Την 1η Μαΐου του 2019 μια μητέρα θα δεχόταν ένα τηλεφώνημα που κάθε γονιός απεύχεται… Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η σύντροφος του γιου της ο οποίος κρατούνταν στις φυλακές Τρικάλων και σε ένα μήνα θα είχε εκτίσει την ποινή του και θα ήταν ελεύθερος. Το πρωί εκείνης της ημέρας όμως ο γιος της θα έπεφτε νεκρός από το αυτοσχέδιο μαχαίρι ενός συγκρατούμενού του.
Τα παραπάνω έγιναν γνωστά σήμερα Τρίτη (18/10) στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας καθώς αναβίωσε η υπόθεση δολοφονίας 29χρονου κρατουμένου στις Φυλακές Τρικάλων τον Μάιο του 2019. Στο εδώλιο κάθισε ο 32χρονος κατηγορούμενος για τα παρακάτω αδικήματα: Ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοκατοχή, οπλοφορία και οπλοχρησία.
«Μου έκλεισε το σπίτι» είπε στο δικαστήριο η μητέρα του θύματος η οποία ήταν η πρώτη που κατέθεσε για το αιματηρό επεισόδιο που έχασε τη ζωή ο γιός της σύμφωνα με το larissanet.gr.
Τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το πρωινό περιέγραψαν στο δικαστήριο οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι που εργάζονταν στη φυλακή και είχαν γνώση του επεισοδίου.
Όπως κατέθεσε ο πρώτος σωφρονιστικός υπάλληλος, απατώντας σε ερωτήσεις της προέδρου, οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε διαφορετικές πτέρυγες στη φυλακή. Το θύμα ζήτησε από τον ίδιο που τότε ήταν υπαρχιφύλακας βάρδιας να πάει μέχρι το υπαρχιφυλακείο να φορτίσει ένα ραδιοφωνάκι και του το επέτρεψε καθώς το είχε κάνει και άλλες φορές στο παρελθόν. Την ίδια στιγμή ο κατηγορούμενος μαζί με έναν άλλο κρατούμενο θα ζητήσουν να μεταφερθούν στο ιατρείο που ήταν κοντά στο υπαρχιφυλακείο. «Από τη στιγμή που άκουσα φωνές βγήκα και είδα δύο άτομα με κουκούλες να τρέχουν» κατέθεσε ο υπαρχιφύλακας για τη στιγμή του συμβάντος και πρόσθεσε πως όταν πλησίασε το θύμα ρώτησε τι συνέβη και του απάντησε «με χτύπησαν». Ο υπαρχιφύλακας μετέφερε τον τραυματία στο ιατρείο ο οποίος εν τέλει υπέκυψε στα τραύματα του μέχρι να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.
Και στις δύο περιπτώσεις, θύμα και κατηγορούμενος, ήταν ασυνόδευτοι κάτι που προκάλεσε την απορία της προέδρου η οποία ρώτησε τον μάρτυρα αν είναι κάτι που συνηθίζεται μέσα στη φυλακή κάποιος κρατούμενος να κινείται ελεύθερα εκτός της πτέρυγάς του. «’Οταν δεν έχεις προσωπικό ποιος θα σε συνοδέψει», ήταν η απάντηση του μάρτυρα ο οποίος τόνισε ότι δεν μετακινούνται ασυνόδευτοι οι κρατούμενοι αλλά τη δεδομένη στιγμή λόγω ελλείψεως προσωπικού δεν γινόταν αλλιώς.
Ασυνόδευτοι ήταν και οι δύο εμπλεκόμενοι στην επίθεση, ο κατηγορούμενος και ένας συγκρατούμενος του. Τα όσα διαδραματίστηκαν την ίδια στιγμή στην πτέρυγα του κατηγορουμένου περιέγραψε ο δεύτερος μάρτυρας, σωφρονιστικός υπάλληλος. «Υπάλληλε άνοιξε. Η καρδιά του, άνοιξε» ήταν τα λόγια του κρατούμενου που κρατούσε τον κατηγορούμενο, προς τον σωφρονιστικό υπάλληλο. Όπως κατέθεσε ο τελευταίος, οι δύο άνδρες ζήτησαν να πάνε στο ιατρείο καθώς ο κατηγορούμενος έλεγε πως είχε πρόβλημα με την καρδιά του.
«Πήρα τηλέφωνο στο νοσοκόμο βάρδιας στο ιατρείο και δεν το σήκωνε» κατέθεσε ο μάρτυρας και πρόσθεσε πως στη συνέχεια ενημέρωσε το υπαρχιφυλακείο και του έδωσαν την άδεια να στείλει τους δύο άνδρες στο ιατρείο.
«Αν βρίσκατε τον νοσοκόμο βάρδιας η διαδικασία θα ήταν να πάει ο νοσοκόμος στη πτέρυγα στο κελί του κατηγορουμένου;» ρώτησε τον μάρτυρα η πρόεδρος ο οποίος απάντησε: «Όχι, συνήθως πηγαίνουν στο ιατρείο όταν είναι ένα σοβαρό γεγονός». Η πρόεδρος στη συνέχεια ρώτησε αν θα έπρεπε να τον συνοδεύει κάποιος για να έρθει η απάντηση πως αν υπήρχε συνοδεία θα έπρεπε να τον συνοδεύουν αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν μόνος του.
Την στιγμή της επίθεσης όπως καταγράφηκε στις κάμερες των φυλακών περιέγραψε ο σωφρονιστικός υπάλληλος που βρισκόταν στο υπαρχιφυλακείο όπου άφησε το ραδιοφωνάκι του το θύμα. Όπως κατέθεσε ο υπάλληλος το θύμα μαχαιρώθηκε στον μηρό και στον θώρακα από τον κατηγορούμενο ενώ προηγουμένως είχε δεχτεί και χτυπήματα με μπουνιές και κλωτσιές.
Σε όλους τους σωφρονιστικούς υπάλληλους που κατέθεσαν η πρόεδρος απεύθυνε το ερώτημα αν και πως θα μπορούσαν να είχαν συνεννοηθεί οι εμπλεκόμενοι για να πραγματοποιήσουν την επίθεση. Οι μάρτυρες απάντησαν πως δεν ξέρουν αλλά η πρακτική του να χρησιμοποιούνται κινητά μεταξύ των κρατουμένων είναι μια εξήγηση.
«Ήθελα να τον βλάψω όχι να τον σκοτώσω»
Με μια συγνώμη προς την οικογένεια του θύματος ξεκίνησε την απολογία του ο κατηγορούμενος ο οποίος τόνισε πως ήθελε να τρομάξει και όχι να σκοτώσει τον συγκρατούμενο του. Ο κατηγορούμενος κατέθεσε πως γνωρίζονταν με το θύμα από το σχολείο της φυλακής και είχαν διαφορές τις οποίες δεν ανέφερε στο δικαστήριο. Υποστήριξε πως είχε πάθει επεισόδιο επιληψίας, σε αντίθεση με όσα κατέθεσαν οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι, και γι’ αυτό ζήτησε να μεταφερθεί στο ιατρείο ενώ όταν συνάντησε το θύμα θόλωσε όταν ο τελευταίος του είπε «πάλι εδώ είσαι ρε μ…». Αυτό οδήγησε στο επεισόδιο που κατέληξε στη δολοφονία του συγκρατούμενού του από το μαχαίρι που κρατούσε ο κατηγορούμενος και κουβαλούσε πάντα μαζί του για προστασία, όπως είπε ο ίδιος. Την επίθεση παραδέχτηκε αργότερα ο κατηγορούμενος με τις κάμερες να καταγράφουν επίσης το περιστατικό.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας έγινε γνωστή και η προσωπική ιστορία του κατηγορούμενου ο οποίος μεγάλωσε σε ίδρυμα και βρέθηκε στη φυλακή για ανθρωποκτονία από 19 ετών.
Με την ολοκλήρωση της απολογίας του κατηγορουμένου το δικαστήριο αποφάσισε την ενοχή του και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης 30 μήνες για την παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, τρία έτη για την οπλοκατοχή και ισόβια κάθειρξη για την ανθρωποκτονία.
Να σημειωθεί ότι την ημέρα του αιματηρού επεισοδίου το υπουργείο Δικαιοσύνης σε ανακοίνωση του ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: Το συμβάν ερευνάται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, με εντολή πειθαρχικής έρευνας σε Εισαγγελέα και έκτακτο έλεγχο από το Σώμα Επιθεώρησης. Ειδικότερα, διερευνάται αν τηρήθηκαν από τους υπαλλήλους όλοι οι κανόνες ασφαλείας που αφορούν τον έλεγχο και την κίνηση των κρατουμένων, καθώς φέρεται αυτοί να κινήθηκαν ασυνόδευτοι.