Συγκλόνισε με την κατάθεση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου του Άρη Χερουβήμ ο οποίος στη φονική φωτιά στο Μάτι έχασε τη μητέρα, την αδελφή και τα δίδυμα 5χρονα ανίψια του.
Ο μάρτυρας, ο οποίος αναγνώρισε τους δικούς του ανθρώπους οι οποίοι είχαν καεί στη μέση του δρόμου 50 μέτρα από το σπίτι τους, τόνισε πως κανείς δεν ειδοποίησε τη μοιραία ημέρα τους κατοίκους για να εκκενώσουν την περιοχή.
«Ήρθαμε εδώ να κάνουμε μια δίκη που δεν ξέρουμε πόσα θύματα υπάρχουν. Τα θύματα είναι 104 αλλά υπάρχουν και άλλα που δεν έχουν ταυτοποιηθεί» ανέφερε φορτισμένος χαρακτηρίζοντας προσβολή το γεγονός ότι δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τις ανιψιές του στο δικαστήριο.
«Δεν κατηγορώ το δικαστήριο αλλά το νομικό πλαίσιο» τόνισε και συνέχισε λέγοντας πως ζητούν δικαίωση. «Να μην γίνει ξανά Μάτι. Η δικογραφία έγινε 4,5 χρόνια μπαλάκι. Οι κατηγορούμενοι είναι αθώοι μέχρι απόδειξης ενοχής αλλά υπάρχουν εδώ άνθρωποι σαν εμάς που είμαστε τα θύματα και πρέπει να μας προστατεύσετε» είπε απευθυνόμενος στο δικαστήριο και συνέχισε λέγοντας «Κάποιοι φταίνε περισσότερο και κάποιοι λιγότερο. Κάποιοι θα έπρεπε να είναι στη φυλακή. Αλλά όλοι θα έπρεπε να έχουν ξηλωθεί την επόμενη μέρα. Εγώ δεν πιστεύω στη δικαίωση από την απόφαση του δικαστηρίου έχοντας υπόψη μου την απόφαση για τη δική στη Μάνδρα…».
Συγκίνησε το ακροατήρια – «Δεν γνωρίζουν πως είναι να μαζεύεις μισοκαμμένα παιχνίδια από τον κήπο»
Ο μάρτυρας συγκίνησε το ακροατήριο όταν ευχήθηκε να μην ζήσει κανείς αυτό που επέζησε ο ίδιος και η οικογένεια του. «Δεν γνωρίζουν πως είναι να μαζεύεις μισοκαμμένα παιχνίδια από τον κήπο. Να αδειάζεις δυο σπίτια και να κοιτάζεις τι θα κρατήσεις και τι θα πετάξεις…» είπε φορτισμένος και υπογράμμισε «ούτε χτύπησε καμπάνα, ούτε σειρήνες, ούτε ο δήμος ειδοποίησε.».
Με δάκρυα στα μάτια ο μάρτυρας περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες του να εντοπίσει την οικογένεια του μέσα στο αλαλούμ που επικρατούσε. Η τελευταία φορά που επικοινώνησε με την μητέρα του, όπως περιέγραψε, ήταν στις 6:30 το απόγευμα όταν τον ενημέρωσε ότι είδαν φλόγες. «Σηκωθείτε να φύγετε» τους είπα και δεν ρώτησα τίποτα άλλο» ανέφερε και συμπλήρωσε «στα 500 μέτρα από το σπίτι δυνάμεις της πυροσβεστικής και της αστυνομίας παρατηρούσαν τον κόσμο να καίγεται».
Αναφερόμενος στη διαδρομή που ακολούθησε η οικογένεια του είπε πως «χτυπήθηκαν» από τη φωτιά λίγα μέτρα από ότι σπίτι τους όπου συνάντησαν δυο ζευγάρια, το ένα από τα οποία κατάφερε να σωθεί.
Ο μάρτυρας περιέγραψε πως την επόμενη μέρα πήγε στο σπίτι το οποίο βρήκε ανοικτό. «Στα 50 μέτρα ήταν ένα περιπολικό πήγα και είδα σορούς να είναι σκεπασμένες με σεντόνια. Είδα το ζεύγος παντελώς απανθρακωμένο, δεν είχαν κάνει τον κόπο να το σκεπάσουν. Μου είπαν κάτω από τα σεντόνια είναι δυο γυναίκες και δυο παιδιά.
Ζήτησα να κάνω αναγνώριση. Τελικά, αναγνώρισα τη μητέρα μου, την αδερφή μου και το ένα το παιδάκι το άλλο δεν το αναγνώρισα γιατί ήταν πάρα πολύ καμένο».
Ο μάρτυρας διάβασε στο Δικαστήριο το σήμα της αστυνομίας στο οποίο αναφερόταν πως όταν εντοπίστηκε η οικογένεια του στη μέση του δρόμου ακόμη καιγόταν «και έσβησαν τα παιδιά με τον πυροσβεστήρα του αυτοκινήτου». «Ήταν άσπροι από τον πυροσβεστήρα» ανέφερε χαρακτηριστικά συμπληρώνοντας πως η περισυλλογή των σορών έγινε στις 7 το απόγευμα. Όπως εξήγησε «αυτό έγινε γιατί κάποιοι στην πυροσβεστική θεώρησαν σωστό να γίνει απευθείας ανάθεση σε ένα συγκεκριμένο γραφείο τελετών έναντι 62.000 ευρώ παρά το ότι είχαν προσφερθεί και άλλα γραφεία δωρεάν».
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στην απραξία των αρμόδιων αρχών περιγράφοντας πως τηλεφώνησε «στην πυροσβεστική αμέτρητες φορές…» «Κάποια στιγμή πήρα και το λιμενικό αλλά δεν απάντησε ποτέ.Η Άμεση Δράση μου είπε ότι δεν είναι αρμόδια και να πάρω στο αστυνομικό τμήμα Νέας Μάκρης. Εκείνοι μου είπαν να πάρω στο κέντρο υγείας όπου μάζευαν τα πτώματα .
Όπως έμαθα αργότερα από εθελοντή γύρω στις 9 μια ομάδα εφέδρων καταδρομέων προσφέρθηκε να βοηθήσει την Πυροσβεστική για να ψάξει να βρει τα πτώματα. Ανοργανωσιά και παντελής έλλειψη συντονισμού. Όλο αυτό το θέατρο που παίχτηκε ενώ ήξεραν ότι υπήρχαν νεκροί…» είπε και έκανε λόγο για προσβολή αναφερόμενος στη σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό .
«Ζούμε ένα μαρτύριο» ανέφερε ο μάρτυρας λέγοντας πως κάποιοι προστάτευσαν τους κατηγορούμενους ενώ οι ίδιοι έμειναν εκτεθειμένοι καθώς κατηγορήθηκαν σκόπιμη και ότι έχτισαν αυθαίρετα .
«Ούτε πουλί πετούμενο δεν υπήρχε»
Τη σκυτάλη της ακροαματικής διαδικασίας πήρε μια κάτοικος του Ν. Βουντζά, η οποία έχασε στη φωτιά την αδελφή και την ανιψιά της. Η μάρτυρας εστίασε στο γεγονός ότι στην περιοχή δεν υπήρχε κανείς για να τους βοηθήσει. «Καίγονταν τα πάντα και δεν υπήρχε άνθρωπος , ούτε πουλί πετούμενο…» ανέφερε χαρακτηριστικά και κατέθεσε πως σώθηκε από θαύμα καθώς εγκλωβίστηκε στο σπίτι της όταν μπλόκαρε από τη φωτιά η γκαραζόπορτα.
Δημοσιογράφος από τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha, είπε, της χτύπησε την πόρτα στις 10 το βράδυ.
«Με ρώτησαν: «είστε ζωντανή;». Λέω «ναι» και κατέβηκα κάτω και είδα απανθρακωμένους στα αυτοκίνητα, μόνο τη στάχτη τους. Έξω από το σπίτι ούτε πουλί πετούμενο δεν υπήρχε μέχρι τις 11:30» κατέθεσε η μάρτυρας και στη συνέχεια περιέγραψε πως η αδελφή της και η ανιψιά της, οι οποίες έμεναν σε γειτονικό σπίτι έφυγαν μετά από προτροπή αστυνομικών το απόγευμα εκείνης της ημέρας χωρίς ωστόσο, να καταφέρουν να ξεφύγουν από τις φλόγες.
Ανιψιός της, σύμφωνα με τη μάρτυρα, ήταν εκείνος που τις βρήκε βαριά τραυματισμένες στο δρόμο και όταν προσπάθησε να τις πάει στο νοσοκομείο, οι αστυνομικοί του έδιναν οδηγίες και τον έστελναν μέσα στη φωτιά. «Η αδελφή μου ούρλιαζε καμένη από τους πόνους. Ο ανιψιός μου δεν άκουσε τους αστυνομικούς, βγήκε αντίθετα στη Μαραθώνος και τις πήγε στον «Ευαγγελισμό», όπου διασωληνώθηκαν και μας είπαν να περιμένουμε να πεθάνουν. Από τύχη σώθηκα, θα μπορούσα να καώ μέσα στο σπίτι αν δεν είχε κλείσει η γκαραζόπρτα ή να έχω φύγει με το αυτοκίνητο και να καώ όπως η αδελφή μου και η ανιψιά μου» είπε.
Αύριο, μεταξύ άλλων, στο δικαστήριο αναμένεται να καταθέσει η Βάρβαρα Βουκάκη η οποία έχασε στις φλόγες τον άνδρα της Γρηγόρη Φύτρο και τα δυο τους παιδιά.