Με στόχο την αποσυμφόρηση των πινακίων των ποινικών δικαστηρίων που ασφυκτιούν το υπουργείο Δικαιοσύνης προωθεί διάταξη με την οποία παύει η ποινική δίωξη για υποθέσεις που εκκρεμούν και προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως 1 χρόνο αλλά και παραγραφή ποινών φυλάκισης 6 μηνών που έχουν επιβληθεί.
Το «λουκέτο» στα δικαστήρια, λόγω κορονοϊού, από τα μέσα Μαρτίου ήρθε να επιβαρύνει την ήδη δύσκολη κατάσταση που επικρατούσε στις δικαστικές αίθουσες.
Οι σχετικές ρυθμίσεις προστέθηκαν στο νομοσχέδιο για την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία ευρωπαϊκών οδηγιών που κατατέθηκε στη Βουλή και αποτελούν πρόταση και των δικαστικών λειτουργών για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων.
Στην επίμαχη διάταξη προβλέπεται η παραγραφή και η παύση της ποινικής δίωξης για τα πλημμελήματα που τελέστηκαν μέχρι τις 30 Απριλίου του 2020 και τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι 1 έτος. Ωστόσο, διευκρινίζεται πως δεν εξαλείφεται το δικαίωμα του παθόντα να διεκδικήσει στα αστικά δικαστήρια, αποζημιώσεις για τη ζημία ή τη βλάβη που υποστηρίζει ότι έχει υποστεί. Παράλληλα, προβλέπεται η αναβίωση της παυθείσας ποινικής δίωξης εάν μέσα στα επόμενα 2 χρόνια, το ίδιο πρόσωπο διαπράξει νέο αδίκημα και, στη συνέχεια, καταδικαστεί αμετάκλητα σε ποινή μεγαλύτερη των 6 μηνών.
Επιπλέον, προβλέπεται η παραγραφή και η μη εκτέλεση ποινών φυλάκισης μέχρι 6 μήνες, εφόσον αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες. Και σε αυτή την περίπτωση αν ο υπαίτιος καταδικαστεί, στα επόμενα δύο χρόνια, σε ποινή μεγαλύτερη των 6 μηνών θα εκτίσει και τις δύο ποινές που του έχουν επιβληθεί.
Πάντως, από την παραγραφή και την παύση ποινικής δίωξης εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, τα αδικήματα που αφορούν στην διάδοση του κορονοϊού (285 ΠΚ), αυτά που σχετίζονται με απόδραση κρατουμένου, με διατάραξη πλειστηριασμών (πράξεις κατά συμβολαιογράφου) , ψευδή καταγγελία στην Αρχή (230 ΠΚ) , προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας (337 ΠΚ), μη υποβολή ή ανακριβής δήλωση πόθεν έσχες, αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις.
Συγκεκριμένα, η διάταξη αναφέρει:
Άρθρο 63 : Παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης
1. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και την 30η.04.2020, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή , απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές .
2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παρ . 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6 ) μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
Άρθρο 64 Παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο
1. Κύριες ποινές: α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος , εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος , παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών.
Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται για χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών.