Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 9ης Σεπτεμβρίου 1976, ο «Μεγάλος Τιμονιέρης» της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας φεύγει από τη ζωή προδομένος απ’ όλους. Ο στενότερος συνεργάτης του, Λιν Μπιάο, τον είχε προδώσει ήδη από το 1971 και η υγεία του «κόκκινου» ηγέτη κλονίστηκε σε τέτοιον βαθμό που δεν επανήλθε ποτέ. Ο λαός τον έβλεπε σπανίως πια και μόνο σε επίσημες εκδηλώσεις, όντας φανερά αποδυναμωμένος. Σκιά του εαυτού του ήταν και τον Φεβρουάριο του 1972, στην ιστορική του συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, όπου δυσκολευόταν ακόμα και να μιλήσει. Την ώρα που ο κόσμος συγκεντρωνόταν λοιπόν με τα μαύρα του περιβραχιόνια στην είσοδο του Μεγάρου του Λαού στο Πεκίνο για το ύστατο χαίρε στον Μάο, μια νέα μάχη εξουσίας θα ξεκινούσε στο περιθώριο του εθνικού πένθους. Τώρα ήταν η σειρά της αδίστακτης χήρας του, Τσιανγκ Τσινγκ, να κυβερνήσει την αχανή χώρα, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν αγαπητή σε κανέναν, ούτε στους συμβούλους του Μάο ούτε φυσικά στον λαό. Ο προσωπικός γιατρός του «Τιμονιέρη» την περιέγραφε στο βιβλίο του ως μια ακραία φιλόδοξη γυναίκα που περίμενε τον θάνατο του συζύγου της για να πάρει την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στα χέρια της. Ως τότε ήταν εξάλλου ήδη διαβόητη, μιας και ήταν ο κύριος μοχλός της τρομακτικής Πολιτιστικής Επανάστασης που εξαφάνισε από την Κίνα οποιαδήποτε πολιτισμική επιρροή αντιστρατευόταν τον κομμουνισμό και οδήγησε στη φυλακή, τις εξορίες, τα βασανιστήρια και τον θάνατο εκατομμύρια πολίτες. Αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της, η Τσινγκ ανέλαβε δράση, μιας και στον δρόμο της είχε ήδη σταθεί εμπόδιο ο έμπιστος σύμβουλος του Μάο, Χούα Γκουοφένγκ, τον οποίο είχε προλάβει εξάλλου να χρίσει επίσημο διάδοχό του: «Με εσένα επικεφαλής, το μυαλό μου ησυχάζει», του είχε εξομολογηθεί ο «κόκκινος» ηγέτης σε επιστολή του. Η Τσινγκ κινήθηκε όμως αστραπιαία και μέσω των διασυνδέσεών της τόσο στο Κόμμα και τον κρατικό μηχανισμό όσο και τα ελεγχόμενα Μέσα φαινόταν πως θα καταφέρει να στεφθεί ηγέτιδα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Παρά την αποφασιστικότητά της όμως, ήταν τόσο δολοπλόκα και αυταρχική που σύντομα θα ενοχλούσε τους υπόλοιπους συμβούλους του Μάο, οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με την ακραία πολιτική της. Η ίδια πίστεψε πως ήταν στο απυρόβλητο των συνωμοσιών, μιας και η διαβόητη «Κλίκα των Τεσσάρων» που είχε φτιάξει έμοιαζε παντοδύναμη. Δεν ήταν όμως. Την ανέτρεψαν το πρωινό της 6ης Οκτωβρίου 1976, όταν οι τέσσερις συνεργάτες συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν ότι ετοίμαζαν πραξικόπημα. Με τη σύλληψη της Τσινγκ, ο Γκουοφένγκ ανέλαβε ανενόχλητος την προεδρία συνεχίζοντας το έργο του «Τιμονιέρη», μιας και ήταν πιστός μαοϊκός. Οι άδοξοι τίτλοι τέλους της Κυρίας Μάο, όπως την έλεγε ο λαός, δεν αποκαλύπτουν βέβαια το πλήρες μέγεθος της δράσης και της προσωπικότητάς της. Δημοφιλέστατη ηθοποιός της Κίνας, ήταν να μείνει στην Ιστορία απλώς ως τρίτη σύζυγος του ηγέτη, μια θέση πολύ φτωχή προφανώς για την ίδια. Κι έτσι ανέλαβε τον ρόλο που της επεφύλαξαν οι καιροί ως πρωτεργάτρια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Δραστήρια κομμουνίστρια πολύ πριν από τη μαοϊκή επανάσταση, αναμείχθηκε ενεργά με την πολιτική και είδε τον ρόλο της να γίνεται ολοένα και πιο σημαντικός. Το 1960 έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου και στη συνέχεια το Νο 2 της Πολιτιστικής Επανάστασης. Και πάλι όμως οι φιλοδοξίες της δεν καλύφθηκαν, κι έτσι ίδρυσε παρασκηνιακά την «Κλίκα των Τεσσάρων» (με τους Τσανγκ Τσουνκιάο, Γιάο Γουενγιουάν και Γουάνγκ Χονγκγουέν) για να καλύψουν το κενό εξουσίας που θα άφηνε πίσω του ο χαμός του ηγέτη. Μέχρι τότε είχε στο ενεργητικό της την πλήρη ευθύνη της Πολιτιστικής Επανάστασης και τη ζοφερή δράση της την είχαν ζήσει στο πετσί τους εκατομμύρια αντιφρονούντες και απλοί πολίτες. Όταν συνελήφθη έναν μήνα μετά τον θάνατο του Μάο και κατηγορήθηκε ως αντεπαναστάτρια, δεν ήταν και πολλοί αυτοί που τη λυπήθηκαν. Καταδικάστηκε τελικά σε θάνατο, είδε την ποινή της να μετατρέπεται σε ισόβια κάθειρξη και αυτοκτόνησε το 1991 μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου που είχε εισαχθεί για τον καρκίνο που την κατέτρωγε. Ο «Κόκκινος Δράκος» μάτωσε από τη δεκαετή δράση της Πολιτιστικής Επανάστασης (1966-1976) και της ίδιας της Κυρίας Μάο, η προσπάθεια της οποίας να εκκαθαρίσει ιδεολογικά την Κίνα θα την άφηνε τελικά αγνώριστη. Όσο μάλιστα η υγεία του Μάο γινόταν ολοένα και πιο εύθραυστη, τόσο αυξανόταν η επιρροή της συζύγου, που πλέον εμφανιζόταν ως μεγάλη προσωπικότητα της δημόσιας ζωής της Λαϊκής Δημοκρατίας. Οι περισσότεροι σύμβουλοι του Μάο δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι την άνοδό της στις 22 Νοεμβρίου 1966 στη θέση του αντιπροέδρου της 17μελους Κεντρικής Επιτροπής της Πολιτιστικής Επανάστασης, η οποία της έδωσε απαράμιλλη δύναμη στις εσωτερικές ζυμώσεις του κρατικού μηχανισμού. Μέχρι το 1969, θα είναι μια από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της Κίνας. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η Κίνα έχει μόλις αρχίσει να ανακάμπτει από τα βαριά τραύματα που άφησε στη χώρα ο εκκεντρικός μαοϊσμός της Κυρίας Μάο, που έβαλε σκοπό να εξαφανίσει όλα τα υπολείμματα της μπουρζουαζίας στη χώρα, αν και το μόνο που εξαφάνισε τελικά ήταν η πλούσια πολιτιστική παράδοση και οι λαϊκές τέχνες της Κίνας…
Πρώτα χρόνια
Η Πολιτιστική Επανάσταση
Τώρα ήταν η ισχυρά κυρία της Κίνας και όσο η υγεία του «Τιμονιέρη» έφθινε, τόσο πιο δυνατή γινόταν. Ως αφεντικό της πολιτιστικής ζωής της Κίνας, επέβλεψε προσωπικά την οριστική εξαφάνιση της πλούσιας λαϊκής κληρονομιάς της χώρας, αντικαθιστώντας τις κινεζικές παραδόσεις με επαναστατικά μαοϊκά έργα. Πάμπολλα είδη λαϊκής τέχνης και εξίσου αναρίθμητες παραδόσεις χάθηκαν από προσώπου γης με τη σφραγίδα της σιδηράς κυρίας της Κίνας. Οι φανατισμένοι χειρισμοί της θα είχαν βέβαια συνέπειες ακόμα και στο εσωτερικό του Κόμματος. Το καλοκαίρι του 1968, βλέποντας τη διολίσθηση της εσωτερικής κατάστασης, ο Τσου Ενλάι διέταξε τον στρατό του να επαναφέρει την τάξη και να βάλει τους Κόκκινους Φρουρούς στη θέση τους, ιδρύοντα Επαναστατικές Επιτροπές στην κινεζική ύπαιθρο. Το κλίμα είναι τεταμένο και πολωμένο και κάπου 7 εκατομμύρια σπουδαστές θα σταλούν μέχρι το 1972 να δουλέψουν στους απομονωμένους «αγροτικούς παραδείσους» του καθεστώτος, την ώρα που η ηγεσία ερίζει για τη διάδοχη κατάσταση του ταλαιπωρημένου Μάο…
Η «Κλίκα των Τεσσάρων»
Η πτώση και το τέλος
Στη «Δίκη των Τεσσάρων», η Τσιανγκ ήταν η μόνη που δεν θέλησε δικηγόρο και υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τον εαυτό της. Έριξε, όπως ήταν επόμενο, όλο το φταίξιμο στον Μάο: «Ήμουν το σκυλί του Μάο», είπε χαρακτηριστικά, «όποιον μου έλεγε να δαγκώσω, τον δάγκωνα».
Η ποινή της ήταν μάλιστα μετατρέψιμη σε ισόβια δεσμά αν παραδεχόταν το φταίξιμό της. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ, αν και η νέα διάδοχη κατάσταση δεν ήθελε να την κάνει μάρτυρα, γι’ αυτό και άλλαξε τελικά το καθεστώς της θανατικής ποινής σε ισόβια κάθειρξη, με την υποσημείωση πως «της δίνουμε χρόνο να μετανοήσει».