Την Πέμπτη (3/8) ο ΠΑΟΚ θα αντιμετωπίσει στο Ισραήλ για τα προκριματικά του Conference League την Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ. Η ομάδα του Ισραήλ, που έχει κατακτήσει έξι πρωταθλήματα και οκτώ κύπελλα, έχει τραβήξει εδώ και χρόνια τα βλέμματα, όχι τόσο για τις αθλητικές επιδόσεις, όσο για τον ρατσισμό που κυριαρχεί στις εξέδρες. Όπως περήφανα υποστηρίζουν οι οπαδοί της σε ένα από τα συνθήματά τους «είμαστε η πιο ρατσιστική ομάδα της χώρας».
Η Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ ιδρύθηκε το 1936 και σήμερα είναι μία από τις δημοφιλέστερες ομάδες της χώρας. Ο ίδιος ο σύλλογος, ως οργανισμός, προσπάθησε ανά τακτά χρονικά διαστήματα να αποβάλλει τα ρατσιστικά στοιχεία, όμως όπως αποδείχθηκε είναι βαθιά μολυσμένος. Στο παρελθόν πολλές διοικήσεις της ομάδας επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, όμως πλήρωσαν το τίμημα και όσο περνούσαν τα χρόνια η απαλλαγή από τους ρατσιστές οπαδούς γινόταν όλο και πιο δύσκολη, ώσπου τελικά έγιναν κατεστημένο.
Η καρδιά της οπαδικής ακροδεξιάς βρίσκεται στο ανατολικό πέταλο του «Teddy Stadium». Πρόκειται για τη «La Familia» την μεγαλύτερη οργάνωση οπαδών. «Μάρτυρες τα αστέρια στον ουρανό για τον ρατσισμό που μοιάζει με όνειρο. Όλος ο κόσμος να το γνωρίζει, δεν θα υπάρχουν Άραβες στην ομάδα! Δεν μας νοιάζει πόσοι και πώς θα σκοτωθούν. Η εξόντωση των Αράβων μας ενθουσιάζει. Αγόρια, κορίτσια, ηλικιωμένοι. Θα θάψουμε κάθε Άραβα βαθιά στο έδαφος», τραγουδούν.
Οι οπαδοί της Μπεϊτάρ είναι περήφανοι που δεν έχει φορέσει τη φανέλα της ομάδας Άραβας ποδοσφαιριστής. Πίσω στο 2013 η διοίκηση τόλμησε να υπογράψει συμβόλαιο με δύο Τσετσένους ποδοσφαιριστές που ήταν μουσουλμάνοι. Οι ακροδεξιοί οπαδοί της ξεσηκώθηκαν και έκαψαν τα γραφεία του συλλόγου. Όταν ένας εξ αυτών σκόραρε σε αγώνα εντός έδρας, οι οργανωμένοι οπαδοί αποχώρησαν. Λίγες ημέρες αργότερα αυτοί που έφυγαν οριστικά ήταν τελικά οι δύο Τσετσένοι ποδοσφαιριστές.
Όταν ο Αβιράμ Μπρουσιάν, αρχηγός της Μπεϊτάρ το 2009, αλλά και ανιψιός ενός Θρύλου της ομάδας, του Ούρι Μαλμίλαν, δήλωσε πως θα ήταν ευτυχής να παίξει δίπλα με έναν Άραβα ποδοσφαιριστή, η «La Familia» τον κάλεσε σε μια έκτακτη συνάντηση. Την επόμενη ημέρα προχώρησε σε μια νέα δήλωση: «Λυπάμαι για τον πόνο που προκάλεσα στους φιλάθλους μας και καταλαβαίνω ότι τους πλήγωσα. Είναι σημαντικό για μένα να ξέρουν ότι είμαι μαζί τους σε όλες τις περιστάσεις. Δεν είμαι αυτός που παίρνει τέτοιες αποφάσεις, αλλά αν οι οπαδοί δεν θέλουν έναν Άραβα παίκτη, δεν θα υπάρχει Άραβας παίκτης στη Μπεϊτάρ».
Ενδεχομένως οι περισσότεροι οπαδοί της ομάδας θα ήθελαν να έχουν έναν κανονικό σύλλογο, αλλά κανείς δεν αντιδρά πλέον στη La Familia, η οποία ενισχύθηκε τη δεκαετία του ’90 μαζί με την άνοδο της ακροδεξιάς στη χώρα. «Το αντιαραβικό κύμα γιγαντώθηκε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 […] Όσο περισσότερες επιθέσεις δέχονταν οι οπαδοί, τόσο αυξάνονται οι προκλήσεις. Δεν είμαι σίγουρος ότι όλοι αυτοί που φωνάζουν τα συνθήματα είναι ρατσιστές, αλλά έτσι είναι στην κερκίδα. Φωνάζεις ακριβώς τα ίδια με τον τύπο που βρίσκεται δίπλα σου. Ποιος θέλει να αντιμετωπίσει αυτούς τους ανθρώπους; Έτσι μετά από λίγο η σημαία τους κυριάρχησε», έγραφε ο David Frenkiel στο περιοδικό Shem Hamisehak.
Το ζήτημα του ρατσισμού στην Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ είχε αναδειχθεί και μέσα από το ντοκιμαντέρ Forever Pure του 2016, το οποίο προβλήθηκε και στο Netflix. Από την έρευνα προέκυψε και η προβληματική στάση ανώτερων αξιωματούχων που ενθάρρυναν τους ρατσιστές της Μπεϊτάρ. «Θυμάμαι που καθόμουν στο Teddy και λέω στον [δήμαρχο Ιερουσαλήμ και μελλοντικό πρωθυπουργό] Ehud Olmert ότι αυτό που συμβαίνει στην ανατολική κερκίδα δεν είναι καλό και κλείνοντας το στόμα μας τους δίνουμε νομιμοποίηση», είπε ο Ρούβι Ριβλίν, πρώην πρόεδρος του συλλόγου, ο οποίος διετέλεσε και υπουργός, αλλά και πρόεδρος του Ισραήλ από το 2014 έως το 2021. «Είστε οι ηγέτες πείτε κάτι, είχα πει. Αλλά το αγνόησαν για να μην θυμώσουν τους υποστηρικτές τους», πρόσθεσε. «Κάναμε ένα μεγάλο λάθος που δεν το σταματήσαμε εκείνη τη στιγμή. Νομίζαμε ότι ήταν απλώς ανοησία που θα εξαφανιστεί. Κάναμε λάθος», ανέφερε σε άλλο σημείο.
Είναι χαρακτηριστικό πως στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η μισή κυβέρνηση του Ισραήλ καθόταν στην εξέδρα των VIP του γηπέδου Teddy αδιαφορώντας τα συνθήματα των οπαδών. Ο δε Μπέντζαμιν Νετανιάχου, όπως αναφέρει ο Guardian, μετά την κατάκτηση του τίτλου το 1998, χαιρετούσε με χαρά τους εκστασιασμένους οπαδούς που φώναζαν «θάνατος στους Άραβες».
Ίσως ο πολιτικός που εκπροσωπεί περισσότερο τον ρατσισμό των οπαδών της Μπεϊτάρ είναι ο Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος «Εβραϊκή Δύναμη». Οι ακραίες θέσεις του Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, ένθερμου υποστηρικτή της Μπεϊτάρ, με τα χρόνια «κανονικοποιήθηκαν» και μάλιστα – λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης – ο Νετανιάχου προχώρησε σε κυβέρνηση συνασπισμού και του έδωσε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εθνικής Ασφάλειας. Όπως σχολιάζει σε δημοσίευμά του ο Guardian, «σταδιακά το γήπεδο της Μπεϊτάρ έγινε ένα μέρος αξιοποίησης πολιτικών συμφερόντων και δράσης ακραίων στοιχείων. Δεν είναι περίεργο που η “La Familia” ένιωσε ότι είχε την πλάτη της καλυμμένη από την Κυβέρνηση».