Ένα αγόρι γεννιέται το 1965 και ερωτεύεται το ποδόσφαιρο στις αλάνες της Λάρισας. Τον έρωτα βέβαια με την μπάλα ο πιτσιρικάς τον συνοδεύει με ένα σπάνιο ταλέντο, το οποίο δεν θα πάρει πολύ να τον φέρει στις τάξεις του Τοξότη Λάρισας. Έτσι απλά, αλλά συνάμα μαγικά, ο Βασίλης Καραπιάλης θα βρεθεί στα 14 του με το δελτίο του παίκτη του Τοξότη, επιδεικνύοντας από την αρχή μια ασυνήθιστα προχωρημένη για την ηλικία του τεχνική κατάρτιση (ήταν ακόμα στα τμήματα υποδομής). Το 1985, στα 20 του, θα πάρει μεταγραφή για τη μεγάλη ομάδα της Λάρισας, την ΑΕΛ, και θα γίνει επαγγελματίας. Αφού κατακτήσει το αναπάντεχο πρωτάθλημα Ελλάδας με τη «βυσσινί θύελλα» και δει τη φήμη του να αγγίζει κολοφώνα στα πέντε αυτά χρόνια που ήταν παίκτης της ΑΕΛ, καταφτάνει η πρόταση που θα του άλλαζε τη ζωή. Αλλά και το ελληνικό ποδόσφαιρο λίγο-πολύ! Από τον Κάμπο μετακομίζει λοιπόν στο Λιμάνι το 1991 και ένα από τα καλύτερα δεκάρια που πάτησαν ποτέ ελληνικό χορτάρι είχε γεννηθεί: 30 γκολ με τη Λάρισα (σε 148 εμφανίσεις) και άλλα 64 με τον Ολυμπιακό (σε 286 ματς) δεν τα λες ακριβώς και λίγα. Δεν ήταν μόνο η έφεσή του μπροστά στο τέρμα. Ήταν οι σακούλες που μοίραζε στους αμυντικούς, ήταν οι ζωγραφιές του πάνω στο χόρτο, ήταν τέλος ότι στα πόδια του η μπάλα έμοιαζε να είναι πιο μεγάλη. Όταν κρέμασε τα παπούτσια του το 2000, ήταν πια ένας μύθος της μπάλας, ένας σωστός μάγος από αυτούς που δύσκολα βλέπουμε στα γήπεδά μας. Πώς εξελίχθηκε όμως σε έναν από τους σπουδαιότερους μπαλαδόρους που ανέδειξε pot;e το ελληνικό ποδόσφαιρο; Σε έναν φοβερό μέσο που η οξυδέρκεια, η τεχνική και οι ενέργειές του στον αγωνιστικό χώρο ήταν τόσο σπάνιας ομορφιάς;
Πρώτα αγωνιστικά χρόνια
Ο Βασίλης Καραπιάλης γεννιέται στις 13 Ιουνίου 1965 σε συνοικία της Λάρισας και περνά την παιδική του ηλικία στη χωμάτινη αλάνα της γειτονιάς, ματώνοντας τα γόνατά του στα καπρίτσια της στρογγυλής θεάς. Οι ευτυχείς περιστάσεις το θέλουν ο γυμναστής του στο σχολείο να είναι ο προπονητής των μικρών του Τοξότη, κι έτσι τον παροτρύνει να γραφτεί στις ακαδημίες της ομάδας. Τι τον παροτρύνει δηλαδή, τον κλέβει ουσιαστικά από την ομάδα της συνοικίας του, τους Αμπελόκηπους! Είμαστε στα 1979, όταν ο 13χρονος Καραπιάλης βάζει την πρώτη του υπογραφή και αρχίζει να παίζει για τους μικρούς του Τοξότη. Το ταλέντο του περίσσευε βεβαίως από τις γραμμές του αγωνιστικού χώρου, κι έτσι την επόμενη χρονιά θα πάρει προαγωγή για την πρώτη ομάδα του Τοξότη. Όσο για τα σχολικά μαθήματα, τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο. Στα «ψιλά» της ιστορίας μας, μαζί του στον Τοξότη θα ξεκινήσει και ο κατοπινός του συμπαίκτης στην ΑΕΛ και μέλος του «βυσσινί θαύματος» του 1987-1988, Γιώργος Αγορογιάννης. Όπως μονολογούσαν μάλιστα οι σκάουτερ, ο μικρός Βασίλης έκανε «παπάδες» στο χορτάρι του κάμπου, μπαίνοντας σιγά-σιγά στο στόχαστρο συλλόγων της Α’ Εθνικής. Χαρακτηριστικά εδώ είναι τα 2,1 εκατ. δραχμές που έδινε ο ΟΦΗ στον ερασιτέχνη Καραπιάλη για να τον αποκτήσει το 1984! Το ενδιαφέρον πολλών ακόμα ομάδων εκδηλώνεται αυτή την εποχή, αν και ο ίδιος δεν ακούει τίποτα: ή ΑΕΛ ή χάος! Κι έτσι όχι μόνο δεν εμφανίζεται ποτέ στο ραντεβού με τον ΟΦΗ στην Αθήνα, αλλά φροντίζει να ξεκαθαρίσει ότι τη Λάρισα δεν την εγκαταλείπει. Εκείνη τη μοιραία σεζόν (1984-1985) πετυχαίνει ως χαφ 30 γκολ(!) και η ΑΕΛ δεν μπορεί πια να τον αγνοεί. Το όνειρό του να φορέσει τη φανέλα της θεσσαλικής ομάδας δεν θα πραγματοποιηθεί όμως χωρίς απρόοπτα. Η διοίκηση της ΑΕΛ δεν ήθελε να ξοδέψει πολλά σε μια ενδεχόμενη μεταγραφή του Καραπιάλη και οι οπαδοί πιέζουν όμως μπορούν (και μπορούν με πολλούς τρόπους, είναι η αλήθεια) για να αυξήσει την προσφορά της. Όταν η ΑΕΛ φτάσει να του προσφέρει 1 εκατ. δραχμές, ποσό μάλιστα από το οποίο δεν έμειναν παρά ψίχουλα για τον Βασίλη, εκείνος λέει το μεγάλο «ναι» και το σίριαλ παίρνει αίσιο τέλος. Πανευτυχής που θα φορέσει τη βυσσινί φανέλα το 1985, ο 20χρονος Καραπιάλης καταφτάνει στο «Αλκαζάρ» ήδη ως φιντάνι του τοπικού ποδοσφαίρου αλλά και αγαπημένο παιδί των φίλων της θεσσαλικής ομάδας…
Ο θρύλος γεννιέται
Με την ΑΕΛ στα πάνω της, έχοντας προσφάτως κατακτήσει το Κύπελλο Ελλάδας, ο Καραπιάλης βρίσκει αμέσως τη θέση του στην εντεκάδα και στις δύο πρώτες χρονιές θα παίξει στα μισά περίπου παιχνίδια της σεζόν. Η εξέδρα τον λάτρευε και μέχρι και προσωπικός σύνδεσμος οπαδών στήθηκε προς τιμήν του, που τον χάζευαν να κάνει τα μαγικά του στο «Αλκαζάρ» με υψωμένο πάντοτε το θρυλικό σήμερα πανό «Καραπιάλη you are magic»! Ποιος να ξεχάσει το γκολ στον Πανσερραϊκό, ένα από τα απολύτως καλύτερα που έχουν επιτευχθεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο, που μοιάζει να έχει προέλθει από βραζιλιάνο άσο;
Τη θρυλική για την ΑΕΛ σεζόν 1987-1988 αγωνίστηκε σε όλα τα παιχνίδια της ομάδας, όταν απελευθερώθηκε μια θέση στο κέντρο, στον δρόμο ακριβώς για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, ως η πρώτη και η μόνη επαρχιακή ομάδα (πλην Θεσσαλονίκης φυσικά) που ανέβαινε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου.
Ο Καραπιάλης ξεχώρισε από τη μνημειώδη εντεκάδα και ψηφίστηκε μάλιστα ως ο καλύτερος παίκτης της αγωνιστικής χρονιάς!
«Ήταν μια ονειρεμένη χρονιά για τη Λάρισα. Είχαμε ξεκινήσει εντυπωσιακά και η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Κάναμε μόνο νίκες στην αρχή, εντός και εκτός έδρας και υπήρχε ενθουσιασμός απ’ όλους. Όλοι ήταν ΑΕΛ στην πόλη και το γήπεδο ήταν συνεχώς γεμάτο. Πάντα οι στόχοι σε μια καλή επαρχιακή ομάδα είναι να βγει στην Ευρώπη. Στόχος ήταν το UEFA ή να διεκδικήσουμε το Κύπελλο που ήταν πιο εφικτό. Με την πάροδο του χρόνου όμως, άρχισε να βγαίνει κάτι παραπάνω. Όλοι ήμασταν δεμένοι, βρισκόμασταν συνέχεια με τις οικογένειές μας, με γυναίκες, φίλους και λοιπά. Ήμασταν και όλοι Έλληνες τότε. Όλα αυτά μαζί έφεραν και τη μεγάλη επιτυχία της Λάρισας», τα θυμάται ο ίδιος.
Θριαμβευτής και τροπαιούχος, ο Καραπιάλης ήταν τώρα η αιχμή του μεταγραφικού παζαριού της ΑΕΛ, καθώς η Βιοκαρπέτ αποχωρεί από το τιμόνι της ομάδας και οι παίκτες παίρνουν σωρηδόν μεταγραφές σε μεγάλους αθηναϊκούς και σαλονικιώτικους συλλόγους. Τον Καραπιάλη τον ήθελαν όλοι, εκείνος ωστόσο θα έκανε και πάλι το δικό του: ή Ολυμπιακός ή τίποτα, λέει τώρα, και ο κύβος ερρίφθη! Όπως είναι γνωστό, ο Καραπιάλης δεν ήθελε με τίποτα να φύγει από τη Λάρισα και ούτε λίγο ούτε πολύ εξαναγκάστηκε από τη διοίκηση να δεχτεί τη μεταγραφή, καθώς απειλήθηκε πως θα του κρεμούσαν το δελτίο! Η ΑΕΛ ξεπουλούσε το έμψυχο δυναμικό της και ο Καραπιάλης δεν θα μπορούσε να λείπει από το μεγάλο παζάρι. Τώρα έχει εξάλλου διαπιστευτήρια τον πρωταγωνιστικό του ρόλο σε μια από τις σπουδαιότερες εκπλήξεις στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, τη λαρισαϊκή υπογραφή στο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου Ελλάδας. Και τελικά το 1991 θα αφήσει πίσω την αγαπημένη ΑΕΛ και τις τόσο μεγάλες στιγμές που έζησε εκεί για να κατηφορίσει στον Πειραιά. «Ήθελα να πάω στον Ολυμπιακό. Αν μπορούσα να πάω σε μια μεγάλη ομάδα, αυτή ήταν ο Ολυμπιακός. Αν δεν μου δινόταν η δυνατότητα, δεν θα πήγαινα αλλού, θα έμενα Λάρισα. Όταν έγινε η πρόταση από τον Ολυμπιακό, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να γίνει. Όταν είσαι από επαρχία, κάνεις όνειρα να πας σε μια μεγαλύτερη ομάδα, έτσι είναι. Το να παίξω στον Ολυμπιακό, ήταν ό,τι καλύτερο για μένα», περιγράφει ο ίδιος… Το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού να τον αποκτήσει ήταν κάτι παραπάνω από ένθερμο και ο Καραπιάλης συναντήθηκε με τον Βαρδινογιάννη στην Αθήνα. Το δικό του όνειρο ήταν όμως να αγωνιστεί στον Ολυμπιακό, παρά τα διοικητικά προβλήματα που τον ταλαιπωρούσαν. Και την τελευταία ακριβώς ημέρα των καλοκαιρινών μεταγραφών του 1991, ο Μπίλαρος θα το δει να πραγματώνεται. Μια θρυλική εποχή ξεκινούσε…
Τα χρόνια του «Θρύλου»
Το καλοκαίρι του 1991 λοιπόν ο Καραπιάλης μεταγράφεται στους «ερυθρόλευκους» και οι οπαδοί τού επιφυλάσσουν εντυπωσιακότατη υποδοχή στις εγκαταστάσεις του Ρέντη: 15 Ιουλίου 1991, ημέρα Δευτέρα, ο Καραπιάλης υπογράφει στον Ολυμπιακό του Σαλιαρέλη, η ΑΕΛ βάζει στα ταμεία της 170 εκατ. δραχμές και ένας ηγέτης ερχόταν για να μείνει στην πειραιώτικη ΠΑΕ. Πέντε χιλιάδες τρελαμένοι φίλαθλοι τον υποδέχονται και ο Καραπιάλης μοιάζει να τα έχει ολότελα χαμένα! Όταν μάλιστα πήγε για την πρώτη προπόνηση με τη νέα του ομάδα, το ίδιο αδιαχώρητο συνέχισε να επικρατεί έξω από το γήπεδο και ο Μπίλαρος δεν μπορούσε να μπει καν στα αποδυτήρια. Εξοργισμένος ο Μπλαχίν με την «τρέλα» για τον Καραπιάλη, απειλούσε να ματαιώσει την προπόνηση. Ο 26χρονος Καραπιάλης ντεμπουτάρει μάλιστα στο ντέρμπι με την ΑΕΚ, την οποία νικούν οι «ερυθρόλευκοι» με 4-2 χάρη (χατ-τρικ του Προτάσοφ). Ο Καραπιάλης γίνεται από την πρώτη στιγμή ο φυσικός ηγέτης της ομάδας με όπλα την εκρηκτικότητα, τη σπιρτάδα, το χαμηλό κέντρο βάρους, την άρτια τεχνική αλλά και το ποδοσφαιρικό μυαλό του. Η εξέδρα του Ολυμπιακού βρίσκει τον νέο της αγαπημένο. Ακόμα και ο Σαραβάκος του αντίπαλου δέους εγκωμίαζε τον Καραπιάλη, την ώρα που ο πόλεμος των δύο προέδρων βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Ο Βαρδινογιάννης έλεγε ότι δεν ήθελε τον Καραπιάλη για «ηθικούς λόγους», ο παίκτης είχε ξεκαθαρίσει πάντως πως δεν θέλει να πάει στον Παναθηναϊκό. Είμαστε όμως στα λεγόμενα «πέτρινα χρόνια» του Ολυμπιακού και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Καραπιάλη, οι τίτλοι δεν έρχονται. Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι στις πέντε πρώτες σεζόν του με τα ερυθρόλευκα, ο Καραπιάλης γεύτηκε μόλις ένα Κύπελλο Ελλάδας, πριν τη θριαμβευτική καταιγίδα φυσικά των τεσσάρων πρωταθλημάτων (1996-97, 1997-98, 1998-99, 1999-00), των δύο Κυπέλλων (1992 και 1999) και του ενός Σούπερ Καπ (1992)! Όσο όμως ο τίτλος δεν ερχόταν, τόσο φούντωνε η ανυπομονησία της Βάσως. Της εκλεκτής της καρδιάς του Καραπιάλη δηλαδή που την άφηνε να ξεροσταλιάζει περιμένοντας να την παντρευτεί. Γιατί δεν την παντρευόταν; Γιατί «πρώτα θα πάρω πρωτάθλημα με τον Θρύλο και μετά θα πάμε στην εκκλησία», της έλεγε εκείνος! Όταν σήκωσε λοιπόν την κούπα τέλη άνοιξης του 1997, ήταν ώρα να ντυθεί γαμπρός. Ο γάμος γίνεται το Σάββατο, 21 Ιουνίου 1997, στη Λάρισα και η υπομονή των τόσων χρόνων της Βάσως παίρνει επιτέλους αίσιο τέλος. Ό,τι ακολούθησε στον Ολυμπιακό, ανήκει αναγκαστικά στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Καραπιάλης πρωταγωνιστεί στην αγωνιστική ανάσταση του πειραιώτικου συλλόγου και σφραγίζει τη μεγάλη ευρωπαϊκή πορεία της σεζόν 1998-1999. Όταν τον Μάιο του 2000 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, τις γκολάρες δηλαδή, είχε σημειώσει 64 τέρματα σε 276 ματς. Είχε κάνει την καριέρα που είχε ονειρευτεί εκεί ακριβώς που την ονειρεύτηκε, παίζοντας μπάλα στις δύο αγαπημένες του ομάδες και κατακτώντας τίτλους, δόξα και καθολική αναγνώριση: αναδείχτηκε σε ψηφοφορία τρίτος καλύτερος ποδοσφαιριστής του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου (από το 1979), πίσω μόνο από τον θρύλο Βασίλη Χατζηπαναγή και τον μεγάλο Δημήτρη Σαραβάκο, την ίδια ώρα που πλαισιώνει τον Γιώργο Δεληκάρη ως τα δυο κορυφαία δεκάρια και τα καλύτερα επιτελικά χαφ στην ιστορία του Ολυμπιακού. Ο «Βασιλομπίλαρος», όπως τον φώναζαν πολλοί, άργησε να πάρει κούπα στον Ολυμπιακό, τις πήρε όμως όλες και μάλιστα μαζεμένες. Μόλις ένα Κύπελλο στα πρώτα πέντε χρόνια στο Λιμάνι, αλλά κατόπιν τέσσερα πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και ένα Σούπερ Καπ στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ο Καραπιάλης, παρά τα τόσα διοικητικά και αγωνιστικά προβλήματα των «πέτρινων χρόνων» του Ολυμπιακού, άλλαξε το κλίμα και έστεψε την ΠΑΕ πρωταθλήτρια έπειτα από εννιά μακρά χρόνια. Παρά το γεγονός ότι όταν άρχισε να συλλέγει τίτλους ήταν στα 31 του, έμοιαζε το ίδιο φρέσκος με τις εποχές που οδηγούσε την ΑΕΛ στο βάθρο. Οι στιγμές που χαρίζει στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μοναδικές. Ποιος να ξεχάσει την αβίαστη φαλτσαριστή λόμπα του κατά του Παναθηναϊκού στο τέταρτο γκολ σε κείνο το 2-4 στο ΟΑΚΑ (1988-1989);
Ταυτοχρόνως, ο Καραπιάλης ήταν πάντα ο άνθρωπος της Ιστορίας, των μεγάλων αναμετρήσεων δηλαδή, και ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ κ.λπ. το ξέρουν αυτό καλά (και πικρά). Ο ίδιος σκόπευε μάλιστα να κουφάνει και όλη την Ευρώπη στην καλή ευρωπαϊκή κούρσα του Ολυμπιακού το 1988-1989, αν και όπως είπε: «το πιστεύαμε και εμείς οι ίδιοι, ήταν μια φοβερή χρονιά, αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέραμε. Στο ποδόσφαιρο θέλει και τύχη με τις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Δεν την είχαμε την τύχη, όταν δεχτήκαμε το γκολ με τη βοήθεια του αέρα και αποκλειστήκαμε. Όμως, είχαμε πίστη στους εαυτούς μας ότι μπορούσαμε να πάμε και τελικό. Είμαστε βέβαια περήφανοι για ό,τι πετύχαμε. Ζήσαμε τρομερά βράδια στο ΟΑΚΑ και δεν πρόκειται να φύγουν από το μυαλό μου. Να έχεις 80.000 στο πλάι σου, πρέπει να το ζήσεις για να το καταλάβεις, δεν περιγράφεται με λόγια». Αλτρουιστής και πάντα παίκτης για τη φανέλα, είπε χαρακτηριστικά για την έφεσή του μπροστά στο τέρμα: «Αλλά εγώ δεν ήμουν γκολτζής, κυρίως με ενδιέφερε να οργανώσω την ομάδα. Μπροστά είχαμε τεράστιους ποδοσφαιριστές. Όταν κερδίζει η ομάδα, όλα είναι και επισκιάζει τα πάντα η χαρά της νίκης». Το όνειρο του ποδοσφαίρου που το ρούφηξε ο Καραπιάλης μέχρι το μεδούλι έληξε μια μέρα του Μαΐου του 2000, όταν στα 35 του είπε πια να κρεμάσει τα βαριά παπούτσια του. Μέχρι τότε ήταν βέβαια θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου και έτσι ακριβώς έφυγε από τα γήπεδα…
Η περιπέτεια της Εθνικής
Παρά το γεγονός ότι ήταν ο Καραπιάλης, η εμπλοκή του με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα ήταν μάλλον πενιχρή: 21 συμμετοχές όλες κι όλες με 2 γκολ (με τη Μάλτα σε επίσημο παιχνίδι και την Κύπρο σε φιλικό). Το πράγμα μετατράπηκε μάλιστα σε τραγωδία για τον ίδιο όταν δεν τον κάλεσε στις τάξεις της Εθνικής ο Αλκέτας Παναγούλιας για το Μουντιάλ της Αμερικής το 1994! Το ντεμπούτο του με τη φανέλα με το εθνόσημο έγινε όταν έπαιζε ακόμα στην ΑΕΛ, το 1988, και το 1993 αποχώρησε οικειοθελώς. Η απόφαση μάλιστα του ομοσπονδιακού προπονητή Παναγούλια να τον αφήσει εκτός αποστολής Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1994 τον πίκρανε πολύ, γι’ αυτό και δεν επέστρεψε ποτέ στην Εθνική.
Τελευταία χρόνια
Η εμπλοκή του Καραπιάλη με τον αγαπημένο του πειραιώτικο σύλλογο δεν θα τέλειωνε εδώ, αφού λειτούργησε για σειρά ετών ως σκάουτερ αλλά και προπονητής της μικρής ομάδας. Σήμερα διαθέτει δικό του αθλητικό κέντρο στο Χαλάνδρι (λειτουργεί από το 2004), όντας πάντα κοντά στους νέους. Την ώρα που τους εξομολογείται τα μυστικά για να γίνουν μεγάλοι μπαλαδόροι, τους συμβουλεύει φυσικά να μην αφήνουν τα μαθήματά τους για χάρη της στρογγυλής θεάς. Κι αν ξεκλέψει λίγο χρόνο από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, συναντιέται με παλιούς συμπαίκτες του Ολυμπιακού και της ΑΕΛ, καθώς έφτιαξε σχέσεις καρδιάς απ’ όπου κι αν πέρασε. Γιατί πάνω ίσως από τεράστιος ποδοσφαιριστής, ο Βασίλης Καραπιάλης είναι ακόμα καλύτερος άνθρωπος… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr