Τα αυστηρά όρια της λογοκρισίας στον κινηματογράφο πριν από αρκετές δεκαετίες μοιάζουν σήμερα παράλογα, εξωφρενικά, ίσως και αστεία. Κλασικές ταινίες που για το 2015 είναι «συντηρητικές» και «μιας άλλης εποχής», έδωσαν στις ημέρες της κυκλοφορίας τους πραγματική μάχη για ένα αποτέλεσμα έξω από τα πλαίσια του κοινώς αποδεκτού, συμβάλλοντας σημαντικά στη διαμόρφωση του κινηματογράφου όπως τον γνωρίζουμε στον 21ο αιώνα. Ήταν 31 Μαρτίου 1930 όταν τα στούντιο παραγωγής του Χόλιγουντ υιοθέτησαν τον Κώδικα Παραγωγής Ταινιών (Motion Picture Production Code ή MPCC), έναν οδηγό λογοκρισίας στον οποίο στηριζόταν η συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών που κυκλοφόρησαν από όλες τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής στη διάρκεια των τριών επόμενων δεκαετιών. Στόχος των κανονισμών που περιλάμβανε ο Κώδικας ήταν να διασφαλιστεί ότι όλες οι mainstream ταινίες υιοθετούσαν «τα σωστά πρότυπα ζωής» και την ηθική ευπρέπεια. Οι αυτοεπιβαλλόμενοι αυτοί περιορισμοί, γνωστοί και ως Κώδικας Hays, προέβλεπαν από την απαγόρευση της ιδιαίτερα ρεαλιστικής γλώσσας και της υπερβολικής βίας μέχρι τα «λάγνα φιλιά» και τις απεικονίσεις διαφυλετικών ειδυλλίων. Πολλές διάσημες ταινίες λογοκρίθηκαν στη διάρκεια της «κυριαρχίας» του Κώδικα, υπήρξαν όμως ορισμένοι δημιουργοί αρκετά τολμηροί ώστε να πολεμήσουν τις απαγορεύσεις και να κυκλοφορήσουν τις ταινίες τους χωρίς τη σφραγίδα της Διοίκησης του Κώδικα Παραγωγής (Production Code Administration). Στη διάρκεια της διάσημης αυτή εποχής αυτολογοκρισίας του Χόλιγουντ, δεν ήταν λίγες οι διάσημες -και κλασικές σήμερα- ταινίες που δοκίμασαν τα όρια του αποδεκτού στη μεγάλη οθόνη της εποχής τους. Όσα παίρνει ο άνεμος – Gone With the Wind (1939) Το γνωστό σε όλους έπος του αμερικανικού εμφυλίου υπήρξε το αποτέλεσμα εκτενών παρασκηνιακών διαβουλεύσεων μεταξύ των λογοκριτών του Χόλιγουντ και των παραγωγών του. Οι δημιουργοί της ταινίας κλήθηκαν να «μαλακώσουν» τη βία του πολέμου και τον ρατσιστικό τόνο της ιστορίας (όλες οι αναφορές στην Κου Κλουξ Κλαν κόπηκαν). Παρεμβάσεις ζητήθηκαν και αναφορικά με τη θρυλική ατάκα του Ρετ Μπάτλερ «Frankly my dear, I don’t give a damn» (Ειλικρινά αγαπητή μου, δε δίνω δεκάρα). Ο παραγωγός David O. Selznick πάλεψε σκληρά για να διατηρηθεί η πικάντικη γλώσσα του έργου. Η χρήση της φράσης έγινε τελικά αποδεκτή, προηγουμένως όμως ο Selznick και οι συνεργάτες του είχαν συντάξει μια λίστα με εναλλακτικές ατάκες, όπως το «Ο διάβολος μπορεί να νοιάζεται, εγώ όχι!» (The devil may care – I don’t!). Παράνομος – The Outlaw (1943) Το 1941, ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος Howard Hughes και το Γραφείο Hays συγκρούστηκαν με αφορμή την ταινία «The Outlaw», την οποία είχε σκηνοθετήσει ο Hughes. Αιτία της διαμάχης ήταν το στήθος της ηθοποιού Τζέιν Ράσελ, πάνω στο οποίο η κάμερα εστίαζε στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Ο Hughes, ο οποίος είχε σχεδιάσει ο ίδιος ένα σουτιέν για την πρωταγωνίστριά του, εξοργίστηκε όταν το Γραφείο Hays αρνήθηκε να βάλει τη σφραγίδα της έγκρισης στην ταινία του με το επιχείρημα ότι το σώμα της ηθοποιού «υπερτονίζεται σοκαριστικά». Ο σκηνοθέτης άσκησε έφεση και ύστερα από μια έντονη δημόσια διαμάχη με τους λογοκριτές, συμφώνησε να κόψει λίγα δευτερόλεπτα από τις επίμαχες σκηνές με αντάλλαγμα την έγκριση για την κυκλοφορία της ταινίας. Το «The Outlaw» βρήκε τελικά στις αίθουσες το 1946, με τους κριτικούς να μην του επιφυλάσσουν ιδιαίτερα θερμή υποδοχή. Ο θόρυβος που προκάλεσε όμως η καθυστέρηση στην κυκλοφορία της ταινίας ήταν αρκετός για να αναδειχθεί σε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Λεωφορείο ο Πόθος – A Streetcar Named Desire (1951) Με την απροκάλυπτη σεξουαλικότητά του και τις αναφορές στην αυτοκτονία και τον βιασμό, το κλασικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς δεν θα μπορούσε παρά να συναντήσει δυσκολίες στη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη. Ο σκηνοθέτης Ελία Καζάν αναγκάστηκε να «στρογγυλέψει» το παρελθόν της πρωταγωνίστριας Μπλανς Ντιμπουά, ενώ οι αναφορές στην ομοφυλοφιλία του νεκρού συζύγου της απαλείφθηκαν από το σενάριο. Η μεγαλύτερη διαμάχη αφορούσε τη διάσημη σκηνή όπου ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι, τον οποίο υποδύεται ο Μάρλον Μπράντο, επιβάλλεται με τη βία στη Μπλανς κατά τη διάρκεια μιας φιλονικίας. Ο Καζάν κατόρθωσε να πείσει το Γραφείο Hays ότι η σκηνή του βιασμού ήταν κρίσιμη για την ιστορία, αλλά η καταδίκη της από θρησκευτικές οργανώσεις είχε ως αποτέλεσμα το στούντιο να αναθεωρήσει τη στάση του και να τροποποιήσει το τελικό αποτέλεσμα. «Η ταινία μου κόπηκε για να ταιριάξει με έναν κώδικα που δεν είναι ο δικός μου κώδικας», θα δηλώσει αργότερα ο Καζάν. Παρά τις αντιδράσεις του σκηνοθέτη η τροποποιημένη έκδοση του «Λεωφορείου ο Πόθος» κέρδισε το κοινό και συγκέντρωσε 12 υποψηφιότητες για Όσκαρ. Το Γαλάζιο Φεγγάρι – The Moon is Blue (1953) Η ταινία του σκηνοθέτη Όττο Πρέμινγκερ ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων όταν κυκλοφόρησε το 1953. Η χαλαρή προσέγγιση του σεξ και ειδικά η έμφαση στην παραπλάνηση και η χρήση απαγορευμένων λέξεων όπως «παρθένα», «έγκυος» και «ερωμένη» δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από το Γραφείο Hays, το οποίο καθυστερούσε να δώσει την απαιτούμενη έγκριση για την κυκλοφορία της. Αντί όμως να προχωρήσει σε αλλαγές στην ταινία, ο Πρέμινγκερ παραιτήθηκε από την ένωση παραγωγής ταινιών Motion Picture Association of America και αποφάσισε να την κυκλοφορήσει ανεξαρτήτως έγκρισης. Προς απογοήτευση των λογοκριτών, η ταινία κέρδισε παρά έχασε από την «αρνητική δημοσιότητα» που έλαβε. Το κοινό έσπευσε στις αίθουσες για να διαπιστώσει προς τι όλος αυτός ο θόρυβος, με το «The Moon is Blue» να αναδεικνύεται σε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της χρονιάς. Ο Ατίθασος – The Wild One (1954) «Ο Ατίθασος» με πρωταγωνιστή τον Μάρλο Μπράντο που υποδύεται τον Τζόνι, τον αρχηγό μιας συμμορίας μοτοσικλετιστών που τρομοκρατεί μια μικρή πόλη της Καλιφόρνια δεν θα μπορούσε παρά να προκαλέσει αντιδράσεις για τον τρόπο που επέλεξε να απεικονίσει τη νεανική παραβατικότητα. Ύστερα από την ανάγνωση μιας αρχικής έκδοσης του σεναρίου, ο επικεφαλής της Production Code Administration Τζο Μπριν έγραψε ένα γράμμα στο οποίο εξέφραζε τις ανησυχίες του για το ενδεχόμενο το έργο να σπρώξει τους νεαρούς θεατές στην «αλητεία». Οι δημιουργοί αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε τροποποιήσεις, προκειμένου «Ο Ατίθασος» να πάρει τελικά την έγκριση του Μπριν. Και πάλι όμως η κυκλοφορία του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με αρκετούς κριτικούς να καταγγέλλουν την ταινία ότι προωθεί τη βία του όχλου. Στη Βρετανία απαγορεύτηκε διότι αποτελούσε «σκόπιμη προσβολή του νόμου και της τάξης». Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι – The Man With the Golden Arm (1955) Έχοντας ήδη αψηφήσει τη λογοκρισία δύο χρόνια πριν με «Το Γαλάζιο Φεγγάρι», ο Όττο Πρέμινγκερ επέστρεψε το 1955 με τη νέα του ταινία, την ιστορία ενός εθισμένου στην ηρωίνη που προσπαθεί να αποτοξινωθεί, με πρωταγωνιστή τον Φρανκ Σινάτρα. Όταν για άλλη μια φορά η ταινία του συνάντησε τη λογοκρισία του Χόλιγουντ, ο Πρέμινγκερ και οι συνεργάτες του επέλεξαν και πάλι να αψηφήσουν το σύστημα, προχωρώντας στην κυκλοφορία της χωρίς τη σφραγίδα της έγκρισης. Επρόκειτο για ακόμη μία επιτυχία, με τον Σινάτρα να κερδίζει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Η επιτυχία της ταινίας συνέβαλε σημαντικά στην αναθεώρηση του Κώδικα Παραγωγής Ταινιών του Χόλιγουντ και το 1956 το Γραφείο Hays καθιέρωσε νέους κανόνες για το περιεχόμενο των έργων, μεταξύ των οποίων πιο χαλαρούς περιορισμούς σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών στις ταινίες. Μερικοί το Προτιμούν Καυτό – Some Like it Hot (1959) Κι ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η επιρροή του Κώδικα Παραγωγής Ταινιών είχε ήδη αρχίσει να εξασθενεί, ταινίες όπως το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» του έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα. Η σεξουαλικότητα, οι συγκεκαλυμμένες αναφορές στην ομοφυλοφιλία, το οργανωμένο έγκλημα… θέματα που μετά βεβαιότητας θα βρίσκονταν αντιμέτωπα με τη λογοκρισία. Καθώς όμως η επιτυχία της ταινίας ήταν εγγυημένη, ο σκηνοθέτης Μπίλι Γουάιλντερ… αμέλησε να στείλει αντίγραφο του τελικού σεναρίου στο Γραφείο Hays μέχρι τα γυρίσματα του έργου να έχουν ολοκληρωθεί και να έχει ήδη προβληθεί στους εκπροσώπους του Τύπου. Δεδομένου ότι το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» είχε ήδη κερδίσει τους κριτικούς κινηματογράφου, το Γραφείο Hays αναγκάστηκε να βάλει τη σφραγίδα του προκειμένου να αποφύγει τη δημόσια διαμάχη. Ψυχώ – Psycho (1960) Βέβαιος ότι τον περιμένουν στη γωνία, ο μετρ του σασπένς Άλφρεντ Χίτσκοκ ήταν αποφασισμένος να δοκιμάσει τα όρια της λογοκρισίας του Χόλιγουντ με το «Ψυχώ». Προετοίμασε λοιπόν μια εκδοχή της ταινίας, δίνοντας έμφαση στην υπερβολική βία και το γυμνό, με στόχο να προσφέρει στον εαυτό του διαπραγματευτική ισχύ. Προσποιούμενος ότι μάχεται να διατηρήσει το πιο ακραίο υλικό της ταινίας, ο σκηνοθέτης δέχτηκε τελικά να «συμβιβαστεί» προκειμένου να κρατήσει τις σκηνές που ήθελε εξ’ αρχής. Άλλο ένα τέχνασμά του ήταν να προσφερθεί να ξαναγυρίσει τη σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια εμφανίζεται με τα εσώρουχά της, παρουσία εκπροσώπων του Γραφείου Hays. Εκείνοι όμως δεν εμφανίστηκαν ποτέ στο γύρισμα… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend