν: “Γιατί δεν κλειδώνεις;” Δεν λέμε πια “καλημέρα” με τους περαστικούς. Συχνά στήνω αυτί μήπως ακούσω κάποιον να μιλάει ελληνικά, να ανταλλάξουμε δύο κουβέντες».
Αμέτρητα «ενοικιάζεται»
Με προτρέπει να παρατηρήσω τις εισόδους των πολυκατοικιών. «Θα δεις αμέτρητα “ενοικιάζεται”», λέει. Κάτι που διαπίστωσα όταν βγήκα από το μαγαζί του. Εκείνος αναγκάστηκε να παραμείνει στον Άγιο Παντελεήμονα. «Κάποτε η Αγορακρίτου ήταν γεμάτη μαγαζιά. Η ουρά των αυτοκινήτων ξεκινούσε από το φανάρι της Μιχαήλ Βόδα και έφτανε έως την Αχαρνών. Μπορεί να έφευγα κι εγώ αν μπορούσα. Δεν είχα όμως την οικονομική δυνατότητα να υποστηρίξω μία τέτοια επιλογή. Άσε που δεν είναι εύκολο να ξεκινήσω από την αρχή, αναζητώντας νέες άδειες και δικαιολογητικά για την επιχείρησή μου. Χρειάζεται μεγάλη διαδικασία για να φύγω. Χαρτιά, παραχαρτιά…».
«Η εγκληματικότητα είναι υπαρκτή»
Ο κύριος Γιώργος είναι κι αυτός από τους παλιούς στον Άγιο Παντελεήμονα. Όπως λέει τα πράγματα είναι πλέον πιο ήρεμα. «Είμαστε πιο χαλαρά πλέον, όχι όπως τότε που δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε στο δρόμο. Δεν είναι όπως παλιά, δεν παύει παρόλα αυτά να είναι μια γειτονιά. Συναντάμε μερικούς φίλους στο καφενείο και λέμε δυο κουβέντες. Φοβάμαι λιγότερο σε σχέση με δύο ή τρία χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο συνεχίζω να φοβάμαι. Η εγκληματικότητα είναι υπαρκτή τόσο στον Άγιο Παντελεήμονα, όσο ευρύτερα στο κέντρο της Αθήνας». Επόμενος σταθμός είναι ένα κατάστημα ψιλικών. Ιδιοκτήτρια μία γυναίκα από την Αλβανία. Μου ζητάει να είμαι όσο το δυνατόν πιο διακριτικός. Να μην αναφέρω το όνομά της στο ρεπορτάζ. Σε αντάλλαγμα μοιράζεται λίγες κουβέντες μαζί μου… «Βρίσκομαι σ’ αυτή την κοινωνία τα τελευταία 17 χρόνια. Εδώ ζω, εδώ τρώω, εδώ κοιμάμαι. Δεν παραπονιέμαι για τη συμπεριφορά των Ελλήνων προς το μέρος μου. Ωστόσο στον Άγιο Παντελεήμονα η κατάσταση δεν είναι όπως θα έπρεπε. Ο κόσμος είναι φτωχός και φοβισμένος. Και η κακή οικονομική κατάσταση οδηγεί κάποιους σε παραβατικές πράξεις». Για να συμπληρώσει: «Όλα όμως είναι στον άνθρωπο». Την ίδια στιγμή μπαίνει μία ηλικιωμένη γυναίκα. Ζητάει περιοδικά. «Δεν έχω», απαντάει η ψιλικατζού. «Τα επιστρέψαμε δυστυχώς. Την Παρασκευή πάλι». Βρίσκω ευκαιρία να ζητήσω από την κυρία, να μου μιλήσει κι εκείνη για τη γειτονιά της. «Δεν θέλω να με ηχογραφήσετε», ξεκινάει διστακτικά. «Οι άνθρωποι είναι λίγο προκατειλημμένοι», προσπαθεί να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της.
«Οι άνθρωποι λόγω των οικονομικών συνθηκών είναι συχνά ευάλωτοι σε ακρότητες»
«Στην πραγματικότητα συμβαίνει ό,τι συμβαίνει και σε άλλες μικρομεσαίες περιοχές. Παρόλ’ αυτά οι κάτοικοι του Αγίου Παντελεήμονα έχουν διατηρήσει την ανθρωπιά τους. Έχουμε καλές σχέσεις με τους αλλοδαπούς. Οι άνθρωποι όμως λόγω των οικονομικών συνθηκών συχνά είναι ευάλωτοι σε ακρότητες», προσθέτει.
«Να μην χρησιμοποιήσετε το όνομά μου»
Τη ρωτάω αν θα έφευγε. «Δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να φύγω. Πού να πάω κύριέ μου; Στα Βόρεια Προάστια με τη σύνταξη που παίρνω;» η απάντησή της, όμοια με του πρώτου κατοίκου που συνάντησα. «Εν πάση περιπτώσει δεν θέλω να χρησιμοποιήσετε το όνομά μου», τονίζει. «Μα, δεν μου το είπατε… Μην ανησυχείτε πάντως!», λέω με τη σειρά μου. Έχοντας ήδη απομακρυνθεί, ακούω την ίδια γυναίκα να φωνάζει από το απέναντι πεζοδρόμιο. Ζητά να δει τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα. Να βεβαιωθεί ότι όντως είμαι αυτός που ισχυρίζομαι ότι είμαι. Ψάχνω την τσάντα μου, τη βρίσκω, της τη δείχνω. Ανασηκώνει τα γυαλιά για να μπορέσει να δει πιο κοντά. Ρίχνει μια βιαστική ματιά. «Σας ευχαριστώ… Καταλαβαίνετε, δεν είναι ότι δεν σας εμπιστεύομαι αλλά τόσα γίνονται», μουρμουρίζει και φεύγει. «Καταλαβαίνω», ψελλίζω και φεύγω.
Ένας Ρουμάνος στη γωνία της Μιχαήλ Βόδα και Αγορακρίτου
Βρίσκω το Μιχάλη Ντοχοτάρ, πίσω από μια βιτρίνα με σφολιάτες. Ήρθε από τη Ρουμανία στην Ελλάδα πριν από 20 χρόνια. Έστησε την πρώτη δική του επιχείρηση, ένα συνεργείο καθαρισμού αρκετά χρόνια πριν. Πρόσφατα μετακόμισε από το Ίλιον στον Άγιο Παντελεήμονα για να ανοίξει και ένα μαγαζί με γρήγορα γεύματα και σάντουιτς για τους περαστικούς. «Δεν τα βρήκα όπως τα περίμενα. Άργησα να ανοίξω μαγαζί. Η αρχή έγινε τη στιγμή που άρχισαν να φεύγουν οι συμπατριώτες μου από εδώ», λέει ο Μιχάλης. «Δουλειά δεν υπάρχει», συνεχίζει. «Ήταν και παραμένει μια περιοχή με αρκετά προβλήματα. Και παρά το γεγονός ότι ηρέμησαν τα πράγματα, χάλασε η αγορά του Αγίου Παντελεήμονα. Έφυγε πολύς κόσμος. Και πολλοί από αυτούς που έμειναν δεν έχουν δουλειά και λεφτά για να ξοδέψουν», συμπληρώνει.
«Το σπίτι μας είναι στην Ελλάδα, όχι στη Ρουμανία»
«Το σπίτι μας είναι στην Ελλάδα, όχι στη Ρουμανία!», πετάγεται από δίπλα η γυναίκα του, η οποία παρακολουθεί τη συζήτηση. «Ακόμα κι εγώ που είμαι αλλοδαπός φοβάμαι», συνεχίζει ο Μιχάλης. «Όταν άνοιξα το μαγαζί έβαλα κάγκελα, συναγερμό, πήρα ό,τι μέτρο μπορούσα για να προστατέψω την περιουσία μου. Οι άνθρωποι στη λαϊκή της Μιχαήλ Βόδα φοβούνταν τις περισσότερες φορές να βγάλουν το ταμείο τους πάνω στον πάγκο. Και συνεχίζουν να φοβούνται. Ωστόσο η αστυνόμευση είναι πλέον λίγο αποτελεσματικότερη». Ο Μιχάλης έχει δύο παιδιά. Ένα γιο και μία κόρη. Παρά το γεγονός ότι διατηρεί δύο επιχειρήσεις στην Ελλάδα η κόρη του έφυγε για την Αγγλία γιατί δεν έβρισκε δουλειά. «Σπούδασε τουριστικά στην Ελλάδα. Ξόδεψα χρήματα να τη σπουδάσω. Ξόδεψε και το ελληνικό κράτος για να τη σπουδάσει. Ωστόσο αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό για να επιβιώσει. Κάτι ανάλογο συνέβη με ένα φίλο μου, Ρουμάνο. Αγόρασε σπίτι στον Άγιο Παντελεήμονα… Επειδή όμως δεν είχε δουλειά, το νοίκιασε και μετανάστευσε στην Αγγλία. Έρχεται πού και πού, πληρώνει τις υποχρεώσεις του και φεύγει ξανά». Το ’60 ήταν όνειρο ζωής για κάποιους να αποκτήσουν σπίτι στον Άγιο Παντελεήμονα ή στην Κυψέλη. Ήταν το αστικό απωθημένο, σημάδι κοινωνικής αναγνώρισης. Η Φωκίωνος ήταν η Κηφισιά και η Γλυφάδα της εποχής, συγκεντρώνοντας τους εκπροσώπους της υψηλής κοινωνίας. Σήμερα, εκεί που πριν δύο ή τρία χρόνια οργανώνονταν συσσίτια με φυλετικό προσανατολισμό και επιθέσεις εναντίον όσων δεν έφεραν την ελληνική υπηκοότητα, μια περιοχή που ασφυκτιούσε από ρατσιστικά και αντιρατσιστικά συλλαλητήρια και εγκληματικότητα, φαίνεται πλέον να ασφυκτιά υπό το βάρος του φόβου όσων προηγήθηκαν. Ακόμα και αν τα πράγματα «φαίνεται να έχουν ηρεμήσει», όπως λένε οι κάτοικοι… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend