Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 9ης Σεπτεμβρίου 1976, ο «Μεγάλος Τιμονιέρης» της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας φεύγει από τη ζωή προδομένος απ’ όλους. Ο στενότερος συνεργάτης του, Λιν Μπιάο, τον είχε προδώσει ήδη από το 1971 και η υγεία του «κόκκινου» ηγέτη κλονίστηκε σε τέτοιον βαθμό που δεν επανήλθε ποτέ. Ο λαός τον έβλεπε σπανίως πια και μόνο σε επίσημες εκδηλώσεις, όντας φανερά αποδυναμωμένος. Σκιά του εαυτού του ήταν και τον Φεβρουάριο του 1972, στην ιστορική του συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, όπου δυσκολευόταν ακόμα και να μιλήσει. Την ώρα που ο κόσμος συγκεντρωνόταν λοιπόν με τα μαύρα του περιβραχιόνια στην είσοδο του Μεγάρου του Λαού στο Πεκίνο για το ύστατο χαίρε στον Μάο, μια νέα μάχη εξουσίας θα ξεκινούσε στο περιθώριο του εθνικού πένθους. Τώρα ήταν η σειρά της αδίστακτης χήρας του, Τσιανγκ Τσινγκ, να κυβερνήσει την αχανή χώρα, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν αγαπητή σε κανέναν, ούτε στους συμβούλους του Μάο ούτε φυσικά στον λαό. Ο προσωπικός γιατρός του «Τιμονιέρη» την περιέγραφε στο βιβλίο του ως μια ακραία φιλόδοξη γυναίκα που περίμενε τον θάνατο του συζύγου της για να πάρει την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στα χέρια της. Ως τότε ήταν εξάλλου ήδη διαβόητη, μιας και ήταν ο κύριος μοχλός της τρομακτικής Πολιτιστικής Επανάστασης που εξαφάνισε από την Κίνα οποιαδήποτε πολιτισμική επιρροή αντιστρατευόταν τον κομμουνισμό και οδήγησε στη φυλακή, τις εξορίες, τα βασανιστήρια και τον θάνατο εκατομμύρια πολίτες. Αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της, η Τσινγκ ανέλαβε δράση, μιας και στον δρόμο της είχε ήδη σταθεί εμπόδιο ο έμπιστος σύμβουλος του Μάο, Χούα Γκουοφένγκ, τον οποίο είχε προλάβει εξάλλου να χρίσει επίσημο διάδοχό του: «Με εσένα επικεφαλής, το μυαλό μου ησυχάζει», του είχε εξομολογηθεί ο «κόκκινος» ηγέτης σε επιστολή του. Η Τσινγκ κινήθηκε όμως αστραπιαία και μέσω των διασυνδέσεών της τόσο στο Κόμμα και τον κρατικό μηχανισμό όσο και τα ελεγχόμενα Μέσα φαινόταν πως θα καταφέρει να στεφθεί ηγέτιδα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Παρά την αποφασιστικότητά της όμως, ήταν τόσο δολοπλόκα και αυταρχική που σύντομα θα ενοχλούσε τους υπόλοιπους συμβούλους του Μάο, οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με την ακραία πολιτική της. Η ίδια πίστεψε πως ήταν στο απυρόβλητο των συνωμοσιών, μιας και η διαβόητη «Κλίκα των Τεσσάρων» που είχε φτιάξει έμοιαζε παντοδύναμη. Δεν ήταν όμως. Την ανέτρεψαν το πρωινό της 6ης Οκτωβρίου 1976, όταν οι τέσσερις συνεργάτες συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν ότι ετοίμαζαν πραξικόπημα. Με τη σύλληψη της Τσινγκ, ο Γκουοφένγκ ανέλαβε ανενόχλητος την προεδρία συνεχίζοντας το έργο του «Τιμονιέρη», μιας και ήταν πιστός μαοϊκός. Οι άδοξοι τίτλοι τέλους της Κυρίας Μάο, όπως την έλεγε ο λαός, δεν αποκαλύπτουν βέβαια το πλήρες μέγεθος της δράσης και της προσωπικότητάς της. Δημοφιλέστατη ηθοποιός της Κίνας, ήταν να μείνει στην Ιστορία απλώς ως τρίτη σύζυγος του ηγέτη, μια θέση πολύ φτωχή προφανώς για την ίδια. Κι έτσι ανέλαβε τον ρόλο που της επεφύλαξαν οι καιροί ως πρωτεργάτρια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Δραστήρια κομμουνίστρια πολύ πριν από τη μαοϊκή επανάσταση, αναμείχθηκε ενεργά με την πολιτική και είδε τον ρόλο της να γίνεται ολοένα και πιο σημαντικός. Το 1960 έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου και στη συνέχεια το Νο 2 της Πολιτιστικής Επανάστασης. Και πάλι όμως οι φιλοδοξίες της δεν καλύφθηκαν, κι έτσι ίδρυσε παρασκηνιακά την «Κλίκα των Τεσσάρων» (με τους Τσανγκ Τσουνκιάο, Γιάο Γουενγιουάν και Γουάνγκ Χονγκγουέν) για να καλύψουν το κενό εξουσίας που θα άφηνε πίσω του ο χαμός του ηγέτη. Μέχρι τότε είχε στο ενεργητικό της την πλήρη ευθύνη της Πολιτιστικής Επανάστασης και τη ζοφερή δράση της την είχαν ζήσει στο πετσί τους εκατομμύρια αντιφρονούντες και απλοί πολίτες. Όταν συνελήφθη έναν μήνα μετά τον θάνατο του Μάο και κατηγορήθηκε ως αντεπαναστάτρια, δεν ήταν και πολλοί αυτοί που τη λυπήθηκαν. Καταδικάστηκε τελικά σε θάνατο, είδε την ποινή της να μετατρέπεται σε ισόβια κάθειρξη και αυτοκτόνησε το 1991 μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου που είχε εισαχθεί για τον καρκίνο που την κατέτρωγε. Ο «Κόκκινος Δράκος» μάτωσε από τη δεκαετή δράση της Πολιτιστικής Επανάστασης (1966-1976) και της ίδιας της Κυρίας Μάο, η προσπάθεια της οποίας να εκκαθαρίσει ιδεολογικά την Κίνα θα την άφηνε τελικά αγνώριστη. Όσο μάλιστα η υγεία του Μάο γινόταν ολοένα και πιο εύθραυστη, τόσο αυξανόταν η επιρροή της συζύγου, που πλέον εμφανιζόταν ως μεγάλη προσωπικότητα της δημόσιας ζωής της Λαϊκής Δημοκρατίας. Οι περισσότεροι σύμβουλοι του Μάο δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι την άνοδό της στις 22 Νοεμβρίου 1966 στη θέση του αντιπροέδρου της 17μελους Κεντρικής Επιτροπής της Πολιτιστικής Επανάστασης, η οποία της έδωσε απαράμιλλη δύναμη στις εσωτερικές ζυμώσεις του κρατικού μηχανισμού. Μέχρι το 1969, θα είναι μια από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της Κίνας. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η Κίνα έχει μόλις αρχίσει να ανακάμπτει από τα βαριά τραύματα που άφησε στη χώρα ο εκκεντρικός μαοϊσμός της Κυρίας Μάο, που έβαλε σκοπό να εξαφανίσει όλα τα υπολείμματα της μπουρζουαζίας στη χώρα, αν και το μόνο που εξαφάνισε τελικά ήταν η πλούσια πολιτιστική παράδοση και οι λαϊκές τέχνες της Κίνας…
Πρώτα χρόνια
Η Τσιανγκ Τσινγκ (ή Κινγκ, κατά άλλες γραφές) γεννιέται ως Λι Σουμένγκ στις 19 Μαρτίου 1914 μέσα σε σπιτικό που μαστιζόταν από περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Η μητέρα της χώρισε κάποια στιγμή από τον βίαιο μαραγκό και πλέον δούλευε ως παλλακίδα, διαθέτοντας αμέτρητους πλούσιους εραστές. Η μοναχοκόρη της μεγάλωνε στα πολυτελή τους σπίτια, μέχρι να τη στείλει τελικά να ζήσει με τον παππού της σε μια απομονωμένη επαρχία. Εκεί θα περάσει το υπόλοιπο της παιδικής της ηλικίας και μέχρι να πάρει απόφαση να πάει στο πανεπιστήμιο να σπουδάσει υποκριτική, θα έχει ήδη δύο αποτυχημένους γάμους στο ενεργητικό της, παρά το νεαρότατο της ηλικίας της. Στη μεγάλη πόλη της Σαγκάης θα έρθει σε επαφή στις αρχές δεκαετίας του 1930 με την κομμουνιστική ιδεολογία που δονούσε τις τάξεις των καλλιτεχνών και θα ερωτευτεί σφόδρα τον ηγέτη μιας «κόκκινης» πολιτιστικής κολεκτίβας. Την ώρα που βρίσκει τη θέση της στη θεατρική σκηνή της Κίνας, γίνεται μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας το 1933 και τον Σεπτέμβριο του 1934 θα φυλακιστεί για λίγο για τη συμμετοχή της στο παράνομο «κόκκινο» δίκτυο. Επιστρέφοντας στη Σαγκάη μετά την αποφυλάκιση, θα παίξει μερικά ρολάκια σε μια αριστερής ιδεολογίας εταιρία παραγωγής, από την οποία θα ξεπηδήσει τελικά αστέρας του σινεμά! Η Τσινγκ θα παίξει σε αμέτρητες πραγματικά ταινίες κάτω από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Λαν Πινγκ («Μπλε Μήλο») στα επόμενα τρία χρόνια, αν και το 1937 θα παρατήσει την πολλά υποσχόμενη καριέρα της για να διδαχθεί τη μαρξιστική ιδεολογία και να υπηρετήσει το επαναστατικό θέατρο. Εκεί, στο ορεινό κομμουνιστικό στρατηγείο, θα γνωρίσει τον επαναστάτη Μάο Τσετούνγκ, όταν ο τελευταίος κατέφτασε στην «κόκκινη» δραματική σχολή που δίδασκε η Τσινγκ για να δώσει μια διάλεξη. Ο Μάο χώρισε αμέσως τη δεύτερη σύζυγό του, μια από τις ελάχιστες μάλιστα γυναίκες που κατάφεραν να επιβιώσουν από τη Μεγάλη Πορεία του 1934-1935 (και διακομίστηκε μετά σε νοσοκομείο της Μόσχας), για να παντρευτεί τη νεαρή κομμουνίστρια καλλονή. Εκείνος ήταν 45άρης κι εκείνη δεν είχε κλείσει καν τα 24. Οι σύντροφοι του Μάο ήταν μάλιστα κάθετα αντίθετοι στη γαμήλια ένωση και συμφώνησαν τελικά μόνο υπό τον όρο ότι η Τσινγκ δεν θα έπαιρνε μέρος στην πολιτική ζωή του τόπου για τα επόμενα τριάντα χρόνια, αν πήγαιναν βέβαια όλα κατ’ ευχήν για την επανάσταση…
Η Πολιτιστική Επανάσταση
Όταν πέτυχε το «κόκκινο κίνημα» το 1949 και ο Μάο ίδρυσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η Κυρία Μάο έμεινε πράγματι εκτός πολιτικής ζωής. Ο ρόλος της ήταν συμβολικός, ως σύζυγος του ηγέτη που υποδεχόταν απλώς τους επίσημους προσκεκλημένους του και τον συνόδευε σε πολιτιστικές και κομματικές εκδηλώσεις. Από τη δεκαετία του 1950 ωστόσο θέλησε να αναμειχθεί πιο ενεργά με την πολιτική ζωή και, όντας ηθοποιός, έπεισε τον «Τιμονιέρη» να την τοποθετήσει στην Πολιτιστική Επιτροπή του Κόμματος. Ένα από τα πρώτα της έργα ήταν να «καθαρίσει» την κινεζική όπερα και το μπαλέτο από τα αντικαθεστωτικά έργα, δίνοντας στους καλλιτέχνες μια λίστα με εγκεκριμένες προλεταριακές δουλειές που θα μπορούσαν πια να ανεβάζουν. Κάτω από τις μεθοδεύσεις της, πολλές παραδοσιακές μορφές κινεζικής τέχνης άρχισαν να εξαφανίζονται, μιας και δεν ταίριαζαν στον επαναστατικό μαοϊκό χαρακτήρα του κράτους. Από το 1958 και το «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός», ο Μάο δεχόταν σφοδρές κριτικές από πολλούς και κατέφυγε έτσι στη σύζυγό του για παρηγοριά και βοήθεια. Εκείνη εκμεταλλευόταν ολοένα και πιο πολύ τις αυξημένες αρμοδιότητες που της εκχωρούσε ο «Τιμονιέρης» εγκαθιδρύοντας τις πρώτες πράξεις της Πολιτιστικής Επανάστασης πολύ πριν της ώρας της. Η στιγμή που περίμενε ήρθε το 1966, όταν η Τσινγκ ξεπηδά μαγικά ως το Νο 2 της Πολιτιστικής Επανάστασης, στην ουσία όμως ήταν ο κύριος μοχλός της ιδεολογικής κάθαρσης. Ο Μάο είχε βρεθεί εξάλλου σε δυσχερή θέση στον κομματικό μηχανισμό με τους ρεβιζιονιστές να υπονομεύουν ανοιχτά τις μεταρρυθμίσεις του. Ήθελε λοιπόν μια επαναβεβαίωση της «επανάστασης του προλεταριάτου» και η Κυρία Μάο, όντας καλλιτέχνιδα, επιστρατεύτηκε για να πείσει τις μάζες να πάρουν την επανάσταση στα χέρια τους. Οι φοιτητές που απάρτιζαν τους Κόκκινους Φρουρούς κρεμόντουσαν πια από τα χείλη της και όλες οι πράξεις βίας και καταστροφής των πολιτιστικών μνημείων της Κίνας που έγιναν κάτω από τον μανδύα της Πολιτιστικής Επανάστασης έφεραν το στίγμα της. Δική της ιδέα ήταν εξάλλου η απομάκρυνση των «εκπροσώπων της μπουρζουαζίας» από όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Στις 18 Αυγούστου 1966, η Κυρία Μάο κατεβάζει ένα εκατομμύριο Κόκκινους Φρουρούς στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου και καλεί τον σύζυγό της να περάσει έξι ώρες μαζί τους φορώντας στο μπράτσο του το περιβραχιόνιο του φοιτητικού κινήματος. Ο Μάο είπε στους νεαρούς ότι η επανάσταση κινδύνευε από «τα πάνω» και τους κάλεσε να ανατρέψουν τις μεθοδεύσεις της μπουρζουαζίας για αλλαγή του πολιτικού κλίματος, όπως γινόταν εξάλλου στη Σοβιετική Ένωση με την αποσταλινοποίηση του Χρουστσόφ. Η Τσινγκ κάλεσε ανοιχτά την κομμουνιστική νεολαία να καταστρέψει τους παλιούς ναούς και τα πολιτιστικά μνημεία του παρελθόντος και να μπει στα σπίτια των αστών για να κάψει τα δυτικόφερτα βιβλία αλλά και τα ρούχα που φορούσε ο καπιταλιστής εχθρός. Χιλιάδες διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου ή βασανίστηκαν δημοσίως και όσοι επιβίωσαν στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Στα δέκα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης (και ειδικά την τριετία 1966-1969), η Κίνα άλλαξε εντελώς πρόσωπο. Η Τσινγκ είχε ξεπηδήσει ηγέτιδα της ιδεολογικής αυτής στροφής στις 22 Νοεμβρίου 1966, όταν εκλέχτηκε αντιπρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής που έτρεξε την Πολιτιστική Επανάσταση. Αυτό που δεν ήξερε ο Μάο ήταν πως αυτή η Επιτροπή, από κοινού με τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό του Λιν Μπιάο και την Κρατική Επιτροπή του Τσου Ενλάι, θα είχε τώρα τα ηνία της Κίνας στα χέρια της. Η Τσινγκ φανάτιζε τους Κόκκινους Φρουρούς της με πύρινους λόγους κατά των πολιτικών της αντιπάλων (και φαινομενικά αντιπάλων του συζύγου της) και πολλοί προβεβλημένοι πολιτικοί, όπως ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ, πλήρωσαν ακριβά τις μοχλεύσεις της.
Τώρα ήταν η ισχυρά κυρία της Κίνας και όσο η υγεία του «Τιμονιέρη» έφθινε, τόσο πιο δυνατή γινόταν. Ως αφεντικό της πολιτιστικής ζωής της Κίνας, επέβλεψε προσωπικά την οριστική εξαφάνιση της πλούσιας λαϊκής κληρονομιάς της χώρας, αντικαθιστώντας τις κινεζικές παραδόσεις με επαναστατικά μαοϊκά έργα. Πάμπολλα είδη λαϊκής τέχνης και εξίσου αναρίθμητες παραδόσεις χάθηκαν από προσώπου γης με τη σφραγίδα της σιδηράς κυρίας της Κίνας. Οι φανατισμένοι χειρισμοί της θα είχαν βέβαια συνέπειες ακόμα και στο εσωτερικό του Κόμματος. Το καλοκαίρι του 1968, βλέποντας τη διολίσθηση της εσωτερικής κατάστασης, ο Τσου Ενλάι διέταξε τον στρατό του να επαναφέρει την τάξη και να βάλει τους Κόκκινους Φρουρούς στη θέση τους, ιδρύοντα Επαναστατικές Επιτροπές στην κινεζική ύπαιθρο. Το κλίμα είναι τεταμένο και πολωμένο και κάπου 7 εκατομμύρια σπουδαστές θα σταλούν μέχρι το 1972 να δουλέψουν στους απομονωμένους «αγροτικούς παραδείσους» του καθεστώτος, την ώρα που η ηγεσία ερίζει για τη διάδοχη κατάσταση του ταλαιπωρημένου Μάο…
Η «Κλίκα των Τεσσάρων»
Η Πολιτιστική Επανάσταση έληξε ουσιαστικά με τη σύλληψη και τη φυλάκιση πολλών προβεβλημένων ηγετών στις νέες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Μάο. Όταν συγκλήθηκε χαρακτηριστικά το 9ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Απρίλιο του 1969, τα 2/3 της 90μελούς Κεντρικής Επιτροπής είχαν εξαφανιστεί από τη δημόσια ζωή. Η Επιτροπή επεκτάθηκε και πλέον περιλάμβανε 170 μέλη (με τα μισά να είναι τώρα αξιωματικοί του στρατού), έχοντας πια στις τάξεις της και την Τσινγκ. Η οποία συνασπίστηκε παρασκηνιακά με τους ισχυρούς πολιτικά Τσανγκ Τσουνκιάο, Γιάο Γουενγιουάν και Γουάνγκ Χονγκγουέν δημιουργώντας μια σκιώδη τετραμελή ομάδα επιρροής. Η οποία εκμεταλλεύτηκε την εύθραυστη υγεία του Μάο και κυβέρνησε τελικά τη χώρα στα τελευταία αυτά χρόνια του «Τιμονιέρη», αρχής γενομένης από το 1971. Στο 10ο Συνέδριο μάλιστα του Κόμματος το 1973, η «Κλίκα των Τεσσάρων» έλεγχε πια όλο το Πολίτμπιρο. Όσο ο Μάο παρέμενε μάλιστα εκτός κοινής θέας, η σύζυγος μιλούσε τώρα εξ ονόματός του και πυροδότησε νέες μηχανορραφίες που οι ιστορικοί υποστηρίζουν πια πως ήταν εν αγνοία του «Μεγάλου Τιμονιέρη». Νέες διώξεις πολιτικών αντιπάλων δηλαδή και ακόμα αντιδραστικότερη πολιτιστική πολιτική…
Η πτώση και το τέλος
Ο θάνατος του Μάο Τσετούνγκ στις 9 Σεπτεμβρίου 1976 θα ήταν για τη σύζυγό του το αρχιμήδειο σημείο της δικής της εξουσίας, ή έτσι νόμισε τουλάχιστον, μιας και όπως αποδείχτηκε δεν θα ήταν παρά το σημείο καμπής που θα προσυπέγραφε την ηχηρή της πτώση. Γιατί την ώρα που η ισχυρή ομάδα των τεσσάρων μεθόδευε την άνοδό της στην εξουσία, το ίδιο έκαναν ταυτοχρόνως κι άλλοι. Κι έτσι στις 6 Οκτωβρίου οι Τσιανγκ Τσινγκ, Τσανγκ Τσουνκιάο, Γιάο Γουενγιουάν και Γουάνγκ Χονγκγουέν συλλαμβάνονται αιφνιδιαστικά με κατηγορίες που τους θέλουν να οργανώνουν πραξικόπημα σε Πεκίνο και Σαγκάη. Μετά τη σύλληψή της, οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου και πέρασε τα επόμενα πέντε χρόνια. Η «Κλίκα των Τεσσάρων» δεν θα περνούσε επισήμως από δίκη παρά τον Νοέμβριο του 1980 και το μακρύ κατηγορητήριο έκανε λόγο ακόμα και για δολοφονία 34.380 ανθρώπων κατά τα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Οι αντισυνωμότες δεν δίστασαν να την κατηγορήσουν ακόμα και για δολοφονικές τάσεις κατά του συζύγου της!
Στη «Δίκη των Τεσσάρων», η Τσιανγκ ήταν η μόνη που δεν θέλησε δικηγόρο και υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τον εαυτό της. Έριξε, όπως ήταν επόμενο, όλο το φταίξιμο στον Μάο: «Ήμουν το σκυλί του Μάο», είπε χαρακτηριστικά, «όποιον μου έλεγε να δαγκώσω, τον δάγκωνα». Στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, έσπευσε να σημειώσει: «Είναι πιο ένδοξο να μου κόψετε το κεφάλι παρά να προσκυνήσω τους κατήγορους. Σας προκαλώ να με καταδικάσετε σε θάνατο μπροστά σε ένα εκατομμύριο ανθρώπους στην πλατεία Τιενανμέν!». Όταν την καταδίκασαν τελικά σε θάνατο, την ώρα που την απομάκρυναν από την αίθουσα εκείνη ούρλιαζε: «Είμαι έτοιμη να πεθάνω!».
Η ποινή της ήταν μάλιστα μετατρέψιμη σε ισόβια δεσμά αν παραδεχόταν το φταίξιμό της. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ, αν και η νέα διάδοχη κατάσταση δεν ήθελε να την κάνει μάρτυρα, γι’ αυτό και άλλαξε τελικά το καθεστώς της θανατικής ποινής σε ισόβια κάθειρξη, με την υποσημείωση πως «της δίνουμε χρόνο να μετανοήσει». Όντας στο κελί, διαγνώστηκε κάποια στιγμή με καρκίνο του φάρυγγα, αν και αρνήθηκε να υποβληθεί σε θεραπεία. Στις αρχές του 1991 τη μετέφεραν με ψευδώνυμο σε νοσοκομειακή πτέρυγα. Ήταν πια 77 ετών και δεν θύμιζε σε τίποτα την παλιά σιδηρά κυρία της Κίνας. Εκεί θα δώσει τέλος στη ζωή της στις 14 Μαΐου 1991 απαγχονιζόμενη στο λουτρό του νοσοκομείου. Λέγεται πως πριν φύγει από τον κόσμο απόλαυσε στα κρυφά ένα τελευταίο επεισόδιο της αγαπημένης της σειράς «Όσα παίρνει ο άνεμος»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr