Αναβιώνει σήμερα στο Εφετείο η υπόθεση της δολοφονίας της 32χρονης εφοριακού Δώρας Ζέμπερη στο Β´ νεκροταφείο της Αθήνας, τον Οκτώβριο του 2017. Πρωταγωνιστής της άγριας δολοφονίας είναι ένας 62χρονος ο οποίος πρωτόδικα έχει καταδικαστεί σε δυο φορές ισόβια για ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ληστεία με ιδιαίτερη σκληρότητα, καθώς και για τα πλημμελήματα της παράνομης οπλοχρησίας και της παράνομης οπλοφορίας.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο θα κληθεί να ρίξει και πάλι φως στις συνθήκες κάτω από τις οποίες, πριν από περίπου πέντε χρόνια, κόπηκε το νήμα της ζωής της νεαρής γυναίκας η οποία δέχτηκε 14 μαχαιριές μέσα στο νεκροταφείο την ώρα που θρηνούσε την απώλεια ενός φίλου της.
Ο κατηγορούμενος, ο οποίος τον περασμένο Οκτώβριο όταν και αναβλήθηκε η δίκη επέλεξε να μην καθίσει στο εδώλιο αλλά να εκπροσωπηθεί από την αυτεπαγγέλτως διορισθείσα συνήγορο του, αρχικά είχε ισχυριστεί πως πρόθεση του ήταν να κλέψει την Δώρα και γι’ αυτό την απείλησε με μαχαίρι. Εκείνη αντέδρασε και ο κατηγορούμενος τη μαχαίρωσε μέχρι θανάτου και στη συνέχεια της έκλεψε την τσάντα και το κινητό το οποίο πούλησε στο κέντρο της Αθήνας για 20 ευρώ. Ωστόσο, ο 62χρονος κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αναίρεσε τους αρχικούς ισχυρισμούς του κάνοντας λόγο για ηθικούς αυτουργούς πίσω από τη δολοφονία της νεαρής γυναίκας. Κατονόμασε, μάλιστα, έναν δικηγόρο ο οποίος, όπως ισχυρίστηκε, του πρότεινε 30.000 ευρώ για να επιτεθεί και να τραυματίσει την νεαρή γυναίκα επειδή χειρίζονταν κάποια υπόθεση στην εφορία. Οι αναφορές του κατηγορούμενου έπεσαν στο κενό καθώς από την έρευνα που ακολούθησε δεν αποδείχθηκε ότι στη στυγερή δολοφονία εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα.
Από την επεισοδιακή ακροαματική διαδικασία αναδείχθηκε ο αγώνας επιβίωσης της άτυχης Δώρας που εργαζόταν σκληρά, στηρίζοντας την οικογένεια της, ξεχρεώνοντας ακόμη και χρέη που δεν ήταν δικά της. «Είχε πολλά φορτία στην πλάτη της. Είχε πικρία από την οικογένεια. Δεν φρόντισε και ο πατέρας να την προστατεύσει» ανέφερε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας του πρωτόδικου δικαστηρίου στην αγόρευση της καλώντας τον κατηγορούμενο να πει την αλήθεια λέγοντας: «Χάλασε τη ζωή του, τη ζωή μιας κοπέλας και της οικογένειας. Αν βρει το δρόμο για την αλήθεια ας κοιτάξει τον Θεό και ας την πει».