Ο Μαλίκ Αμπάρ ήταν ένας μόνο από τις δεκάδες χιλιάδες Αφρικανούς που αιχμαλωτίστηκαν στη Μαύρη Ήπειρο και πουλήθηκαν δούλοι στη Μέση Ανατολή και την Ινδία σε μια περίοδο εννιά περίπου αιώνων. Η ζωή του, πέρα από τη φρίκη μιας εποχής που ενσαρκώνει, είναι ταυτοχρόνως και μια προσωπική ιστορία επιτυχίας, φανερώνοντας την ικανότητα κάποιων ανθρώπων να επιβιώνουν σε πείσμα των καιρών και να κατακτούν θέσεις και αξιώματα που η κοινωνική τους θέση δεν θα επέτρεπε ποτέ. Εκεί, στον μουσουλμανικό κυρίως Ινδικό Ωκεανό, το αγόρι σκλάβος θα διένυε πολύ δρόμο στη ζωή του και να κατάφερνε να σπάσει τα δεσμά του, αλλάζοντας μια και καλή τη μοίρα του ως άβουλος δούλος. Γεννημένος το 1548 στα εδάφη της σημερινής Αιθιοπίας, ο Σαμπού, όπως ήταν το βαφτιστικό του, διαχωρίστηκε βιαίως από την οικογένειά του, χάνοντας τους οικείους, το όνομα και την ταυτότητά του τελικά. Παρά ταύτα, κάπου μισό αιώνα αργότερα θα ήταν τοπικός ηγεμόνας στην επαρχία Ντεκάν της Ινδίας και θα ενθρόνιζε πια βασιλιάδες κατά το δοκούν, μιας και μέχρι τότε ο στρατός του ήταν ο πλέον ισχυρός της περιοχής και η μόνη σοβαρή απειλή στη μογγολική παντοκρατορία της Δυναστείας των Μουγκάλ. Πόσο δρόμο είχε διανύσει από την εποχή που τον μετέφεραν δεμένο πισθάγκωνα με καραβάνι και πλοιάριο μετά από την Ερυθρά Θάλασσα στη νότια Αραβία (Υεμένη), κι από κει θα τον ξαναπουλούσαν σκλάβο στη Βαγδάτη. Όπου θα μάθει λίγα γράμματα πριν τον στείλουν στην Ινδία για να υπηρετήσει τον αντιβασιλέα του σουλτανάτου της Ντεκάν. Ο Αιθίοπας, μουσουλμάνος τώρα, υπηρέτησε τον χάνο για δώδεκα χρόνια, έναν χάνο που προερχόταν επίσης από την Αιθιοπία και είχε εξισλαμιστεί με τη θέλησή του. Ήταν στην αυλή του που ο Αμπάρ θα αναλάμβανε ολοένα και πιο δραστήριο ρόλο, παρατηρώντας και μαθαίνοντας καλά τη διπλωματία, την πολιτική και τους στρατιωτικούς ελιγμούς. Όταν απελευθερώθηκε το 1594, μετά τον θάνατο του υψηλόβαθμου αξιωματούχου που τόσα χρόνια υπηρετούσε, είχε έρθει πια η στιγμή του. Μετατράπηκε σε μισθοφόρο και συγκέντρωσε μια έφιππη δύναμη 150 νοματαίων. Ο αντάρτικος στρατός του έμελλε να πληθύνει και να μετρά πλέον μερικές χιλιάδες μαχητές. Ως στρατηγός των μισθοφόρων του, άνοιξε την πόρτα όταν του τη χτύπησε η Ιστορία και μεταμορφώθηκε στον κύριο υπερασπιστή της νέας του πατρίδας, παλεύοντας κόντρα στη μογγολική εξάπλωση στην Ινδία. Όταν νίκησε στο πεδίο της μάχης τους στρατούς δύο μογγόλων αυτοκρατόρων, ήταν πια το σύμβολο της ινδικής αντίστασης και η βασική πηγή έμπνευσης σε κάθε Ινδό που ήθελε να ανακόψει την εξάπλωση των Μογγόλων στα νότια της χώρας. Μέχρι το 1620, ο στρατός του Αμπάρ μετρούσε πια 50.000 άντρες, από τους οποίους 40.000 ήταν ινδουιστές μαχητές (Μαράθας) και 10.000 Αφρικανοί (Χαμπσί). Μέχρι τότε είχε ήδη εγκαταστήσει δύο πρίγκιπες στον θρόνο του βασιλείου της Ντεκάν και κάθε φορά ο ίδιος υπηρετούσε ως αντιβασιλέας τυπικά, ουσιαστικά όμως ήταν ο ισχυρός άντρας του κρατιδίου. Οι στρατηγικές συμμαχίες που σύναψε με τα κρατίδια των δυτικών παραλίων της Ινδίας και οι δαιμόνιες τακτικές του στον ανταρτοπόλεμο (αλλά και η χρήση του βρετανικού πυροβολικού και του στρατιωτικού εξοπλισμού Ολλανδών και Πορτογάλων) απέτρεψαν την εξάπλωση των Μογγόλων στο νότιο μισό της Ινδίας. Όσο ο ίδιος ήταν εν ζωή τουλάχιστον. Ο Μαλίκ ήταν μεγάλος πονοκέφαλος για τους ηγεμόνες της Αυτοκρατορίας των Μογγόλων, οι οποίοι αποκαλούσαν τον αδάμαστο εχθρό τους «επαναστάτη της μαύρης τύχης». Κατόπιν έφτιαξε και μια πόλη όπου εφάρμοσε τη φωτισμένη διακυβέρνησή του, καθώς μέσα στα λαμπρά παλάτια που έχτισε, ανέπτυξε ένα καινοτόμο αρδευτικό σύστημα, προστάτευσε τις τέχνες και τη λαϊκή κληρονομιά τόσο των ινδουιστών όσο και των μουσουλμάνων και φρόντισε να παντρέψει τα παιδιά του με οικογένειας της ανώτερης ινδικής κάστας, βάζοντας έτσι τους Αφρικανούς στην καρδιά της τοπικής αριστοκρατίας. Όταν πέθανε το 1626 ο πρώην σκλάβος, δεν ήταν πια παρά ο μεγαλύτερος ηγέτης που είχε γνωρίσει αυτή η γωνιά του κόσμου…
Πρώτα χρόνια
Ο Μαλίκ Αμπάρ γεννιέται ως Σαμπού ή Σαν-μπού το 1548 στο σουλτανάτο του Αντάλ, το μεσαιωνικό ισλαμικό βασίλειο που είχε δημιουργηθεί στο Κέρας της Αφρικής και περιλάμβανε τα σημερινά κράτη της Σομαλίας, της Αιθιοπίας, του Τζιμπουτί και της Ερυθραίας. Το σουλτανάτο μαστιζόταν από δύο δεκαετίες πολέμου με τη Σολομωνική Δυναστεία της Αιθιοπίας (Αβησσυνίας) και παρέπαιε πλέον. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα αιχμαλωτιστεί και θα πουληθεί, παιδί ακόμα, σκλάβος. Θα καταλήξει στην Υεμένη, όπου θα πουληθεί ξανά έναντι 20 δουκάτων και θα αποβιβαστεί σιδηροδέσμιος στο σκλαβοπάζαρο της Βαγδάτης. Εκεί θα πουληθεί και για τρίτη φορά στη Μέκκα, απ’ όπου θα τον αγοράσει ένας έμπορος και θα τον ξαναφέρει στη Βαγδάτη. Αυτός θα τον μορφώσει, αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες του νεαρού, και θα του δώσει το όνομα «Αμπάρ». Μετά τον θάνατό του όμως, ο Αμπάρ θα πουληθεί ξανά και θα μεταφερθεί στην Ινδία το 1570 ή 1575. Ένας ολλανδός έμπορος που θα τον συναντήσει στα κεντρικά της Ινδίας αυτή την εποχή θα τον περιγράψει ως «μαύρο αλλόθρησκο από την Αβησσυνία με βλοσυρό ρωμαϊκό πρόσωπο». Ο Αμπάρ αγοράστηκε τελικά από τον αντιβασιλέα του σουλτανάτου της Ντεκάν, όπου θα περάσει τα επόμενα 12 χρόνια ως προσωπικός του υπηρέτης…
Ο σκλάβος που έγινε ηγέτης
Η επαρχία Ντεκάν ήταν κατά τον 16ο αιώνα ένα πολυπολιτισμικό κράμα φυλών και θρησκειών. Αφρικανοί μισθοφόροι και δούλοι υπηρετούσαν σε βασιλικές αυλές ήδη από τον 13ο αιώνα και η κοινότητα των μαύρων της Αβησσυνίας, οι Χαμπσί, όπως τους αποκαλούσαν στην Ινδία, ήταν ιδιαιτέρως πολυπληθής, καθώς τους προτιμούσε η ινδική αριστοκρατία για προσωπικούς υπηρέτες. Κάποιοι μάλιστα, καθώς ήταν ξένοι και δεν εμπλέκονταν στις τοπικές έριδες, είχαν καταφέρει να ανέλθουν ακόμα και σε ύπατα αξιώματα, όπως ο χάνος που αγόρασε τον Μαλίκ, ο οποίος ήταν κι αυτός αφρικανικής καταγωγής. Ο Μαλίκ θα μορφωθεί περαιτέρω κοντά στον νέο του αφέντη και θα γίνει εξπέρ σε θέματα διοίκησης αλλά και στρατιωτικής οργάνωσης. Ο αντιβασιλέας του έδωσε κάποια στιγμή προβεβλημένη θέση στον κρατικό μηχανισμό και τώρα ήταν ο πιο αξιοσέβαστος δούλος του βασιλείου. Για το πώς απελευθερώθηκε δεν υπάρχει καθολική ιστορική συναίνεση. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, τα δεσμά του τα έσπασε η χήρα του χάνου, ώστε να μπορέσει να παντρευτεί και να ξεκινήσει τη δική του οικογένεια. Ο Αμπάρ άρχισε να προσλαμβάνει αφρικανούς μισθοφόρους ώστε να λειτουργεί ως προστασία στους ηγεμόνες των τοπικών βασιλείων. Δουλειά υπήρχε πάντα εξάλλου για έναν καλά εκπαιδευμένο στρατό, καθώς όλα τα μουσουλμανικά σουλτανάτα και τα ινδουιστικά βασίλεια της περιοχής πολεμούσαν με τους Μογγόλους του βορρά και την επεκτατική τους πολιτική. Κατά την άλλη εκδοχή, μετά τον θάνατο του αντιβασιλέα επικράτησε χάος στην Ντεκάν και ο Αμπάρ πουλήθηκε για άλλη μια φορά, τώρα στον βασιλιά της Μπιτζαπούρ. Αυτός λέγεται πως του έδωσε το όνομα «Μαλίκ», καθώς εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητές του και νόμισε πως ήταν κάτι «σαν βασιλιάς» (Μαλίκ). Ο ηγεμόνας τον έκανε στρατιωτικό διοικητή του, ο σκλάβος αποστάτησε όμως και έφτιαξε τον δικό του μισθοφορικό στρατό. Όπως κι αν έχει, ο μικρός και πολυσυλλεκτικός στρατός του Μαλίκ, αποτελούμενος από Άραβες, Αφρικανούς και Ινδούς, αποτελούσε μια ετοιμοπόλεμη μονάδα που έπαιρνε μέρος στις μάχες των βασιλείων κατά των Μογγόλων. Σε μια τέτοια επεκτατική κίνηση των Μουγκάλ γύρω στο 1600, ο στρατός του Μαλίκ κατάφερε να τους απωθήσει ηρωικά και έγινε θρύλος στα εδάφη της Ντεκάν. Χιλιάδες προσχωρούσαν τώρα εθελοντικά στις δυνάμεις του, κι αυτός έπαιρνε υπό την κατοχή του μεγάλα κομμάτια της ινδικής υπαίθρου, εκμεταλλευόμενος τις έριδες των τοπικών ηγεμόνων που άφηναν πολλές περιοχές χωρίς ουσιαστική διακυβέρνηση. Κάποια στιγμή ο Μαλίκ άρπαξε την ευκαιρία και παντρεύτηκε την κόρη ενός ηγεμόνα, διορίζοντας τον εαυτό του αντιβασιλιά. Ήταν όμως εκείνος που κινούσε πια τα νήματα του σουλτανάτου, λειτουργώντας ως de facto ηγέτης από το 1607-1626. Με έναν στρατό 7.000 ιππέων, αποτελούσε ισχυρό αντίπαλο των Μογγόλων και όλοι οι βασιλιάδες της Ινδίας υπολόγιζαν στη βοήθειά του κατά του μογγολικού ιμπεριαλισμού. Εκείνος ισχυροποίησε τη θέση του παντρεύοντας τόσο τον γιο όσο και την κόρη του με πριγκίπισσα και πρίγκιπα, αντίστοιχα, γειτονικών βασιλείων, οδηγώντας πια τη μοίρα της Ντεκάν. Όταν ο γαμπρός του απέκτησε τον τίτλο του δελφίνου του θρόνου, ο Μαλίκ ήταν επισήμως αντιβασιλέας και ελεύθερος πια να πραγματώσει το κυβερνητικό του όραμα. Με τις συμμαχίες αλλά και τη φήμη του, ο στρατός του αριθμούσε πλέον 50.000 άντρες και ο ίδιος ήταν ένας ικανότατος στρατηγός αλλά και πολιτικός. Οι μεταρρυθμίσεις του θα άφηναν εξάλλου βαριά κληρονομιά στη νότια Ινδία, όπως και ο τρόπος που χειριζόταν τους Ολλανδούς, τους Πορτογάλους και τους Βρετανούς στον αγώνα του κατά των Μογγόλων. Πολυάριθμοι ευρωπαίοι περιηγητές τον περιέγραψαν στις αρχές του 17ου αιώνα ως ευσεβή μουσουλμάνο, όπως έκαναν εξάλλου και οι μογγόλοι χρονογράφοι που τον τιμούσαν ως αντίπαλο. Ο νέος μάλιστα αυτοκράτορας των Μογγόλων, ανήμπορος να τον κερδίσει στη μάχη, φαντασιωνόταν τώρα τον θάνατό του. Γι’ αυτό και εξουσιοδότησε τον βασιλικό του ζωγράφο να απεικονίσει τον μεγάλο χάνο να ρίχνει βέλη στο κομμένο κεφάλι του Μαλίκ Αμπάρ! Ο ανταρτοπόλεμός του είχε αποδειχθεί εξάλλου ολότελα καταστροφικός στις μογγολικές επιδρομές…
Τελευταία χρόνια
Την ώρα που θριάμβευε στις μάχες του με τον εχθρό, μετέφερε την πρωτεύουσα του βασιλείου του και ίδρυσε μια νέα πόλη, όπου εφάρμοσε το δικαιότερο μεταρρυθμιστικό του όραμα, περιορίζοντας τη δύναμη των ισχυρών και αλλάζοντας την κοινωνική θέση και τη μοίρα ουσιαστικά των αδυνάτων. Όπως μας παραδίδουν οι χρονογράφοι, τον σεβόταν απεριόριστα ο λαός του και τον έτρεμαν τόσο οι γείτονες σουλτάνοι όσο και οι Μογγόλοι του Βορρά, παρά τις νίκες που άρχισαν τελικά να σημειώνουν εναντίον του με τις απέραντες στρατιές τους αλλά και τις ανίερες συμμαχίες τους με ινδούς ηγεμόνες. Αυτό που του πιστώνουν ως τα σήμερα είναι πως ήταν ο πρώτος αφέντης της Νοτιοανατολικής Ασίας που έσβησε τις φυλετικές, εθνοτικές και θρησκευτικές γραμμές, κάνοντας όλους τους υπηκόους του ίσους απέναντι στο κράτος. Μουσουλμάνοι και ινδουιστές πολεμούσαν εξάλλου πλάι πλάι απέναντι στη μογγολική απειλή και ο Μαλίκ διευκόλυνε καθοριστικά αυτή τη δύσκολη συνύπαρξη. Στα τελευταία του χρόνια, έχασε κάποιες μάχες και τμήμα των εδαφών που είχε καταλάβει από τη Μογγολική Αυτοκρατορία, παρέμενε ωστόσο δυνατός και σίγουρα υπολογίσιμος αντίπαλος. Έτσι πέθανε στις 14 Μαΐου 1626, ως ο σκλάβος που μετατράπηκε σε έναν από τους πιο φωτισμένους ηγέτες της μακρινής και άγνωστης Ινδίας των θρύλων. Και καθώς είχε φροντίσει να μπολιάσει την οικογένειά του με την ινδική αριστοκρατία, διασφάλισε τη μακροημέρευση του οίκου του. Όσο για το βασίλειό του, τον διαδέχθηκε ο γιος του, ως αντιβασιλέας πάντα, αλλά δεν είχε τη χάρη του πατέρα του. Το σουλτανάτο της Ντεκάν έπεσε στους Μογγόλους μέσα σε δέκα χρόνια από τον θάνατο του Μαλίκ… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr