Ο μετρ της ανατριχίλας Στίβεν Κινγκ είχε γράψει παλιότερα (με το ψευδώνυμο Μπάκμαν) την «Οργή», ένα μυθιστόρημα για ένα οργισμένο γυμνασιόπαιδο που θέλοντας να εκδικηθεί την πειθαρχική αποβολή του πυροβολεί τον καθηγητή των μαθηματικών και κρατά ομήρους τους συμμαθητές του σε ένα σχολείο του Μέιν. Όταν άρχισαν να γενικεύονται τα σχολικά μακελειά στις ΗΠΑ εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο ίδιος ο Κινγκ το απέσυρε εντελώς από την αγορά καθώς δεν ήθελε να τον συνδέουν με το φαινόμενο που πλήγωνε ανεπανόρθωτα την Αμερική. Ήταν όμως και το άλλο, ότι ένας από τους πρώτους έφηβους μακελάρηδες βρήκε την έμπνευσή του μέσα από τις σελίδες της «Οργής». Δεν ήταν μόνο το αντίτυπο που βρέθηκε στο σχολικό ντουλάπι του ούτε η εξομολόγηση του ίδιου του Λουκαΐτις, ήταν κυρίως ότι κατά τη διάρκεια της ομηρίας φώναξε χαιρέκακα στους συμμαθητές του μια φράση που αποδίδεται -λανθασμένα!- στο βιβλίο του Κινγκ: «Αυτό σίγουρα κερδίζει την άλγεβρα, έτσι δεν είναι;». Αφού είδε και ξαναείδε και τους «Γεννημένους Δολοφόνους» («Natural Born Killers» – 1994), δύο χρόνια αργότερα ήταν έτοιμος για τη μαύρη κίνηση που θα εγκαθίδρυε τα σχολικά μακελειά ως εφηβική μόδα στις ΗΠΑ. Δύο μαθητές και μια καθηγήτρια μαθηματικών έπεσαν νεκροί το 1996 από το χέρι του 15χρονου μανιακού «μεσσία» Μπάρι Ντέιλ Λουκαΐτις. Ντυμένος σαν πιστολέρο της Άγριας Δύσης, τα εξάσφαιρά του ξέρασαν αίμα και θάνατο και τώρα η αμερικανική κοινωνία έψαχνε να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Το ημερολόγιο έγραφε 2 Φεβρουαρίου 1996 όταν ο Λουκαΐτις αιματοκύλησε το Frontier Junior High του Moses Lake της Ουάσιγκτον, σκοτώνοντας τρεις ανθρώπους και κρατώντας τους συμμαθητές του ομήρους για 10 λεπτά, πριν αφοπλιστεί από τον καθηγητή της γυμναστικής. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν το χειρότερο σχολικό μακελειό που θα γνώριζε δυστυχώς η Αμερική, η περίπτωσή του ήταν αναμφίβολα μια από τις πρώτες εκδηλώσεις της εφηβικής μανίας κατά του σχολικού περιβάλλοντος και μελετήθηκε εκτεταμένα στην προσπάθεια μιας κοινωνίας να μην ξαναζήσει τα ίδια. Εφοδιασμένος με τα δύο περίστροφα και το τουφέκι του πατέρα του, αλλά και 78 σφαίρες στις τσέπες του, κατέφτασε στο σχολικό συγκρότημα έτοιμος για όλα. Τα θύματά του ήταν δυο αγόρια συμμαθητές του, αλλά και η καθηγήτρια των μαθηματικών που έλυνε εκείνη την ώρα ένα πρόβλημα στον πίνακα. Ένα ακόμα κορίτσι τραυματίστηκε από τους πυροβολισμούς, αλλά γλίτωσε τη ζωή της. Ο Λουκαΐτις κράτησε κατόπιν ομήρους όλη την τάξη, μέχρι να επέμβει τουλάχιστον ο γυμναστής και να λήξει το παράλογο αυτό περιστατικό που τόσο συγκλόνισε το παγκόσμιο κοινό. Ο νεαρός μακελάρης απέδιδε ατάραχος το τριπλό φονικό στις αλλαγές των διαθέσεών του, λέγοντας κατόπιν πως του φαινόταν αστείο να πιάσει τα όπλα και να αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές. Όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους με την καταδίκη του σε δις ισόβια και άλλα 205 χρόνια χωρίς δυνατότητα αναστολής, ήταν αυτό το τραγούδι που σιγομουρμούριζε συνεχώς που μπήκε στο στόχαστρο μιας κοινωνίας που έχοντας ανοιχτές τις πληγές προσπαθούσε να καταλάβει πώς δεν θα τις ξαναζούσε. Ο Μπάρι τραγουδούσε το «Jeremy» των Pearl Jam, απολαμβάνοντας να διηγείται μουσικά την ιστορία του νεαρού που αφαιρεί τη ζωή του μπροστά στους συμμαθητές και τους δασκάλους του…
Πρώτα χρόνια
Το μακελειό
Η δίκη