Δυο έργα που αναμένεται να αλλάξουν την όψη του κάστρου των Τρικάλων βρίσκονται σε φάση υλοποίησης, με πόρους του ΕΣΠΑ. Το πρώτο από τα έργα στο λόφο του Φρουρίου αφορά την αποκατάσταση τμημάτων τρίτου διαζώματος κάστρου πόλης Τρικάλων, είναι προϋπολογισμού 700.000 ευρώ και εκτελείται απολογιστικά και με αυτεπιστασία από τη 19η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ) Το δεύτερο, που αφορά την ανάδειξη της περί των τειχών του κάστρου της πόλης περιοχής είναι προϋπολογισμού 202.950 ευρώ και εκτελείται από την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Τρικκαίων υπό την επίβλεψη της 19ης ΕΒΑ.
Με το πρώτο έργο πραγματοποιείται συνολική αποκατάσταση των εξωτερικών και εσωτερικών όψεων των τοιχοποιιών, της πυριτιδαποθήκης, των πύργων και των επάλξεων του βορειοανατολικού τείχους του τρίτου διαζώματος του κάστρου των Τρικάλων, επισημαίνει το ΑΜΠΕ. Η αποκατάσταση, σύμφωνα με την προϊσταμένη της 19ης ΕΒΑ Κρυσταλλία Μαντζανά, συμβάλλει στην πλήρη ανάδειξη του μνημείου, καθώς το κάστρο θα καταστεί ενιαίος επισκέψιμος χώρος, με πλήρη ενημέρωση μέσω πινακίδων σήμανσης και πληροφόρησης και έντυπου υλικού.
Το βυζαντινό κάστρο των Τρικάλων θεωρείται μνημείο μεγάλης ιστορικής αξίας και χαρακτηριστικό δείγμα της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής του θεσσαλικού χώρου και η ανάδειξή του εκτιμάται πως θα οδηγήσει στην αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας της πόλης των Τρικάλων και της ευρύτερης περιοχής.
Επιπρόσθετα, με το δεύτερο έργο υλοποιείται η κατασκευή 420 μέτρων περιπατητικού διαδρόμου με κοκκινόχωμα και η κατασκευή 285 μέτρων περιπατητικού διαδρόμου σε ξύλινη κατασκευή 2 θέσεων θέας, φύτευση και βελτίωση του υφιστάμενου φωτισμού.
Το Φρούριο
Σύμφωνα με στοιχεία της κ. Μαντζανά, τo Φρούριο των Τρικάλων βρίσκεται στη ΒΑ πλευρά της πόλης. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, ανεγέρθηκε από τον Ιουστινιανό Α΄ (6ος αι.), πάνω στα ερείπια της ακρόπολης της αρχαίας Τρίκκης. Κατά την παλαιολόγεια περίοδο γνώρισε εκτεταμένες οικοδομικές και επισκευαστικές εργασίες και κατά την άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς ορισμένα τμήματα του κάστρου καταστράφηκαν, ωστόσο η μεγάλη στρατηγική σημασία που απέκτησε η πόλη ως προκεχωρημένη βάση εναντίων των ανυπότακτων ορεινών πληθυσμών της Πίνδου και των Αγράφων ανάγκασε τους Οθωμανούς να επισκευάσουν, να συμπληρώσουν και να διατηρήσουν τα σωζόμενα τμήματα. Επανειλημμένες επισκευές γνώρισε το φρούριο μετά τις θεσσαλικές επαναστάσεις του 1854 και 1878. Το κάστρο αυτό αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα ασφάλειας για την αρχική ανάπτυξη του οικισμού στις πλαγιές και στους πρόποδές του. Επιστέφοντας ένα χαμηλό λόφο, δέσποζε πάνω από τα Τρίκαλα και στη γύρω πεδινή έκταση.
Στην ανατολική πλευρά του φρουρίου, οι Τούρκοι είχαν στήσει, στα μέσα του 17ου αι., ένα μεγάλο ρολόι. Ο πύργος του Ωρολογίου των Τρικάλων – όπως και αυτός της Λάρισας – είναι από τους παλαιότερους γνωστούς στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Το σημερινό ρολόι αντικατέστησε το παλιότερο, το οποίο βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς.
