Εδώλιο «δείχνει» το αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο στη Ρούλα Πισπιρίγκου για τη δολοφονία της πρωτότοκης κόρης της Τζωρτζίνας αλλά και για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος της.
Με ένα βούλευμα «καταπέλτη» οι δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών
παραπέμπουν τη Ρούλα Πισπιρίγκου να δικαστεί ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου κρίνοντας πως τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που της αποδίδονται με δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Οι δικαστές υιοθετούν στο μεγαλύτερο μέρος της την εισαγγελική πρόταση σημειώνοντας, ωστόσο, μια σημαντική διαφοροποίηση. Συμπεραίνουν, από τις μαρτυρικές καταθέσεις γιατρών και ειδικών, ότι η κατηγορούμενη και τον Απρίλιο του 2021 επιχείρησε να κόψει το νήμα της ζωής του παιδιού της με τη χορήγηση κεταμίνης και όχι με ασφυξία. Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα η 33χρονη δεν τα κατάφερε λόγω της άμεσης επέμβασης των γιατρών στο Καραμανδάνειο. Το παιδί, όμως, σύμφωνα με τους δικαστές δεν ήταν το ίδιο τυχερό και την επόμενη φορά όταν νοσηλευόταν
τον Ιανουάριο του 2022 στο νοσοκομείο Παίδων.
Στο σκεπτικό τους οι δικαστές αναφέρουν, μεταξύ άλλων, πως ο αποκλεισμός της μύτης και του στόματος δεν είναι πρόσφορος τρόπος ώστε να προκληθεί ανακοπή, υπογραμμίζοντας πως η κατηγορούμενη χορήγησε μη επακριβώς ταυτοποιήθησα ουσία, κατασταλτική του κεντρικού νευρικού συστήματος, με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα η ουσία αυτή να είναι κεταμίνη. Μία ουσία που συγκαταλέγεται σε εκείνες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανακοπή και η οποία επέφερε πτώση των αφίξεων και μηδενισμό του κορεσμού στο οξυγόνο.
Για τη μοιραία ημέρα του Ιανουαρίου, οι δικαστές υιοθετούν πλήρως τα όσα αναφέρει ο εισαγγελέας Γ. Νούλης στην πρότασή του, σχετικά με τη χορήγηση της κεταμίνης την ώρα που στο δωμάτιο του νοσοκομείου βρίσκονταν μόνο η μητέρα του στο δωμάτιο.
Το κίνητρο, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, ήταν τόσο η εμμονή που φέρεται να είχε η Ρούλα Πισπιρίγκου με τον σύζυγο της Μάνο Δασκαλάκη αλλά και τα περιστατικά που καταγράφονται την περίοδο που ήταν σε διάσταση. Επιπλέον, αποδίδουν τις πράξεις της κατηγορούμενης στην προσωπικότητα της, βασιζόμενοι, μεταξύ άλλων, στην περιγραφή της ειδικής πραγματογνώμονα που είχε οριστεί από την ανακρίτρια.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά η αξιόποινη συμπεριφορά της 33χρονης «ελέγχεται στα δυσμενή και παθογενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς και της ιδιοσυγκρασίας της, που αποκρυσταλλώνονται, κυρίως, σε ιδέες μεγαλείου συνδεόμενες με τη δημοσιότητα / διασημότητα, αλλά μη έχουσες έρεισμα στην πραγματικότητα, στον ενστερνισμό της αντίληψης πως μπορεί κανείς να αποκτήσει δημοσιότητα / διασημότητα μέσα από παραβατικές πράξεις, στη διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ αλήθειας και ψέματος, πραγματικού και μη πραγματικού, σε αποστέρηση κάθε γνησίου συναισθήματος, σε επικέντρωση (κατά προεξάρχοντα ρόλο) σκέψεων και επενδύσεων γύρω από τον ήδη εν διαστάσει σύζυγό της και υποστηρίζοντα την κατηγορία, με ενδιάθετη έκφραση κτητικότητας επ’ αυτού, στη διακατοχή της από την ιδέα / φόβο της εγκατάλειψης, στην απόδοση μεγάλης σημασίας στο να βρίσκεται κανείς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μέσω της διασημότητας που προσφέρει η δημοσιότητα, στην αντίληψη των παιδιών της ως μια ναρκισσιστικής προέκτασης του εαυτού της και σε προσέγγιση εξιδανίκευσης του θανάτου, καταδεικνύεται, κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου, θρασύτητα, έντονη αντικοινωνικότητα, αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, ταπεινά ελατήρια και ιδιαίτερη επικινδυνότητα της κατηγορούμενης…»
Τέλος, οι δικαστές κρίνουν πως πρέπει να συνεχιστεί η προσωρινή κράτηση της Ρούλας Πισπιρίγκου για ακόμη 6 μήνες καθώς θεωρούν ότι είναι ύποπτη τέλεσης νέων, όμοιων αξιόποινων πράξεων ακόμη και κατά των δικών της ανθρώπων.