Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι άμεση και εύκολη. Δεν θα έπρεπε να θεωρείται «κουλ» το γεγονός ότι κάποιος εύχεται σε έναν άνθρωπο να πεθάνει ή ακόμα χειρότερα να πάθει καρκίνο. Να υποφέρει δηλαδή μέχρι θανάτου. Δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει στη σφαίρα του ανεκτού. Δεν χρειάζεται κάποιου είδους σπουδαία παρατήρηση της πραγματικότητας για να πούμε ότι όλα γύρω μας τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και η αξία της ανθρώπινης ζωής πλέον έχει υποβαθμιστεί σε κάτι… μη αναγκαίο.
Οι άνθρωποι που κινούνται καθημερινά μέσα στον κόσμο των social media θα έχουν διαπιστώσει ότι υπάρχει μία ραγδαία αύξηση, τα τελευταία χρόνια, στη λεκτική βία, τον εκφοβισμό και τις κάθε λογής απειλές. Είτε πρόκειται για γραπτό λόγο είτε για μεταφορά μέσω κάποιου multimedia, όπως φωτογραφιών ή βίντεο.
Η ίδια παρατήρηση μπορεί να γίνει και από μία τυχαία βόλτα στον δρόμο. Είτε πεζός είτε οδηγώντας το όχημά σου. Έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι υβριστικές εκφράσεις των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων θανατηφόρων απειλών οι οποίες πολλές φορές γίνονται και πράξη με εκδήλωση σωματικής βίας. Άλλωστε η λεπτή γραμμή μεταξύ λεκτικής και σωματικής βίας είναι πάρα πολύ λεπτή και πολλές φορές είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Και στις δύο περιπτώσεις οι λέξεις «ψόφος» και «καρκίνος» έχουν την τιμητική τους. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει. Έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο κοινωνικής αποσάθρωσης που νιώθουμε καλά με το να ευχόμαστε σε κάποιον να πεθάνει; Ή ακόμα και αν νιώθουμε καλά με μία τέτοια «ευχή» μπορούμε όντως να αντικρίσουμε κάποιον να πεθαίνει μπροστά μας και να είμαστε εντάξει με αυτό;
Οι ψυχολόγοι αναφέρουν ότι το φαινόμενο της αύξησης της ακραίας λεκτικής βίας και της κλιμάκωσης των απειλών τα τελευταία χρόνια είναι ένα εμπειρικό φαινόμενο και δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία σε έρευνες για να μπορέσουν να υπάρξουν κάποιες εκτιμήσεις όσον αφορά τις αιτίες του προβλήματος.
«Ο χρήστης των social media νιώθει ότι η λεκτική του συμπεριφορά δεν έχει συνέπειες»
Για το φαινόμενο μίλησε στο Newsbeast και την Δήμητρα Τριανταφύλλου, η Αγγελική Καρδαρά, Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος & Επιστημονικά Υπεύθυνη του Crime & Media Lab.
Η κα Καρδαρά ανέφερε ότι το ζήτημα είναι σοβαρό και χρίζει «σε βάθος εξέταση»:
«Το φαινόμενο που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως “λεκτική βία μέσω διαδικτύου” πρέπει αναμφίβολα να μας απασχολήσει και να εξεταστεί σε βάθος, γιατί λαμβάνει σοβαρές διαστάσεις και προεκτάσεις. Είναι ένα θέμα μάλιστα που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και μεταξύ των νέων επιστημόνων, να σας αναφέρω στο σημείο αυτό ότι έχει αρκετές φορές τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων με τους εκπαιδευόμενούς μας στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος και κρίνουμε σημαντικό να πραγματοποιηθεί μία επισταμένη έρευνα για την ερμηνεία αλλά και για την αντιμετώπισή του.
Πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό, κατά την άποψή μου, φαινόμενο που έχει βαθιές ρίζες. Κατ’ αρχάς πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας το πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται το φαινόμενο. Το διαδίκτυο αποτελεί ένα αχανές περιβάλλον, πλασματικής σε μεγάλο βαθμό πραγματικότητας, με συνέπεια ο χρήστης του μέσου να αισθάνεται ότι δεν δεσμεύεται από όρια και ότι η λεκτική του συμπεριφορά δεν έχει συνέπειες. Το διαδίκτυο βασίζεται κυρίως στην έννοια της αυτορρύθμισης, επομένως οι συμπεριφορές που συναντούμε σε αυτό είναι πολλές και διαφορετικές».
O μιμιτισμός και ο φανατισμός
Είναι κοινά αποδεκτό από τους χρήστες, κυρίως, των social media ότι οι συνθήκες που επικρατούν στην κυβερνοσφαίρα είναι εξόχως πολωμένες. Είτε είσαι με το μαύρο είτε με το άσπρο. Οποιαδήποτε άλλη αντίληψη μπορεί «να πεθάνει σε μια γωνία».
Η κα Καρδαρά εξηγεί ότι τα ίδια τα social media καλλιεργούν γόνιμο έδαφος για μιμιτισμό και φανατισμό: «Κατά δεύτερον, καταγράφεται ένας έντονος μιμητισμός, εφόσον το ίδιο το μέσο καλλιεργεί γόνιμο έδαφος για τέτοιου είδους σχόλια που βρίσκουν εύκολα μιμητές. Μιμητές οι οποίοι μπορούν να ξεκινήσουν ακόμα και με καλή πρόθεση να σχολιάσουν ένα θέμα ή ένα πρόσωπο και καταλήγουν να “φανατίζονται” μέσα από αυτή την ατέρμονη ανταλλαγή σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Κατά τρίτον, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι σε αρκετές περιπτώσεις η καλλιέργεια φανατισμού μπορεί να είναι ακόμα και υποκινούμενη εξυπηρετώντας συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Άρα εδώ χρειάζεται προσοχή να μην παγιδευόμαστε σε ένα “στημένο” από άλλους παιχνίδι και χάνουμε τελικά την ουσία των καταστάσεων».
«Εκτόνωση αρνητικών συναισθημάτων»
Τα social media και το ίντερνετ ως χώρος ανέξοδης εκτόνωσης από τα προβλήματα που κατακλύζουν τους χρήστες στην πραγματική τους ζωή.
Η Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ αναφέρει: «Θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε ότι αποτελεί, για κάποιους, ένα είδος “εκτόνωσης πολύ αρνητικών συναισθημάτων” που στη ζωή τους, εκτός διαδικτύου, δεν μπορούν να εκδηλώσουν, ή εκδηλώνουν υφιστάμενοι τις συνέπειες. Χωρίς όμως όνομα και επίθετο, με ένα ψεύτικο προφίλ νιώθουν ότι αποκτούν μία -παράδοξου τύπου- δύναμη.
Το φαινόμενο αποκαλύπτει μία ευρύτερη κοινωνική παθογένεια και ένα έλλειμμα παιδείας. Πρέπει όμως να θωρακιστούμε απέναντι σε αυτό και να το περιορίσουμε. Είναι ζήτημα παιδείας και το πιο σημαντικό είναι ότι τα παιδιά μας αντιγράφουν συμπεριφορές, επομένως πρώτα πρέπει να βελτιώσουμε εμείς τη δική μας συμπεριφορά και να δώσουμε ένα θετικό παράδειγμα στη νεολαία μας».
Και κλείνει λέγοντας: «Ολοκληρώνοντας, ας μην ξεχνάμε ότι οι λεκτικές μας επιλογές αποκαλύπτουν στοιχεία της προσωπικότητάς μας. Οι λέξεις “μετράνε” και μπορούν να πληγώσουν ανεπανόρθωτα. Θα κλείσω με την ακόλουθη διαπίστωση: Το “πρόσωπο” της λεκτικής βίας είναι εξίσου σκληρό με άλλες μορφές βίας.
Από πολιτικούς μέχρι δασκάλους: Από τις κατάρες δεν γλιτώνει κανείς
Σε εκτενές του άρθρο ο Guardian αναλύει τα ευρήματα έρευνας για τις αυξητικές τάσεις του επικίνδυνου αυτού φαινομένου. Από τη στιγμή που κάποιος βρίσκεται στην δημόσια σφαίρα γίνεται αυτόματα και δυνητικός δέκτης απειλών για τη ζωή του. Είτε είναι πολιτικός είτε δάσκαλος σε σχολείο. Τα social media είναι ένα πεδίο δημόσιου βίου. Κάθε ένας και κάθε μια έχει μια δημόσια υπόσταση. Και ως τέτοιο «δημόσιο πρόσωπο» μπορεί να γίνει δέκτης λεκτικής βίας και cyberbullying ανά πάσα στιγμή.
Τα στοιχεία που δημοσιεύει η βρετανική εφημερίδα είναι σοκαριστικά. Η Εθνική Ένωση Διευθυντών Εκπαιδευτικών (NAHT) λέει ότι ορισμένα από τα μέλη της δέχθηκαν απειλές θανάτου επειδή διδάσκουν στους μαθητές τους την ισότητα και πράγματα για την LGBTQ κοινότητα. Ωστόσο κανένας δεν μιλούσε στον Guardian. «Ένας διευθυντής είναι τρομοκρατημένος από την εμπειρία για να θέλει να το ξανασυζητήσει και ένας άλλος δέχεται συνεχώς επιθέσεις οπότε δεν θέλει να προκαλέσει περισσότερη προσοχή στον εαυτό του ή στο σχολείο του», λέει ένας εκπρόσωπος του NAHT.
Πέρυσι, σημειώθηκε αύξηση 13% στις αναφορές απειλών για φόνο σε Αγγλία και Ουαλία, με 42.307 από αυτές τις απειλές να λαμβάνονται μεταξύ Απριλίου 2020 και Μαρτίου 2021, από 37.347 το προηγούμενο έτος. Κοιτάζοντας πιο πίσω, το 1981 υπήρχαν μόλις 620 αναφορές για «απειλή ή συνωμοσία για φόνο» (η παλιά ονομασία του αδικήματος) και μόλις 102 το 1971.
Έπειτα, υπάρχουν τα άτομα που κατηγορούνται βάσει του νόμου «περί επικοινωνίας» του 2003, για αποστολή «εξόχως προσβλητικών μηνυμάτων μέσω ηλεκτρονικών επικοινωνιών». Την σεζόν 2020/21 υπήρξαν 275.628 αναφορές απειλητικών επικοινωνιών, σύμφωνα με την Έρευνα Εγκλήματος της Αγγλίας και της Ουαλίας. Από αυτά, μόλις 1.096 προσέφυγαν στα δικαστήρια το 2020, από 1.511 το 2010. Σπάνια επίσης υπάρχει κάποια σοβαρή τιμωρία των δραστών.
Ο καθηγητής Neil Chakraborti, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Μίσους στο Πανεπιστήμιο του Leicester, πιστεύει ότι ακόμη και αυτά τα στατιστικά στοιχεία μπορεί να υποτιμούν την πραγματική κλίμακα του προβλήματος. Έχοντας πάρει συνεντεύξεις με περισσότερα από 2.000 θύματα εγκλημάτων μίσους, ο Chakraborti καταλήγει σε τρία πράγματα όσον αφορά τις αιτίες των απειλών.
Πρώτον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα emails έχουν κάνει την αποστολή απειλητικών μηνυμάτων εξαιρετικά εύκολα, άμεσα και πρακτική χαμηλού κόστους. Η διαδικτυακή επικοινωνία «δίνει στους δράστες αυτόν τον μανδύα ανωνυμίας για να είναι παραβιαστικοί. Τους δίνει επίσης μια αίσθηση ανίκητου».
Η δεύτερη εξήγηση του είναι η σύγχρονη κουλτούρα ευθυνών και οι πολωτικοί πολιτισμικοί πόλεμοι που διαδραματίζονται σε όλα τα μέσα ενημέρωσης, τους οποίους βλέπει ως «μια επέκταση αυτού του είδους δυαδικού, εδραιωμένου, παραμορφωμένου κόσμου. Το φταίξιμο φαίνεται παντού, σε κάθε πλαίσιο, και μπορούμε να αποδώσουμε ευθύνες στους απλούς ανθρώπους τώρα».
Τρίτον, πιστεύει ότι η ρητορική μίσους έχει κανονικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που οι περισσότεροι άνθρωποι που απειλούν με θάνατο υποτιμούν τη δύναμή τους. Φαίνεται να υπάρχουν ελάχιστες συνέπειες για εκείνους που χρησιμοποιούν επιθετική γλώσσα, είτε πρόκειται για την Daily Mail που αποκαλεί τους δικαστές «εχθρούς του λαού», είτε για έναν Πρόεδρο των ΗΠΑ που περιγράφει τους Μεξικανούς μετανάστες ως «βιαστές» συλλήβδην.
Ως αποτέλεσμα, οι δράστες δεν «καταλαβαίνουν απαραίτητα τη σοβαρότητα αυτού που κάνουν».