Μπορεί να φανταστεί κανείς ποδόσφαιρο χωρίς κίτρινη και κόκκινη κάρτα; Κι όμως, μέχρι και το 1970 έτσι παιζόταν.
Όλα θα άλλαζαν και οι κάρτες θα έμπαιναν στο ποδόσφαιρο στο Μουντιάλ του 1970, επειδή στις προηγούμενες δύο διοργανώσεις η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Το 1962, για παράδειγμα, το ματς της Χιλής με την Ιταλία θεωρείται το πιο βίαιο στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Τέσσερα χρόνια μετά, στο Μουντιάλ του 1966, υπήρξε το ματς της Αγγλίας με την Αργεντινή, όπου επίσης έπεσε πολύ ξύλο μεταξύ των παικτών, με τον διαιτητή να προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο. Όχι και εύκολο, όμως, από τη στιγμή που η αποβολή, τότε, γινόταν λεκτικά.
Ο διαιτητής, δηλαδή, έπρεπε να πει στον ποδοσφαιριστή ότι αποβάλεται, με συνέπεια να έχουμε πολλές φορές καυγάδες, ασυνεννοησίες κλπ. Μέχρι που ήρθε η λύση από ένα… φανάρι σε δρόμο του Λονδίνου.
Ο Κεν Άστον, ο οποίος ήταν ο διαιτητής του Χιλή-Ιταλία το 1962, επέστρεφε στο σπίτι του έχοντας παρακολουθήσει έναν αγώνα, όταν σταμάτησε επειδή το φανάρι ήταν κόκκινο. «Οδηγούσα στην οδό Κένσινγκτον όταν το φανάρι έγινε κόκκινο. Σκέφτηκα, κίτρινο σημαίνει ότι πρέπει να ηρεμήσεις, κόκκινο σημαίνει ότι πρέπει να φύγεις», είπε χρόνια μετά, εξηγώντας πώς του ήρθε η ιδέα για τις κάρτες, την οποία ανέλυσε στη FIFA, η οποία αποφάσισε να καθιερώσει το νέο μέτρο στο Μουντιάλ του 1970.
Ήταν μια καινοτομία για την εποχή και μια μεγάλη βοήθεια για τον διαιτητή, αφού όλοι έβλεπαν τις κάρτες, όλοι έβλεπαν τι χρώμα είχαν αυτές και έτσι οι ποδοσφαιριστές ήταν υποχρεωμένοι να υπακούν στις αποφάσεις του ρέφερι και όχι να συνεχίζουν να παίζουν, λέγοντας πως δεν κατάλαβαν τι τους είπε, όταν τους έλεγε με λόγια ότι έχουν αποβληθεί.