Στα κινηματογραφικά πηγαδάκια της χώρας μας διηγούνται ακόμα τον λαϊκό θρύλο που θέλει τον θαυματοποιό του σινεμά, Φεντερίκο Φελίνι, να δείχνει πάντα στους μαθητές του τα φοβερά «Ντερβισόπαιδα» (1960), Βέγγο και Μανέλλη δηλαδή, ως αυθεντικό δείγμα λαϊκής κωμωδίας. Ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αλήθεια, μιας και η χαρακτηριστικότερη «φάτσα» του μεγάλου μας πανιού με τα χίλια κωμικά πρόσωπα και τις χίλιες γκριμάτσες μόνο συστάσεις δεν χρειαζόταν, αφού σε κάθε του εμφάνιση συνεχίζουμε ακόμα και σήμερα να σκάμε στα γέλια με τον αβίαστο τρόπο που μόνο οι μεγάλοι εξασφαλίζουν. Ο πιο αστείος εκπρόσωπος του ελληνικού βαριετέ, ο περιβόητος «Μανωλάκης», πλαισίωνε τον Βέγγο, τον Χατζηχρήστο και τους άλλους ογκόλιθους της νεοελληνικής φάρσας κλέβοντας εύκολα την παράσταση, καθώς το μόνο που είχε να κάνει ήταν να εμφανιστεί απλώς μπροστά στον φακό. Και να μην κάνει τίποτα! Στην πραγματικότητα βέβαια ο Μανέλλης έκανε πολλά και διάφορα, παίζοντας από μουσικό θέατρο και επιθεωρήσεις μέχρι και πλήθος κινηματογραφικών ταινιών, αν και κανείς δεν καταλάβαινε ότι υποδυόταν ρόλους. Τόσο φυσικός ήταν! Ο «Μανωλάκης ο τεντιμπόη» όταν δεν όργωνε την Ελλάδα με τους περιοδεύοντες θιάσους και θρονιαζόταν στα κινηματογραφικά πλατό, έγραφε σενάρια, κρατούσε την παραγωγή και έκανε ό,τι μπορούσε για το πολύπαθο ελληνικό σινεμά. Και η αλήθεια είναι ότι μπορούσε πολλά! Αξεπέραστος ήταν όμως στην κωμωδία, που την υπηρέτησε με τη σεμνότητα και το πάθος που προσιδιάζουν στους πραγματικά μεγάλους. Ο «έλληνας Φερναντέλ», όπως τον αποκαλούσαν, με την κοντόχοντρη κορμοστασιά, τα αστεία χαρακτηριστικά και τη φωνή μωρού ενσάρκωνε τον αγαθιάρη αλαφροΐσκιωτο όπως κανείς. Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει στις «Δουλειές με φούντες» (1959) που καμώνεται τον οδοντίατρο και προσπαθεί να γδύσει την πελάτισσα, όταν απαντά με τη γνώριμη ελαφρότητά του στην οργισμένη ερώτησή της «-Μα τι κάνετε εκεί γιατρέ;»: «-Ψάχνω να βρω τη ρίζα»! Το σουρεαλιστικό του χιούμορ και το πηγαίο κωμικό του ταλέντο, που απλώθηκαν σε περισσότερες από πενήντα ταινίες, τον έκαναν να τον λατρέψει ο καλός μας άνθρωπος Θανάσης Βέγγος, που συνεργάστηκε άψογα (και μνημειωδώς!) μαζί του τόσο στα «Ντερβισόπαιδα» του 1960 και τις «Δουλειές του ποδαριού» του 1962 όσο και μερικές ακόμα σπαρταριστές ταινίες, αφήνοντας παρακαταθήκη ξεκαρδιστικές ερμηνείες που μπορούν άνετα να σταθούν στο πάνθεο της ευρωπαϊκής κωμωδίας.
Πρώτα χρόνια
Υποκριτική καριέρα και άλλα πολλά
Αυτά ήταν εξάλλου πάντα τα κωμικά νούμερα του Μανέλλη, που δεν στηρίζονταν τόσο σε μια στιβαρή ιδέα ή καλοδεμένη πλοκή παρά στους αμίμητους αυτοσχεδιασμούς του πάντα γκαφατζή ήρωά του. Η διαχρονική του αγάπη για τη μουσική θα τον πήγαινε πολύ μακριά, φέρνοντάς τον σε ένα σωρό ανατρεπτικά σχήματα που δεν θα περίμενες κανονικά να τον δεις. Όπως, για παράδειγμα, στο μιούζικαλ «Πρόβα» του Κώστα Τουρνά το 1976, το οποίο ανέβηκε στη σκηνή του θρυλικού «Κυττάρου» και θα έφερνε τον Μανέλλη δίπλα σε μεγάλα ονόματα της ελληνικής ροκ και ποπ σκηνής (Δημήτρης Ψαριανός, Τζελσομίνα, Λήδα, Ρόμπερτ Ουίλιαμς, Πωλίνα κ.λπ.)!
Πραγματικό αστέρι του σινεμά θα γίνει όταν θα τον ανακαλύψει ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Μελισσινός, με τον οποίο συνεργάστηκαν σε πλήθος κωμωδιών. Σε τέσσερις υπέγραψε το σενάριο, σε άλλες δύο κράτησε τον ρόλο του (συμ-)παραγωγού και σε άλλη μία έκανε τα πάντα για να τη φέρει σε πέρας ως διευθυντής παραγωγής. Ξεχωριστή μνεία αξίζει να γίνει στην άψογη και καταιγιστική συνεργασία του με τον Θανάση Βέγγο, με τον οποίο έφτιαξαν ένα ντελιριακό ντουέτο από τα λίγα. Απολαύστε τους δυο άπαιχτους γκαφατζήδες στον «Μήτρο και Μητρούση στην Αθήνα» (1960)!
Πέρα βέβαια από τους ρόλους του αφελή και του χαζούλη που τον έμαθαν όλοι, ο ίδιος διακρίθηκε και ως «μαχαραγιάς» και «μπαλακόγατος»!
Το 1960 ο Μανέλλης έχασε την πολυαγαπημένη του σύζυγο, όταν η τελευταία χτυπήθηκε από εγκεφαλικό μόλις στα 45 της χρόνια. Η τελευταία του ταινία ήρθε το 1971 («Τα ομορφόπαιδα»), ενώ το 1974 έπαιξε για πρώτη (και τελευταία) φορά στην τηλεόραση, στη σειρά «Το παλιό το κατοστάρι» της ΥΕΝΕΔ. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχε βγει στη σύνταξη, τα ψίχουλα που έπαιρνε δεν έφταναν κι έτσι αναγκάστηκε να κάνει πολλές «αρπαχτές», όπως τις έλεγε χαρακτηριστικά.