Το φρούριο παρουσιάζει τυπική μορφή βυζαντινής οχύρωσης: είναι επίμηκες, με άξονα από τα ΝΔ προς τα Β. και ενισχύεται κατά διαστήματα με τετράπλευρους πύργους. Ο περίβολός του διατηρείται ακέραιος και έχει ακανόνιστο σχήμα, καθώς ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του λόφου. Όσον αφορά τη δομή του, διαιρείται κλιμακωτά με εγκάρσια τείχη, σε τρία επάλληλα, σχεδόν ισόπεδα, διαζώματα: α) στο κάτω φρούριο που βρίσκεται στο χαμηλότερο τμήμα της νότιας κλιτύος του λόφου, β) στο μεσαίο φρούριο που είναι και το μεγαλύτερο σε έκταση και γ) στο μικρό εσωτερικό φρούριο (ic kale) που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου (ΒΑ γωνία) και αποτελεί την ακρόπολη του κάστρου. Το τρίτο διάζωμα που αποτελούσε το έσχατο καταφύγιο των αμυνομένων ενισχύεται από τέσσερις ογκώδεις και ψηλούς πύργους, ο νοτιοανατολικός είναι διώροφος και ψηλότερος όλου του κάστρου, ο βόρειος έχει μεγαλύτερο πλάτος από τους υπολοίπους, ενώ το μεταξύ τους διάστημα είναι το μεγαλύτερο μεταπύργιο του τείχους.
Οι άλλοι δύο πύργοι, που πιθανότατα κατασκευάσθηκαν για να προστατεύουν την είσοδο στο διάζωμα αυτό, καθώς υψώνονται εκατέρωθεν αυτής, διατηρούνται σε πολύ άσχημη κατάσταση – σώζεται η μία πλευρά, ενώ οι υπόλοιπες βρίσκονται σε συνεχή κατάρρευση με λιθοσωρούς και πυκνή βλάστηση. Στα δυτικά του εσωτερικού του διαζώματος,
σώζεται η πυριτιδαποθήκη, ένα παράγωνο, καμαροσκέπαστο μονόχωρο κτίριο.
Η μορφή αυτή του φρουρίου διαμορφώθηκε σταδιακά. Υπολείμματα της οχύρωσης που συνδέεται με τη φάση του Ιουστινιανού έχουν επισημανθεί στη νότια πλευρά της ακρόπολης. Στην ίδια φάση ανήκει και η οχύρωση της ΒΑ πλευράς, που διασώζει μεταξύ άλλων τον περίδρομο του μεσαίου φρουρίου και ίχνη της κλίμακας που οδηγούσε σε αυτόν. Σήμερα, η πλευρά αυτή καλύπτεται εξωτερικά από πυκνή δενδροφύτευση και εσωτερικά από κατακρημνίσματα.
Το Βυζαντινό Κάστρο της πόλης των Τρικάλων είναι κηρυγμένο ως προέχον βυζαντινό μνημείο και είχε οριστεί ζώνη προστασίας αυτού, ενώ το 2012 οριοθετήθηκε και ο αρχαιολογικός χώρος της πόλεως Τρικάλων.
Η παλαιά συνοικία Βαρούσι αποτελούσε την εύπορη, χριστιανική και αυτοδιοικούμενη συνοικία της πόλης που εκτεινόταν κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του Φρουρίου. Τα αρχοντικά του Βαρουσίου και οι πολυάριθμες εκκλησίες (συνολικά δέκα, που χρονολογούνται από τον 16ο ως τον 19ο αι.) αντικατοπτρίζουν την οικονομική και πολιτιστική άνθιση του 18ου και 19ου αι. που ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Οι σωζόμενοι σήμερα ναοί είναι α) των Αγίων Αναργύρων (τοιχογραφίες του 1575), β) του Αγίου Δημητρίου (πριν το 1588), γ) του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος και του Αγίου Παντελεήμονος (τέλη 16ου – αρχές 17ου αι.), δ) του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1674), ε) της Αγίας Μαρίνας (1766), στ) της Αγίας Παρασκευής (1843), ζ) της Παναγίας Φανερωμένης ή του Γενεσίου της Θεοτόκου (1849-1853), η) της Αγίας Επισκέψεως (1863-1877), θ) του Αγίου Στεφάνου (Ο πρώτος ναός, που καταστράφηκε από πυρκαγιά, είχε κτιστεί από τον Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο κατά τον 14ο αι. και αποτέλεσε στο μεγαλύτερο διάστημα της Τουρκοκρατίας έδρα του Μητροπολίτη Λαρίσης. Ο σημερινός ναός είναι κτίσμα του 1882), ι) του Αγίου Νικολάου (1948) που αποτελεί και τον μητροπολιτικό ναό των Τρικάλων από το 1967.
Η αίγλη της συνοικίας του Βαρουσίου «σκιάστηκε» από την επέκταση της πόλης με την ανέγερση νέων αρχοντικών νεοκλασικού χαρακτήρα γύρω στα τέλη του 19ου αι.