Ο Γιάγια Τουρέ παραχώρησε μεγάλη συνέντευξη στο ΒΗΜΑgazino, όπου αναφέρθηκε στην καριέρα του, στον Πεπ Γκουαρδιόλα και την επιστροφή του στον Ολυμπιακό, με τον οποίο θέλει να κερδίσει το Europa League. Ο Ιβοριανός σούπερ-σταρ του Ολυμπιακού μίλησε στον Αντώνη Καρπετόπουλο και τη Σφέτσα Μαργαρίτα για τη δεύτερη ελληνική εμπειρία, αλλά και όσα έζησε τόσα χρόνια σε πρωταγωνιστικό επίπεδο σε Γαλλία, Ισπανία και Αγγλία. Αναλυτικά όσα είπε: – Πώς γίνεται κάποιος να έχει περάσει από τη Μονακό, την Μπαρτσελόνα και την Μάντσεστερ Σίτι, να έχει ζήσει στο Μόντε Κάρλο, στη Βαρκελώνη και στο Μάντσεστερ και να θέλει τόσο να επιστρέψει στην Ελλάδα, σε μια ομάδα για την οποία έχει παίξει μόνο έναν χρόνο; «Κάθε απόφασή μου την υπαγορεύει το πάθος μου για το ποδόσφαιρο. Παρότι έχω αγωνιστεί σε πολλά μεγάλα πρωταθλήματα, εδώ ήθελα να τελειώσω την καριέρα μου. Ξέρετε, πάντα θέλω να κερδίζω τίτλους. Θα μπορούσα να είχα διαλέξει να τελειώσω την καριέρα μου στην Ιαπωνία ή στην Κίνα. Αλλά αυτό δεν θα μου αρκούσε. Θέλω να ικανοποιώ το πάθος μου». – Το 2011, όταν είχες έρθει για το φιλικό ανάμεσα στους φίλους του Ζιντάν και του Ρονάλντο, μας είχες πει ότι θέλεις να τελειώσεις εδώ την καριέρα σου. Λίγοι σε πίστεψαν… «Πολλές φορές λέω πράγματα και οι άλλοι νομίζουν ότι δεν μιλάω σοβαρά! Κι όμως, εγώ από τότε το είχα σκοπό να επιστρέψω. Νιώθω σαν στο σπίτι μου εδώ. Λυπάμαι που την πρώτη φορά έμεινα μόνο έναν χρόνο. Νιώθω ότι εδώ ξεκίνησε η πραγματική μου καριέρα. Στον Ολυμπιακό άλλαξα νοοτροπία, κατάλαβα πόσο σπουδαίο είναι το κίνητρο να πηγαίνεις πιο ψηλά, πόσο σημαντικό είναι να κερδίζεις. Εδώ πήρα τον πρώτο μου τίτλο. Η φιλοσοφία της ομάδας με σημάδεψε. Εμαθα να είμαι πρωταθλητής. Λυπάμαι πολύ που πέρυσι ο Ολυμπιακός τερμάτισε τρίτος – στο ποδόσφαιρο βέβαια όλα μπορούν να συμβούν, αλλά γύρισα για να τον βοηθήσω να ξανανέβει στην κορυφή. Είναι ωραία ευκαιρία. Εκείνο το βράδυ πάντως, στο φιλικό με τους φίλους του Ρονάλντο και του Ζιντάν, ενώ όλοι χαίρονταν γιατί έβλεπαν μεγάλους παίκτες, εγώ χάρηκα γιατί ξαναβρέθηκα στο «Καραϊσκάκης» και άκουσα ξανά τον κόσμο να φωνάζει το όνομά μου. Μιλούσα πολύ σοβαρά τότε – σας διαβεβαιώνω». – Πώς βρήκες την ομάδα στην επιστροφή; «Εξαιρετική. Εχει σπουδαίους παίκτες, έναν προπονητή που δουλεύει πολύ, υπέροχες εγκαταστάσεις. Χαίρομαι που όλα τα βρήκα καλύτερα». – Τον ποδοσφαιριστή Τουρέ τον ξέρουμε καλά, τον άνθρωπο λιγότερο. Πάντα πίστευα, π.χ., ότι υπάρχει μια τεράστια οικογένεια Τουρέ, όπου όλοι παίζουν ποδόσφαιρο και είναι σπουδαίοι αθλητές… «Οχι, όχι. Εχω έναν αδελφό που έπαιξε σε τοπ επίπεδο και είναι σήμερα βοηθός προπονητή στη Σέλτικ και είχα έναν αδελφό που έχασα. Ημασταν μια ήσυχη οικογένεια, δεν έχω να σας διηγηθώ παράξενες ιστορίες από τα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας μας μάς έλεγε ότι πρέπει να είμαστε πρώτοι και να μην ανεχόμαστε την ήττα, κι αυτό σίγουρα με επηρέασε πολύ. Μπορείς και να χάνεις, μου έλεγε, αλλά ποτέ ντροπιαστικά. Πάντα με αξιοπρέπεια, πάντα παλεύοντας». – Μου κάνει εντύπωση που λες πως εδώ έμαθες την τέχνη του πρωταθλητισμού. Οταν είχες έρθει μικρός, φαινόσουν ήδη έτοιμος. Θυμάμαι ένα φιλικό με τη Βαλένθια εκείνο το καλοκαίρι που μας έκανε να αναρωτηθούμε πού σε βρήκε ο Ολυμπιακός. «Δούλευα πάντα πολύ. Οταν ήρθα στην Ελλάδα και απέκτησα την καλή σχέση με τη διοίκηση της ομάδας αλλά και τον κόσμο, κατάλαβα ότι θα κάνω πολλά. Δυνάμωσα. Εμαθα πολλά και στην Ουκρανία, αλλά εδώ ήταν αλλιώς. Μετά ένιωθα πολύ σίγουρος. Και στη Μονακό και στην Μπαρτσελόνα πήγα έτοιμος. Τα επόμενα βήματα ήταν ταχύτατα. Καταιγιστικά. Τα τρία χρόνια στην Μπαρτσελόνα δεν κατάλαβα πόσο γρήγορα πέρασαν». – Με τους προπονητές σου τι σχέση είχες; Διαβάζαμε, παραδείγματος χάριν, συχνά για καβγάδες και δυσκολίες όταν δούλευες με τον Πεπ Γκουαρντιόλα. «Μη μου ζητάτε να μιλήσω για αυτόν. Δεν έχω διάθεση να πω τίποτε παραπάνω – ανήκει στο παρελθόν. Εχω συνεργαστεί με πολλούς καλούς προπονητές. Ας πούμε ότι σήμερα στον Ολυμπιακό έχω έναν εξαιρετικό προπονητή – αυτό μετράει. Τον εκτιμώ πολύ γιατί είναι ήρεμος και εξηγεί στην ομάδα τι θέλει. Μου θυμίζει προπονητές σπουδαίους που είχα, όπως τον Πελεγκρίνι και τον Μαντσίνι, ανθρώπους ήρεμους και πολύ συμπαθείς. Για αυτούς θέλω να μιλάω». – Ο προπονητής Τουρέ τι θα έλεγε στον Γιάγια Τουρέ αν τον είχε παίκτη; «Θα του έλεγε να μη σταματάει να δουλεύει, να μην πάψει να έχει φιλοδοξίες, να συνεχίσει να ξεπερνά τα όριά του. Θα του έλεγε «Γιάγια, πρέπει να παίζεις σε όλα τα ματς. Να είσαι πάντα βασικός. Δεν είσαι για λίγα ματς εσύ – είσαι για όλα και πρέπει να είσαι πάντα χρήσιμος». Αν με ρωτούσαν για τον Τουρέ, θα έλεγα ότι τον Τουρέ δεν τον καταλαβαίνεις στις προπονήσεις, τον βλέπεις στον αγωνιστικό χώρο, στη διάρκεια του ματς. Στα ματς καταλαβαίνεις όλους τους ποδοσφαιριστές. Βλέποντας τον τρόπο που κινούνται, τη σχέση που αναπτύσσουν με την μπάλα, το πώς αντιμετωπίζουν τον αντίπαλο, όλα αυτά». – Πώς θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου. Ας πούμε με τρεις λέξεις. «Εργατικό, νικητή και άνθρωπο που αγαπάει τις προκλήσεις. Είπα πιο πολλές από τρεις, αλλά σας κάλυψα». – Υπάρχει κάτι για το οποίο καμαρώνεις; «Ναι. Καμαρώνω για την οικογένειά μου. Εχω μια πολύ ισορροπημένη οικογένεια. Είμαι τυχερός γιατί η γυναίκα μου ασχολείται με όλα – φυσικά, κυρίως με τα παιδιά. Ετσι μπορώ να είμαι αφοσιωμένος στο ποδόσφαιρο, και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Η καριέρα του ποδοσφαιριστή κρατάει λίγο. Οταν τελειώσει η δική μου επαγγελματική πορεία, θα ασχοληθώ περισσότερο με τα παιδιά μου. Ευτυχώς όλοι στην οικογένεια δείχνουν κατανόηση». – Εχεις συνεργαστεί με μεγάλους παίκτες και προπονητές, αλλά εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω και για τη σχέση σου με τα «αφεντικά» σου – τους ιδιοκτήτες των ομάδων για τις οποίες αγωνίστηκες. Παίζει ρόλο το πώς σε προσεγγίζουν; Ή δεν σε ενδιαφέρει αυτό; «Ολα με ενδιαφέρουν προτού αποφασίσω κάτι. Με ενδιαφέρουν η νοοτροπία του συλλόγου και οι φιλοδοξίες του, και αυτά συχνά εξαρτώνται από το ποιος διοικεί τον σύλλογο. Στο ποδόσφαιρο βέβαια όλοι θέλουν να κερδίζουν, αλλά το πετυχαίνουν ευκολότερα όσοι έχουν τη σωστή νοοτροπία, όσοι ξέρουν την αξία της σκληρής δουλειάς, όσοι μπορούν να δώσουν στους παίκτες να καταλάβουν πού βρίσκονται. Φυσικά, επειδή είμαι πια φτασμένος ποδοσφαιριστής, μπορώ κι εγώ να βοηθήσω σε αυτό. Να κάνω κατανοητή την αξία της σωστής νοοτροπίας στα πιο νέα παιδιά, για παράδειγμα». – Ηταν δύσκολη η διαπραγμάτευση με τον κ. Μαρινάκη; Υπήρχε μια μαγική λέξη που σου είπε και σε έπεισε; «Το πιο σημαντικό για μένα ήταν να μιλήσω με τον πρόεδρο του Ολυμπιακού και να ακούσω ότι με θέλει να γυρίσω στην ομάδα και να κάνουμε τη διαφορά. Κατάλαβα ότι θα συμφωνούσαμε γρήγορα. Kοιτάξτε, ήταν μάλλον πιο σημαντικό για μένα να μιλήσω μαζί του από ό,τι για αυτόν το να μιλήσει με μένα. Εγώ γνώριζα την ομάδα, ήξερα πού ήθελα να επιστρέψω. Ηθελα από την αρχή να του καταστήσω σαφές ότι δεν θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα για να κάνω διακοπές ή για να περάσω ήσυχα χρόνια: θέλω τίτλους, έχω στόχους, νιώθω ότι κάτι χρωστάω γιατί έμεινα την προηγούμενη φορά μόλις έναν χρόνο. Ξέρω ότι πολλοί λένε πως πλέον είμαι μεγάλος, έχω περάσει τα 30 και ίσως με αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Αλλά θα σας πω κάτι: η πιο σημαντική μεταγραφή που έγινε εφέτος στην Ευρώπη είναι η μεταγραφή του Κριστιάνο Ρονάλντο, ενός παίκτη που είναι 33 χρόνων. Αφησε τη Ρεάλ για τη Γιουβέντους γιατί έχει φιλοδοξίες – θέλει να κατακτήσει το Τσάμπιονς Λιγκ με έναν άλλον σύλλογο. Και εγώ ήθελα να έρθω εδώ για να βοηθήσω τον σύλλογο να επιστρέψει στην κορυφή. Δεν μπορούμε βέβαια να κερδίσουμε το Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά έχουμε τη δική μας σπουδαία αποστολή. Να κερδίσουμε το Europa League και το ελληνικό πρωτάθλημα». Πηγή: gazzetta.gr