Είμαστε στα 1984, όταν ο 20χρονος Ντράζεν διανύει τον παρθενικό του χρόνο στην Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ και όλοι περιμένουν να δουν πώς θα αντιδράσει το φιντάνι των 40 πόντων στις απαιτήσεις της μεγάλης ομάδας. Εκείνος απαντά με 43,3 πόντους ανά παιχνίδι (κατά μέσο όρο) σε αυτή τη χρονιά προσαρμογής του και απέναντι στην Ολύμπια Λουμπλιάνα σταματά στους 112 πόντους! Ναι, σωστά διαβάζετε, δεν είναι τυπογραφικό, ο Πέτροβιτς σκόραρε 112 πόντους με 10/20 τρίποντα, 30/40 δίποντα και 22/22 βολές. Ήταν ένα απόλυτο one-man show, αφού οι συμπαίκτες του δεν τον ενόχλησαν στον απίστευτο αυτό μονόλογό του, κάνοντας απλώς στην μπάντα και απολαμβάνοντας αυτό που δύσκολα πίστευαν τα μάτια τους. Απουσία οπτικοακουστικού υλικού, το συγκεκριμένο παιχνίδι ανήκει αναγκαστικά στη σφαίρα του θρύλου, αν και ο Ντράζεν θα έκανε τόσα στη μεγαλειώδη καριέρα του που αυτοί οι 112 πόντοι δεν θα ήταν τελικά παρά υποσημείωση στις απαράμιλλες επιδόσεις του στο παρκέ. Αν πρέπει να απομονώσουμε έναν και μόνον έναν Ευρωπαίο στον οποίο υποκλίθηκε το παγκόσμιο μπάσκετ, αυτός δεν θα ήταν άλλος από τον «Μότσαρτ του μπάσκετ», όπως εύγλωττα ονομάστηκε το παλικάρι από το Σίμπενικ της Κροατίας που γεννήθηκε με την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια του. Ένα αγόρι που θέλησε να ακολουθήσει τα βήματα του μεγαλύτερου αδερφού του, επίσης μπασκετμπολίστα, αν και το δικό του πάθος με το μπάσκετ έμελλε να γίνει φανατική εμμονή. Την ώρα που έπαιζε με τα άλλα παιδάκια στα ανοιχτά γήπεδα του Σίμπενικ, εκείνος καθόταν αμέτρητες ώρες μετά σουτάροντας βολές και βελτιώνοντας το στιλ του. Η οδύσσειά του για συνεχή καλυτέρευσή του στο παρκέ σύντομα θα μαγνήτιζε όλους γύρω του, από συμπαίκτες και προπονητές μέχρι και όποιον ασχολούνταν τελικά με την καλαθοσφαίριση. Κι αυτά δεν ήταν παρά τα σπάργανα μιας ανεπανάληπτης καριέρας που μόλις αχνοχάραζε! Παρά το πλατύ και ειλικρινές χαμόγελό του, που αποκάλυπτε έναν άνθρωπο που λάτρευε να παίζει, ο Ντράζεν ήταν πολύ σοβαρός στις προθέσεις του και τίποτα δεν μπορούσε να τον κάνει να παραστρατίσει από τον σκοπό του. Ποιος ήταν ο σκοπός του; Η νίκη και μόνο η νίκη. Από τις αρχικές και αρκούντως προσωπικές επιτυχίες του στη Σιμπένκα και την Τσιμπόνα μέχρι και τις αμίμητες εμφανίσεις του με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας, ο «Κροάτης Μότσαρτ» μετέτρεψε το μπάσκετ σε μορφή τέχνης, θέτοντας παράλληλα νέα πρότυπα για το πώς έπρεπε να παίζεται το άθλημα με την πορτοκαλί μπάλα. Αυτό θα έκανε εξάλλου τόσο στη Ρεάλ Μαδρίτης όσο και αργότερα στο ΝΒΑ, εκεί που ο πανίσχυρος «Πέτρο» πια γινόταν μύθος του παγκόσμιου μπάσκετ. Ένας μύθος που θα πάγωνε όμως και μάλιστα σύντομα, όταν το νήμα της ζωής του θα κοβόταν αναπάντεχα σε ένα τροχαίο δυστύχημα στη Γερμανία, στον βροχερό αυτοκινητόδρομο A9 που συνδέει τη Νυρεμβέργη με το Μόναχο, επιστρέφοντας οδικώς στο Ζάγκρεμπ από αγώνα της Εθνικής Κροατίας (πλέον) στην Πολωνία, μιας και φοβόταν τα αεροπλάνα. Το τραγικό απόγευμα της 7ης Ιουνίου 1993 το μπάσκετ έχανε τη χαρισματική μορφή του, τον άνθρωπο που μοίραζε συμφωνίες και κονσέρτα στα παρκέ, και όλοι είχαν τώρα ένα ερώτημα στα χείλη: «Τι θα γινόταν αν;». Αν δεν πέθαινε έτσι απρόοπτα, πού θα έφτανε άραγε ο μοναδικός Πέτροβιτς; Αυτός που κοιτούσε στα μάτια τον Τζόρνταν και αποζητούσε τη μεγάλη ρεβάνς από την ίδια την Dream Team! Το βαρύ πυροβολικό του 1,95 μ. είχε μέχρι τότε την απίστευτη πορεία της καλύτερης εθνικής ομάδας που ανέδειξε ποτέ η Ευρώπη στο παλμαρέ του, είχε οδηγήσει τη Ρεάλ Μαδρίτης στον ευρωπαϊκό τίτλο του 1989 και πλέον ήταν ο κρυμμένος άσος των Νιου Τζέρσεϊ Νετς και αναμφίβολα ένας από τους καλύτερους σουτέρ τριών πόντων του αμερικανικού πρωταθλήματος. Την ώρα που ένας ολόκληρος λαός θρηνούσε τον 29χρονο λαϊκό ήρωά του, που είχε εμπλακεί κι αυτός αναγκαστικά στο εμφυλιακό κλίμα της Γιουγκοσλαβίας, όλοι θυμούνταν ως παρηγοριά το πώς έκανε άλλοτε ο Ντράζεν το μπάσκετ να μοιάζει με συμφωνική δωματίου…
Πρώτα χρόνια
Ο Ντράζεν Πέτροβιτς γεννιέται στις 22 Οκτωβρίου 1964 στο Σίμπενικ της Κροατίας ως ο δεύτερος γιος ενός σέρβου αστυνόμου και μιας κροάτισσας βιβλιοθηκάριου. Ο μικρός Ντράζεν περνά ευτυχισμένα και ήρεμα παιδικά χρόνια και μαγεύεται με το μπάσκετ από πολύ νωρίς στη ζωή του, θέλοντας να μιμηθεί τον μεγαλύτερο αδερφό του, Αλεξάνταρ. Σύντομα έγινε σαφές πως ο Ντράζεν είχε καντάρια ταλέντου στο μπάσκετ: 13 χρονών ακόμα, στο παιδικό τμήμα της Σιμπένκα Σίμπενικ, συνήθιζε να σκοράρει 50 και 60 πόντους, κάνοντας άπαντες να παραμιλούν για τα χαρίσματά του. Λίγο πρωτύτερα, ο 14χρονος αδ Αλεξάνταρ βρέθηκε να παίζει στο παιδικό της Σιμπένκα με τον 9χρονο αδερφό του και εξομολογούνταν πως «φοβόμασταν μην τον πατήσουμε». Μέχρι τα 15 του θα είναι πλήρες μέλος της αντρικής ομάδας, αφού ήταν σαφές πως δεν ήταν δίκαιο να παίζει με παιδάκια. Και τότε συμβαίνει το αδιανόητο: ο μικρός μετατρέπεται σε ηγέτη της Σιμπένκα, την οποία οδηγεί από το χέρι δύο φορές στον τελικό του Κυπέλου Κυπελλούχων! Τόσο το 1982 όσο και το 1983 ηττήθηκε μεν από τη Λιμόζ, ο νεαρός Πέτροβιτς είχε ωστόσο μπει για τα καλά στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Την ίδια μάλιστα χρονιά, με δυο δικές του ελεύθερες βολές πήρε η Σιμπένκα το πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας, αν και η ομοσπονδία του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ θα το έδινε τελικά στην Μπόσνα Σαράγεβο βλέποντας κακή διαιτησία. Λίγη σημασία θα είχαν βέβαια όλα αυτά…
Μια μεγάλη καριέρα ρίχνει μπετά
Με σλόγκαν ζωής «το να χάσω προπόνηση είναι για εμένα μια αφόρητη αμαρτία», ο Πέτροβιτς είναι πια καλό όνομα στο γιουγκοσλαβικό μπάσκετ. Ο ίδιος καθόταν ώρες μετά την προπόνηση της ομάδας βαρώντας ακόμα και 500 σουτ τη φορά, καθώς το καλό ποτέ δεν ήταν αρκετό. Ως εξαιρετικό ταλέντο και αφού εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στη μαμά πατρίδα, ενωμένη Γιουγκοσλαβία ακόμα, υπογράφει το συμβόλαιό του στην Τσιμπόνα το 1984. Εκεί θα είναι συμπαίκτης με τον αδερφό του Αλεξάνταρ, ενορχηστρώνοντας ένα δίδυμο-όνειρο στον δρόμο για την κατάκτηση δύο ευρωπαϊκών τροπαίων (1985 και 1986)! Στο πρώτο του παιχνίδι με τη φανέλα της ομάδας του Ζάγκρεμπ αντιμετωπίζει, όπως η μοίρα το θέλει, τη Σιμπένκα. Ο Ντράζεν ατάραχος σκοράρει 56 πόντους και δηλώνει: «Δεν ήταν δύσκολο. Οι αναμνήσεις είναι αναμνήσεις, η αγάπη είναι αγάπη, αλλά στο γήπεδο δεν αναγνωρίζω κανέναν. Θα σκοράρω 56 πόντους ξανά αν έχω την ευκαιρία». Τα νούμερα είναι εξάλλου κάτι παραπάνω από δηλωτικά και εντελώς εντυπωσιακά: 37,7 πόντοι κατά μέσο στα τέσσερα χρόνια της Τσιμπόνα και 33,8 στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις!
Τα εγχώρια παρκέ δεν χωρούσαν το ταλέντο του και αυτό ήταν σαφές σε όλους. Το καλοκαίρι του 1986 εξάλλου οι Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς τον περιλαμβάνουν στα draft του ΝΒΑ, δείχνοντάς του πως τον έχουν στο μάτι. Το ΝΒΑ πρέπει να περιμένει όμως λίγο ακόμη, καθώς ο Ντράζεν δεν έχει τελειώσει ακόμα με την υπόθεση Ευρώπη. Ο πρώτος του χρόνος στην Τσιμπόνα τελειώνει με το πρωτάθλημα και το κύπελλο Γιουγκοσλαβίας, την ίδια ώρα που οι 39 πόντοι του σε κείνη την ιστορική νίκη της Τσιμπόνα κόντρα στη Ρεάλ εξασφαλίζουν στην ομάδα του Ζάγκρεμπ τον πρώτο της ευρωπαϊκό τίτλο!
Την επόμενη χρονιά, το 1986, ο Πέτροβιτς οδηγεί την Τσιμπόνα στον δεύτερο ευρωπαϊκό πρωτάθλημά της, κόντρα στη Ζαλγκίρις Κάουνας του Σαμπόνις. Το 1987 θα πάρει άλλο ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο, το Κύπελλο Κυπελλούχων, κόντρα στη Σκαβολίνι Πέζαρο! Μοιραία το 1988 η Ρεάλ του προσφέρει συμβόλαιο έναντι του αστρονομικού για την εποχή ποσού των 4 εκατ. δολαρίων! Η Ρεάλ Μαδρίτης θα ήταν το τελευταίο σκαλί της ευρωπαϊκής του καριέρας πριν μεταπηδήσει στο ανταγωνιστικότερο πρωτάθλημα του κόσμου. Στη μία σεζόν που θα περάσει στη Μαδρίτη (1988-1989), η Ρεάλ θα χάσει μεν το πρωτάθλημα από την Μπαρτσελόνα, αλλά θα κατακτήσει το Κύπελλο Ισπανίας με τον Ντράζεν να κάνει μαγικά πράγματα, σκοράροντας δηλαδή 62 πόντους στον τελικό! Το τέλος του στην Ισπανία θα έρθει απρόοπτα, αφού η Αμερική τον ζητάει και μάλιστα επιτακτικά…
Καριέρα στο ΝΒΑ
Ο Ντράζεν Πέτροβιτς θα αποβιβαστεί στο Πόρτλαντ, δεν θα πάρει όμως τον χρόνο συμμετοχής που του αναλογούσε γι’ αυτό που ήταν: ο μεγαλύτερος σταρ των ευρωπαϊκών γηπέδων δηλαδή, πλάι στον δικό μας Νίκο Γκάλη. Για τον οποίο εξάλλου είχε πει: «Αν εγώ είμαι ο γιος του διαβόλου, ο Γκάλης είναι ο ίδιος ο διάβολος»! Παρά το γεγονός ότι είχε θεωρηθεί «διαμάντι» και έσπευσαν να τον εντάξουν στη συλλογή τους, οι Τρέιλ Μπλέιζερς του χάρισαν τις δύο χειρότερες σεζόν της καριέρας του. Ο Πέτροβιτς δεν έπαιζε, ο χρόνος του στο παρκέ ήταν πραγματικά ελάχιστος και το πάθος του φούντωνε. Στο Πόρτλαντ θα περάσει μια μαύρη περίοδο δεκαοχτώ μηνών, όπου βρισκόταν περισσότερο στον πάγκο παρά στα παρκέ: «Ποτέ στη ζωή μου δεν έμεινα στον πάγκο και δεν σκοπεύω να συνεχίσω να το κάνω στο Πόρτλαντ», είπε αυτός εξοργισμένος. Και θα ήταν οι Νετς αυτοί που θα έκαναν τα όνειρά του πραγματικότητα, δίνοντάς του δηλαδή περισσότερα από 7 λεπτά συμμετοχής σε κάθε αγώνα. Ο Πέτροβιτς φορά τη φανέλα των Νετς το 1991 και μετατρέπεται σε αυτό που ήξερε καλά, στον μεγάλο ηγέτη. Χωρίς να χάσει ούτε παιχνίδι στην πρώτη του σεζόν στο Νιου Τζέρσεϊ, ο «Πέτρο», όπως τον αποκαλούν στις ΗΠΑ, έχει μέσο όρο 20,6 πόντων και 36,9 λεπτά στο παρκέ, αναδεικνυόμενος ως ο κορυφαίος γκαρντ του NBA σε ποσοστό ευστοχίας εντός πεδιάς (51%). Τα εξαιρετικά ποσοστά και ο αξιόλογος χρόνος συμμετοχής συνεχίστηκαν και στη δεύτερη χρονιά του στο ΝΒΑ (1992-1993), αυξάνοντας μάλιστα τον μέσο όρο των πόντων του (22,3) και διατηρώντας την ίδια δαιμόνια ευστοχία στα τρίποντα (45%). Παρά ταύτα, δεν έλαβε την πολυπόθητη πρόσκληση για το NBA All-Star Game του 1993, κάτι που τον απογοήτευσε βαθύτατα, μιας και ήταν ο μόνος από τους 15 κορυφαίους σκόρερ του NBA που δεν κλήθηκε… Παρά ταύτα, είχε κάνει μέχρι τότε πράγματα και θαύματα, κερδίζοντας με το σπαθί του την αναγνώριση και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. «Ήταν ο μόνος παίκτης που με κοιτούσε στα μάτια χωρίς να φοβάται», έλεγε γι’ αυτόν ο ίδιος ο Μάικλ Τζόρνταν.
Έχοντας κατακτήσει κυριολεκτικά τα πάντα και όντας ένας από τους καλύτερους σούτινγκ γκαρντ του ΝΒΑ, ο Πέτροβιτς ήταν ένα από τα μεγάλα ονόματα του παγκόσμιου μπάσκετ το καλοκαίρι του 1993, όταν άρχισε το σοβαρό φλερτ με τον Παναθηναϊκό. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, οι Νετς είχαν καθυστερήσει να συζητήσουν την επέκταση του συμβολαίου του και ο ίδιος μόνο χαρούμενος δεν ήταν με τις εξελίξεις. Στον Παναθηναϊκό έπαιζε άλλωστε ο αδερφικός του φίλος, Στόγιαν Βράνκοβιτς, και οι ελληνικές εφημερίδες έγραψαν χαρακτηριστικά ότι ο πρόεδρος της ΚΑΕ, Παύλος Γιαννακόπουλος, είχε προσφέρει στον «Κροάτη Μότσαρτ» τριετές συμβόλαιο, το οποίο είχε υπογράψει ήδη για λογαριασμό της ομάδας με ανοιχτό μάλιστα το ποσό των απολαβών του σταρ. Η συμφωνία πρέπει να θεωρούνταν τελειωμένη υπόθεση, αφού και ο ίδιος ο Πέτροβιτς άρχισε να μιλά στις συνεντεύξεις του για τους στόχους του με την «πράσινη» ΚΑΕ: «Έδειξα πόσο αξίζω στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου και τώρα έρχομαι για να κατακτήσω και πάλι τίτλους. Θέλω να παίξω σε μια ομάδα που θα πάρει το πρωτάθλημα της Ευρώπης και το είπα στον Στόγιαν: ‘‘Εσύ, ο Γκάλης, εγώ και τα άλλα παιδιά του Παναθηναϊκού αν είμαστε μαζί θα κάνουμε τον Παναθηναϊκό πρώτο στην Ευρώπη και τον κόσμο του ευτυχισμένο. Αλήθεια σου λέω, από τώρα σκέφτομαι τον τελικό στο Τελ Αβίβ. Αυτός ο Παναθηναϊκός, αν υπογράψω, θα είναι μια ομάδα που δεν θα σκέπτεται ούτε θα φοβάται την ήττα όπου κι αν παίζει». Μόνο που η μοίρα είχε άλλα στο μυαλό της…
H Εθνική Ομάδα και ο εμφύλιος της Γιουγκοσλαβίας
Η φανέλα με το εθνόσημο ήταν ωστόσο το μεγαλύτερο και πιο ταραγμένο φυσικά κεφάλαιο στην μπασκετική ζωή του Πέτροβιτς. Μια ομάδα-υπερδύναμη που αποθέωνε τον Ντράζεν κι εκείνος την αντάμειβε με εμφανίσεις-όνειρο. Το 1984 κατακτά με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς, μια επίδοση που θα επαναλάβει και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1986, κόντρα στη Σοβιετική Ένωση με εκείνο το θρίλερ του τελευταίου λεπτού. Άλλη μια τρίτη θέση θα έρθει στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1987, βρίσκοντας μπροστά του τη χώρα μας.
Η Σοβιετική Ένωση θα του στερήσει άλλο ένα χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988, αν και ο Πέτροβιτς δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Το 1989 το Ευρωμπάσκετ λαμβάνει χώρα στο Ζάγκρεμπ και η Γιουγκοσλαβία θα φτάσει μέχρι τον τελικό, νικώντας την Ελλάδα και κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο, με τον Πέτροβιτς να είναι δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης και πολυτιμότερος παίκτης φυσικά.
Το 1990, μετά την απογοητευτική σεζόν στο ΝΒΑ, ο Πέτροβιτς θα γράψει ιστορία με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας, κατακτώντας την πρωτιά στο Παγκόσμιο του Μπουένος Άιρες. Και κάπου εκεί η θρυλική Εθνική Γιουγκοσλαβίας θα φτάσει στο τέλος της, ένα μαύρο τέλος που θα αποδειχτεί οδυνηρό για όλους. Ο εμφύλιος μαστίζει τη Γιουγκοσλαβία, η Κροατία κορυφώνει τις αντιδράσεις της και ο πατριώτης Ντράζεν θα βρεθεί τώρα απέναντι στους παλιούς του συμπαίκτες. Η σχέση του με τον Βλέντε Ντίβατς, καρδιακό του φίλο, θα καταστραφεί ολοσχερώς: «Συνηθίζαμε να είμαστε κοντά με τον Βλαντ, να μιλάμε μέρα παρά μέρα, πλέον όμως…», θα αφήσει χαρακτηριστικά να εννοηθεί ο ίδιος. Ο Ντίβατς, ο Κούκοτς, ο Ράτζα και ο Πέτροβιτς ήταν κάποτε αδέλφια, έχοντας συνθέσει τη μυθική ομάδα της Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, η οποία μέσα σε μια τριετία (1988-1991) κατάφερε να γραφτεί στην μπασκετική ιστορία με ανεξίτηλα γράμματα. Η Κροατία γίνεται ανεξάρτητη και ο Ντράζεν μετατρέπεται σε κάτι παραπάνω από ηγέτη της νεότευκτης εθνικής. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 η Κροατία θα φτάσει στον τελικό, επικρατώντας της Σοβιετικής Ένωσης και βρίσκοντας απέναντι τη θρυλική Dream Team του Τζόρνταν, του Τζόνσον, του Μπερντ, του Μαλόουν, του Μπάρκλεϊ κ.λπ. Ο Πέτροβιτς θα επιστρέψει με το αργυρό μετάλλιο στις αποσκευές του, δίνοντας ωστόσο όρκο ιερό πως θα ξανασυναντηθούν με τους Αμερικάνους, καθώς πίστευε ότι μπορούσε να κερδίσει ακόμα και τους καλύτερους του κόσμου!
Το τραγικό τέλος
Εκείνο το καλοκαίρι του 1993, ο Πέτροβιτς ήταν στην κορυφή του διεθνούς μπάσκετ, έχοντας πάμπλουτη συλλογική τροπαιοθήκη και αμέτρητες προσωπικές δάφνες, όπως ας πούμε ότι είχε αναδειχτεί τέσσερις φορές Ευρωπαίος Παίκτης της Χρονιάς! Το 1985 του είχε απονεμηθεί άλλωστε και το χρυσό παράσημο ως ο καλύτερος αθλητής της Γιουγκοσλαβίας. Την ώρα που οι φήμες για την έλευσή του στον Παναθηναϊκό έδιναν και έπαιρναν, εκείνος συνέχιζε να θεωρεί τα αεροπλάνα «σίγουρο θάνατο». Κι έτσι αποφάσισε να επιστρέψει οδικώς στο Ζάγκρεμπ από την Πολωνία, όπου βρίσκονταν με την Εθνική Κροατίας για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Ο Βράνκοβιτς τον συμβούλευσε μάλιστα να ακολουθήσει την υπόλοιπο αποστολή στην πτήση, καθώς είχε «κακό προαίσθημα», όπως είπε. Ο Πέτροβιτς αναχώρησε ωστόσο για το Ζάγκρεμπ με αυτοκίνητο, πλάι στη σύντροφό του και μια φίλη τους. Το απόγευμα ήταν βροχερό, η ορατότητα περιορισμένη και ο δρόμος γλιστρούσε. Ο Πέτροβιτς κοιμόταν και δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας όταν η αρραβωνιαστικιά του προσέκρουσε πάνω σε φορτηγό που είχε χάσει τον έλεγχο και είχε καταλήξει στο αντίθετο ρεύμα. Οι δύο κοπέλες τραυματίστηκαν σοβαρά, αλλά επέζησαν. Ο Ντράζεν, από την άλλη, όχι. Το χρυσό ρολόι του έδειχνε 17:20 και το ημερολόγιο 7 Ιουνίου 1993 όταν το κόκκινο Golf θα γίνει σμπαράλια στον γερμανικό αυτοκινητόδρομο. Το εθνικό δράμα των Κροατών θα κορυφωθεί στην κηδεία του στο Ζάγκρεμπ, όπου θα μετατραπεί σε λαϊκό προσκύνημα. Το γήπεδο στη γενέτειρά του, το Σίμπενικ, πήρε το όνομά του, όπως και το κλειστό της Τσιμπόνα, αλλά και μια κεντρική πλατεία του Ζάγκρεμπ. Λίγο αργότερα θα δημιουργούνταν στην κροατική πρωτεύουσα και μουσείο για τον τρομερό μπασκετμπολίστα.
Οι Νετς απέσυραν τη φανέλα με το Νο 3 στις 11 Νοεμβρίου 1993 και ο αδικοχαμένος Πέτροβιτς τιμήθηκε από μπασκετικές ενώσεις και ομοσπονδίες στα πέρατα του κόσμου. Το Ολυμπιακό Μουσείο της Λοζάνης φιλοξενεί από το 1995 το άγαλμα του «Μότσαρτ του μπάσκετ». Το 2002 περιλήφθηκε στο Hall of Fame της FIBA και το 2007 στο αντίστοιχο του ΝΒΑ. «Μη λυπάστε για τον θάνατό του. Είναι φαινόμενο και θα ζει για πάντα», μας καθησύχασε ο Ντιέγκο Μαραντόνα όταν επισκέφτηκε τον τάφο του Ντράζεν στο Μιρογκόι… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr