Ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα, πριν τη μαζική αναπαραγωγή της και τις οργανωμένες ξεναγήσεις στο Λούβρο, η «Μόνα Λίζα» ήταν ένα έργο τέχνης εντελώς διαφορετικό από κάθε άλλο που κρεμόταν στους τοίχους του παρισινού μουσείου. Η γυναίκα με το αινιγματικό χαμόγελο μάζευε μάλιστα τόσες πολλές επιστολές θαυμασμού που ήταν ο μόνος πίνακας του κόσμου που διέθετε τη δική του ταχυδρομική θυρίδα! Ακόμα και ερωτοχτυπημένος νεαρός αυτοκτόνησε μπροστά της όταν τον παράτησε το αντικείμενο του πόθου του. Δεν θα έπαιρνε λοιπόν πολύ σε κάποιον να σκεφτεί να κλεφτεί μαζί της, όπως και έγινε τελικά στις 21 Αυγούστου 1911, όταν ο διασημότερος σήμερα πίνακας ζωγραφικής όλων των εποχών έκανε φτερά από το Μουσείο του Λούβρου. Το ποιος την πήρε και γιατί δεν είναι μυστικό, καθώς για τον πατριώτη δράστη Βιντσέντσο Περούτζια που την άρπαξε για να την επιστρέψει στη χώρα του, την Ιταλία, έχουμε μιλήσει διεξοδικά. Η ιστορία θέλει τον Περούτζια να κλέβει τον πίνακα τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας, όταν το μουσείο ήταν κλειστό. Η κλοπή δεν θα γινόταν μάλιστα αντιληπτή παρά την επόμενη μέρα, καθώς όλοι υπέθεσαν ότι ο πίνακας είχε ξεκρεμαστεί για να φωτογραφηθεί. Ο ιταλός εμιγκρές, που δούλευε εργάτης στον παρισινό τζαμά που είχε πάρει εργολαβία την κατασκευή μιας σειράς γυάλινων προθηκών για το Λούβρο, λούφαξε βέβαια και περίμενε την κατάλληλη στιγμή, μιας και η Γαλλία τέθηκε σε αποκλεισμό (κλείσιμο των συνόρων και εξονυχιστικός έλεγχος σε κάθε πλοίο και τρένο) προκειμένου να βρεθεί το έργο-εθνικός θησαυρός, καθώς η δημόσια διαπόμπευσή της από τον παγκόσμιο Τύπο ήταν το λιγότερο γαργαλιστική. Ο Περούτζια ανακρίθηκε από τη γαλλική αστυνομία, όπως και όλοι όσοι δούλευαν εντός του μουσείου εκείνη την εποχή, έπεισε όμως τον ανακριτή στις 26 Νοεμβρίου 1911 πως είναι ολότελα αθώος. Συνέχισε να δουλεύει μάλιστα απερίσπαστος στο Παρίσι ως μαραγκός και μπογιατζής και έκανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Καλός ξυλουργός καθώς ήταν, έφτιαξε κάποια στιγμή ένα μπαούλο με διπλό πάτο και έκρυψε εκεί τη «Μόνα Λίζα», την οποία -αφού περίμενε άλλους 28 ακόμα μήνες ώστε να κοπάσει ο σάλος- μετέφερε με τρένο στη Φλωρεντία (10 Δεκεμβρίου 1913). Εκεί προσπάθησε να τον πουλήσει σε γνωστό γκαλερίστα της πόλης, όταν και ο τελευταίος ειδοποίησε τις ιταλικές Αρχές και έπεσαν έτσι οι τίτλοι τέλους της διασημότερης κλοπής έργου τέχνης όλων των εποχών. Ή μήπως όχι; Πιθανότατα όχι, όπως φαίνεται, καθώς η ιστορία έχει «ουρά» και είναι μάλιστα εξίσου εντυπωσιακή! Γιατί δύο δεκαετίες αργότερα στο κάδρο μπήκε ο Εντουάρντο ντε Βαλφιέρνο, ένας αργεντίνος απατεώνας που παρίστανε τον μαρκήσιο για να μπαινοβγαίνει εύκολα στους κύκλους του διεθνούς τζετ σετ και να σκαρώνει τα άνομα κόλπα του χωρίς την ενοχλητική παρουσία της αστυνομίας. Ήταν λοιπόν αυτός που ενορχήστρωσε την κλοπή της «Μόνα Λίζα», καθώς είχε προσλάβει πολλούς και διάφορους να κάνουν τη δουλειά, μεταξύ αυτών και τον Βιντσέντσο Περούτζια. Όταν όμως ο Περούτζια έβγαινε από το Λούβρο με τον πίνακα κρυμμένο κάτω από την καμπαρτίνα του, δεν μπορούσε να ξέρει το κόλπο γκρόσο που είχε στήσει ο λατινοαμερικάνος κακοποιός που όλοι παραδέχονταν πως ήταν άσος στις απάτες. Καιρό πριν, ο Βαλφιέρνο είχε κανονίσει με τον συνεργό του, γνωστό γάλλο συντηρητή έργων τέχνης και διαβόητο πλαστογράφο, να του φτιάξει έξι αντίγραφα της «Τζοκόντα». Ο αργεντίνος απατεώνας τα είχε ξαποστείλει μάλιστα σε διάφορα σημεία των ΗΠΑ, εκεί που είχε ήδη κανονίσει να πουλήσει το «αυθεντικό» έργο σε πρόθυμους συλλέκτες, καθώς ήξερε ότι μετά την κλοπή θα ήταν σαφώς δυσκολότερο να φυγαδεύσει από τη Γαλλία τα πλαστογραφήματα. Μετά την κλοπή του Περούτζια, ο Βαλφιέρνο έγινε καπνός, μιας και δεν τον ενδιέφερε ποτέ η αληθινή «Τζοκόντα». Γιατί να μπει στον κόπο να πουλήσει εξάλλου την αληθινή όταν μπορούσε κάλλιστα να πλασάρει έξι από δαύτες; Την κλοπή την ήθελε μόνο για να πείσει τους πελάτες του ότι είχε στα χέρια του τη μία και μοναδική, την οποία είχε αρπάξει για λογαριασμό τους! Ο Περούτζια πιάστηκε όταν προσπάθησε να τον πουλήσει στη Φλωρεντία, μιας και ήταν αδαής από το παράνομο κύκλωμα διακίνησης έργων τέχνης, ενώ ο αργεντίνος «δάσκαλος» έγινε ζάμπλουτος πριν η πραγματική «Τζοκόντα» επιστρέψει στο παρισινό της σπίτι το 1913…
Η άγνωστη ζωή πριν τη «Μόνα Λίζα»
Όπως κάθε σωστός καλλιτέχνης της εξαπάτησης, τίποτα δεν είναι γνωστό ή επιβεβαιωμένο για τη ζωή του αργεντίνου μαέστρου της κομπίνας Εντουάρντο ντε Βαλφιέρνο (είναι άραγε αληθινό το όνομά του;). Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ο τύπος παρίστανε τον μαρκήσιο όταν βρέθηκε στην ευρωπαϊκή μητρόπολη των αρχών του 20ού αιώνα, το Παρίσι, που συγκέντρωνε τους πάντες, από τη διεθνή ελίτ, τους γαλαζοαίματους και τους ζάμπλουτους εμπόρους μέχρι καλλιτέχνες, απατεώνες και κάθε καρυδιάς καρύδι. Ο «αριστοκράτης» Βαλφιέρνο συνόδευε πλούσιες και δυστυχισμένες κυρίες στις καθημερινές τους βόλτες, καθώς ο καλοφτιαγμένος νεαρός ευγενής ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να μπει στα μεγάλα σαλόνια των Παρισίων, μιας και έψαχνε να αυξήσει το πελατολόγιό του. Κι αυτό γιατί στην πατρίδα του συνήθιζε να πουλά ισπανούς δασκάλους της ζωγραφικής, όπως Μουρίγιο, Βελάσκεθ και Γκόγια, όχι βέβαια αυθεντικούς αλλά κλεμμένους που ήταν στην ουσία πλαστογραφήματα! Με τον γάλλο συνέταιρό του Ιβ Σοντρόν, γνωστό συντηρητή έργων τέχνης και ακόμα γνωστότερο -στον υπόκοσμο- πλαστογράφο, ο Βαλφιέρνο αναλάμβανε να κλέψει για λογαριασμό πλούσιων συλλεκτών του Μπουένος Άιρες έργα μεγάλων ισπανών ζωγράφων. Δεν τα έκλεβε φυσικά ποτέ, μιας και τους παρέδιδε πιστά αντίγραφά τους, έργα του Σοντρόν. Η σπείρα έστηνε κατόπιν επίσης πλαστά πρωτοσέλιδα εφημερίδων των χωρών που στέγαζαν τους κλεμμένους πίνακες, ολοκληρώνοντας την απάτη στην εντέλεια. Κι αν ο συλλέκτης μάθαινε ότι το έργο τέχνης κρεμόταν ακόμα στο μουσείο, ο μαέστρος της εξαπάτησης τον διαβεβαίωνε ότι το μουσείο ντρεπόταν να παραδεχθεί την κλοπή, γι’ αυτό και παρουσίαζε πλαστό αντίγραφό του! Ακόμα κι αν δεν τον πίστευε ο πελάτης, τι μπορούσε εξάλλου να κάνει; Να πάει στην αστυνομία; Με τις περγαμηνές και την πείρα του λοιπόν, ο Αργεντίνος μετέφερε τις δραστηριότητές του το 1910 στην Πόλη του Φωτός. Ο Βαλφιέρνο είχε πάντα τις κεραίες του τεντωμένες καραδοκώντας για τη μεγάλη ευκαιρία, την οποία αντίκρισε να κρέμεται στους τοίχους του Λούβρου σε άλλη μια ρομαντική επίσκεψή του. Ο Σοντρόν νοίκιασε ένα στούντιο στην μποέμ συνοικία της Μονμάρτης και ο Βαλφιέρνο καταβυθίστηκε στον παρισινό υπόκοσμο για να βρει αυτόν που θα έκλεβε τη «Μόνα Λίζα» για λογαριασμό του…
Το διαβόητο χτύπημα
Οι δυο άντρες δεν είχαν ποτέ σκοπό να πουλήσουν την αυθεντική «Τζοκόντα», γι’ αυτό και δεν νοιάστηκαν για το τι θα απογίνει. Το σχέδιό τους ήταν τα πλαστά αντίτυπα του Σοντρόν, τα οποία είχε ήδη πουλήσει ο Βαλφιέρνο μέσω των διασυνδέσεών του με συλλέκτες και εμπόρους τέχνης του Μπουένος Άιρες στις ΗΠΑ. Εκεί κατέφτασαν τα πλαστογραφήματα στις αρχές του 1911, στο λιμάνι της Νέας Υόρκης και ένα μάλιστα τη φορά, για να μην εγείρουν υπόνοιες στους τελωνειακούς. Αυτή τη φορά μάλιστα δεν θα έπρεπε να παραχαράξουν πρωτοσέλιδα, μιας και ο παγκόσμιος Τύπος θα έκανε όλη τη δουλειά γι’ αυτούς. Κι αν η «Μόνα Λίζα» επέστρεφε κάποια στιγμή στο Λούβρο, ο αργεντίνος απατεώνας θα έπειθε τους πελάτες του ότι το μουσείο είχε στις προθήκες του πλαστό αντίγραφο, καθώς δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι έχασε έναν εθνικό θησαυρό της Γαλλίας! Και πράγματι έτσι έγινε. Η τεράστια δημοσιότητα της κλοπής αλλά και ο καταιγισμός από ανώνυμες πληροφορίες και ερασιτέχνες ντετέκτιβ πλαισίωσαν ιδανικά το σχέδιο του Βαλφιέρνο. Χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν από το Λούβρο για να δουν την αδειανή θέση στον τοίχο, μεταξύ αυτών και ο Φραντς Κάφκα, που έδωσε όσο να πεις στην υπόθεση μια καφκική ατμόσφαιρα. Πριν κλείσει η εβδομάδα της κλοπής, το πράγμα έγινε ακόμα πιο χοντρό όταν ένας μυστηριώδης τύπος επικοινώνησε με την εφημερίδα «Paris-Journal», που προσέφερε παχυλή αμοιβή για την ανεύρεση του πίνακα, παρουσιαζόμενος μάλιστα στα γραφεία της με ένα μικρό αγαλματίδιο που ισχυρίστηκε πως είχε κλέψει τέσσερα χρόνια πριν από το Λούβρο. Ο ανώνυμος πληροφοριοδότης, το αγαλματίδιο του οποίου επιβεβαιώθηκε πως ήταν αυθεντικό, ήταν ένας αμφιφυλόφιλος απατεώνας (Honoré Joseph Géry Pieret) που είχε λειτουργήσει κάποια στιγμή ως «γραμματέας» του μοντερνιστή ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ. Ο Pieret ενέπλεξε τον Απολινέρ στην κλοπή και όταν ο τελευταίος σύρθηκε στον ανακριτή, ομολόγησε πως ο Pieret είχε πουλήσει τον πίνακα στον καλό του φίλο Πικάσο! Η αστυνομία έσυρε τον 29χρονο τότε κυβιστή ζωγράφο στο τμήμα για εξηγήσεις, με την υπόθεση να παίρνει τέτοια δημοσιότητα που δεν ήταν παρά βούτυρο στο ψωμί του Βαλφιέρνο. Οι Αρχές δεν κατάφεραν βέβαια να συνδέσουν τους δυο καλλιτέχνες με την κλοπή και τους άφησαν ελεύθερους. Η υπόθεση μπήκε τελικά στο αρχείο, την ίδια ώρα που οι ανώνυμες πληροφορίες έδιναν και έπαιρναν και ήθελαν τον πίνακα να βρίσκεται από την Ελβετία μέχρι και τη Νότια Αμερική, ενώ η «Μόνα Λίζα» περίμενε καρτερικά στο διαμέρισμα του Περούτζια να περάσει ο καιρός ώστε να φτάσει στη Φλωρεντία τον Δεκέμβριο του 1913. Όταν ο φλωρεντινός έμπορος τέχνης Alfredo Geri, στον οποίο απευθύνθηκε ο Περούτζια, επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα του πίνακα που είχε στα χέρια του ο κλέφτης (με τη βοήθεια του διευθυντή της Γκαλερί Ουφίτσι), τον παρέδωσε στην αστυνομία. Το όλο επεισόδιο ντρόπιασε τη Γαλλία, καθώς ο Περούτζια είχε εργαστεί όπως είπαμε στο Λούβρο και ήταν έτσι αναγκαστικά ένας από τους υπόπτους, ο οποίος ξέφυγε κάτω από τις μύτες τους. Ο Περούτζια ισχυρίστηκε ότι ήταν πατριώτης και ήθελε απλώς να επιστραφεί το αριστούργημα του ιταλού δασκάλου Λεονάρντο Ντα Βίντσι στη γενέτειρά του, αν και δεν αποκλείεται να το σκαρφίστηκε όλο αυτό στη δίκη του ώστε να πέσει στα μαλακά (όπως και έγινε τελικά, μιας και η Ιταλία αρνήθηκε να τον εκδώσει στη Γαλλία και τον καταδίκασε σε μόλις έναν χρόνο φυλακή). Η «Μόνα Λίζα», έπειτα από έναν θριαμβευτικό γύρο στα ιταλικά μουσεία, επέστρεψε στο Παρίσι, αν και η ιστορία της κλοπής δεν τελειώνει εδώ. Είκοσι χρόνια αργότερα, η αμερικανική εφημερίδα «Saturday Evening Post» αποκάλυψε ένα περιστατικό που είχε λάβει χώρα στο Μαρόκο το 1914, όταν ο δημοσιογράφος της Καρλ Ντέκερ γνώρισε συμπτωματικά σε μπαρ της Καζαμπλάνκα έναν αργεντίνο αριστοκράτη, τον μαρκήσιο Εντουάρντο ντε Βαλφιέρνο, ο οποίος του εκμυστηρεύτηκε ότι εκείνος είχε ενορχηστρώσει την κλοπή για να βάλει σε εφαρμογή το διπλό σχέδιό του. Ο Αργεντίνος τον διαβεβαίωσε πως είχε βγάλει εκατομμύρια από τους έξι εύπιστους κροίσους στους οποίους είχε πουλήσει τα ισάριθμα πλαστογραφήματά του και ο τρόπος της ζωής του έπεισε τον δημοσιογράφο για την αλήθεια των λεγομένων του. Τον όρκισε βέβαια να μην αποκαλύψει την ιστορία του μέχρι τον θάνατό του τουλάχιστον και είχε τα μέσα για να κρατά το στόμα του δημοσιογράφου κλειστό. Γεγονός είναι πως ανεξάρτητη επιβεβαίωση του δημοσιογραφικού «λαυρακιού» δεν υπάρχει, ούτε βέβαια και αναδύθηκε ποτέ ένα από τα φερόμενα έξι αντίτυπα της «Τζοκόντα». Τα οποία βέβαια αν βγουν ποτέ στη φόρα θα εμπλέξουν τους κατόχους τους σε υπόθεση κλεπταποδοχής, κι έτσι η εχεμύθεια μοιάζει εξασφαλισμένη. Πολλοί ερευνητές και ιστορικοί αμφισβητούν την εμπλοκή του αργεντίνου απατεώνα (ή ακόμα και την ύπαρξή του), ενώ εξίσου αρκετοί εμφανίζονται σίγουροι για την ύπαρξη ενός «εγκεφάλου» στην όλη ιστορία , μιας και το να ενήργησε μόνος ο Περούτζια φαντάζει απίθανο σε αυτή τη γραμμή σκέψης. Σκαρφίστηκε ο Ντέκερ την ιστορία για να πουλήσει μερικά φύλλα ή μήπως έπεσε εύπιστο θύμα του απατεώνα ολκής Βαλφιέρνο, κάνοντάς τον να νομίζει ότι εκείνος οργάνωσε το όλο πράγμα; Κι αν ήταν έτσι, γιατί περίμενε 20 ολόκληρα χρόνια για να αποκαλύψει την ιστορία; Όπως κι αν έχει, τα ίχνη του Βαλφιέρνο εξαφανίζονται μετά την κλοπή και κανείς δεν τον ξαναείδε ή άκουσε ποτέ πια για αυτόν. Την αλήθεια δεν θα τη μάθουμε πιθανότατα ποτέ, καθώς τα χρόνια έχουν περάσει και όλοι οι εμπλεκόμενοι δεν είναι πια στη ζωή. Ένα βέβαια είναι το γεγονός που παραμένει και δεν χωρά αμφισβήτηση, ότι η «Μόνα Λίζα» βγήκε από το Λούβρο ως έργο τέχνης και επέστρεψε σε αυτό ως παγκόσμιο σύμβολο… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr