Μπορεί να έβγαλε περισσότερα στη ζωή του ως εργάτης παρά ως καλλιτέχνης ή κλέφτης, ο Περούτζια ευθύνεται όμως σχεδόν αποκλειστικά για τη μετατροπή του αριστουργήματος του Ντα Βίντσι στο γνωστότερο έργο τέχνης όλων των εποχών! Βλέπετε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι ζωγράφισε την «Τζοκόντα» του στις αρχές του 16ου αιώνα (περί το 1507), αν και οι κριτικοί τέχνης δεν θα τη θεωρούσαν ως ένα εξαίσιο και χαρακτηριστικό δείγμα της ιταλικής Αναγέννησης παρά πολύ αργότερα, στη δεκαετία του 1860, αν και πάλι, παρά τους επαίνους, δεν είχε ποτέ τη λαϊκή απήχηση άλλων ζωγραφικών αριστουργημάτων. Ακόμα και στο Λούβρο απείχε πολύ από το να είναι δημοφιλής η «Μόνα Λίζα», καθώς όλη τη δόξα έκλεβαν η «Νίκη της Σαμοθράκης» και η «Αφροδίτη της Μήλου». Και έπρεπε να έρθει ο Ιταλός Βιντσέντσο Περούτζια να τη στείλει σε παγκόσμια δόξα κάνοντας κάτι απλό: την έκλεψε από τις προθήκες του Λούβρου στις 21 Αυγούστου 1911, μέρα μεσημέρι, σε μια κίνηση που σύντομα θα την έστελνε στη στρατόσφαιρα της πολιτιστικής φήμης! Και σαν να μην έφτανε αυτό, μέρος των κινήτρων πίσω από τη διασημότερη κλοπή έργου τέχνης της παγκόσμιας ιστορίας ήταν καθαρά πατριωτικό, καθώς ο ιταλός μετανάστης θέλησε να επιστρέψει το αριστούργημα του ιταλού δασκάλου της ζωγραφικής στην πατρίδα του, την Ιταλία. Κι αυτό γιατί ο Περούτζια πίστευε από λάθος ότι ο Βοναπάρτης είχε αρπάξει τη «Μόνα Λίζα» από τη γενέτειρά της πριν από έναν αιώνα! Ενώ στην πραγματικότητα την είχε πουλήσει ο ίδιος ο Ντα Βίντσι στον Φραγκίσκο Α’ της Γαλλίας τουλάχιστον 250 χρόνια πριν από τη γέννηση του γάλλου στρατηλάτη…
Πρώτα χρόνια
Ο Βιντσέντσο Περούτζια γεννιέται στις 8 Οκτωβρίου 1881 στην Ντουμέντζα της Λομβαρδίας μέσα σε φτωχή εργατική οικογένεια: ο πατέρας του ήταν χτίστης. Η κακή οικονομική κατάσταση της φαμίλιας τον ανάγκασε να βγει νωρίς νωρίς στη βιοπάλη, κι έτσι ήδη από τα 12 χρόνια της ζωής του θα βρεθεί να μαθητεύει δίπλα σε μαραγκούς και μπογιατζήδες. Καυγατζής και θερμόαιμος από μικρός, ο Περούτζια δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω, ιδιαίτερα αν η προσβολή στρεφόταν κατά της οικογένειας ή της πατρίδας του. Γι’ αυτό και τα δυο του αδέρφια τον αποκαλούσαν τρελό (passoide o megloi) από πιτσιρικά. Ανειδίκευτος εργάτης καθώς ήταν αλλά με όνειρα μεγάλα να γίνει ζωγράφος, ακολούθησε το κύμα των ιταλών μεταναστών της περιόδου και το 1907, σε ηλικία 25 ετών, φεύγει από το χωριό του να γνωρίσει τον κόσμο. Αφού πέρασε από το Μιλάνο και τη Λυών, εγκαταστάθηκε τελικά έπειτα από έναν χρόνο στο Παρίσι σε ένα μικρό διαμερισματάκι με τα δυο του αδέρφια στην ιταλική συνοικία της Πόλης του Φωτός. Μόνο ευπρόσδεκτος δεν ένιωσε όμως στη γαλλική μητρόπολη, καθώς οι Γάλλοι τον αποκαλούσαν απαξιωτικά «μακαρονά», τον χλεύαζαν για την ιταλική προφορά του και, όπως είπε αργότερα στην πολύκροτη δίκη του, «έκλεβαν τα πράγματά μου και μου έριχναν αλάτι στο κρασί». Κι όλα αυτά από τους κατοίκους μιας χώρας που οι περισσότεροι θησαυροί των μουσείων της είχαν κλαπεί από τον Ναπολέοντα από την Ιταλία! Ή έτσι τουλάχιστον πίστευε ο πατριώτης Βιντσέντσο. Ο Περούτζια εντάχθηκε αμέσως στον εγκληματικό υπόκοσμο του Παρισιού και μπλέχτηκε σε αρκετές υποθέσεις μικροκλοπής. Η αστυνομία τον είχε μάλιστα συλλάβει δύο φορές πριν από τη μεγάλη ληστεία: τον Ιούνιο του 1908 πέρασε μια νύχτα στο κρατητήριο όταν αποπειράθηκε να ληστέψει μια ιερόδουλη και 8 μήνες αργότερα μπήκε για έναν μήνα στη φυλακή, καθώς πιάστηκε να οπλοφορεί σε έναν καυγά…
Η ληστεία του αιώνα
Παρά το εγκληματικό υπόβαθρό του, ο Περούτζια δούλευε σε εταιρία κατασκευών, όταν του χτύπησε την πόρτα η μοίρα. Απειλητική επιστολή που είχε δεχτεί το Λούβρο από ανώνυμο Αυστριακό το 1910 και στρεφόταν κατά της «Τζοκόντα» είχε αναγκάσει τους ιθύνοντες να εξουσιοδοτήσουν έναν παριζιάνο τζαμά να βάλει μια ντουζίνα πίνακες του μουσείου μέσα σε γυάλινες προθήκες. Το έργο θα έπαιρνε τρεις μήνες να ολοκληρωθεί και μέσα στους εργάτες που θα έκαναν τη δουλειά ήταν και ο ιταλός εμιγκρές Περούτζια. Μπαινοβγαίνοντας ανενόχλητος λοιπόν στο μουσείο, ο Βιντσέντσο εξοικειώθηκε με τα κατατόπια και τις εξόδους, αλλά και με τις βάρδιες των φρουρών. Τότε ήταν που του καρφώθηκε η ιδέα να κλέψει το αριστούργημα του Ντα Βίντσι, καθώς το κέρδος θα ήταν διπλό: και θα επέστρεφε το έργο στα πάτρια εδάφη του και ο ίδιος θα έβγαζε πολύ καλά λεφτά, αφού οι δεσμοί του με τον υπόκοσμο εξασφάλιζαν και σχέσεις με κλεπταποδόχους έργων τέχνης. Το βροχερό πρωινό της Δευτέρας, 21 Αυγούστου 1911, με το Λούβρο κλειστό όπως και κάθε άλλη Δευτέρα, ο Περούτζια μπήκε ανενόχλητος στο μουσείο και κατευθύνθηκε στο καφέ στο εσωτερικό του, για να συναντήσει τους άλλους 10 εργάτες που είχαν δουλειά εκείνη τη μέρα. Χωρίς να χάσει χρόνο, πλησίασε κάποια στιγμή τη «Μόνα Λίζα», την ξεκρέμασε από τον τοίχο και τη μετέφερε στη σκάλα υπηρεσίας, όπου την έβγαλε από την κορνίζα αλλά και το γυάλινο περίβλημα και κατευθύνθηκε αγέρωχα προς την κεντρική σκάλα, έχοντας κρύψει τον καμβά κάτω από την ποδιά εργασίας του. Βρήκε όμως την κεντρική είσοδο κλειδωμένη και τότε έβαλε το μυαλό του να δουλέψει: ξεβίδωσε το πόμολο και το έβαλε στην τσέπη του, διαμαρτυρόμενος στον υδραυλικό που περνούσε πως κάποιος είχε κλέψει το πόμολο της πόρτας και δεν μπορούσε να βγει έξω! Ο μόνιμος υπάλληλος του Λούβρου χρησιμοποίησε λοιπόν το κλειδί του για να ανοίξει την πόρτα στον Περούτζια και η «Τζοκόντα» βγήκε έτσι από το Λούβρο από την κύρια είσοδο. Όντας έξω, ο Περούτζια ξεφορτώθηκε το πόμολο και επανενώθηκε με τους δυο ιταλούς συνεργούς του, τα αδέλφια Λανσελότι, που εργάζονταν επίσης στον τζαμά που είχε εξασφαλίσει την εργολαβία στο μουσείο. Οι τρεις άντρες εγκατέλειψαν γρήγορα το Λούβρο με τη «Μόνα Λίζα» κάτω πάντα από την ποδιά του Βιντσέντσο. Θα έπαιρνε κάπου 26 ώρες για να διαπιστωθεί η κλοπή του πίνακα από τους φρουρούς του Λούβρου, κάτι που γνώριζε ο Περούτζια, καθώς είχε δει πώς δούλευε το πράγμα: το Λούβρο ήταν τότε ένα από τα μεγαλύτερα οικοδομήματα του κόσμου, με περισσότερα από 1.000 δωμάτια και μόλις 150 φρουρούς για μια έκταση 45 στρεμμάτων! Αγάλματα εξαφανίζονταν και πίνακες καταστρέφονταν εξάλλου όλη την ώρα στο φημισμένο μουσείο…
Ο απόηχος της κλοπής και η τύχη του έργου τέχνης
Όταν έφυγε ο Περούτζια από το Λούβρο με τον πίνακα παραμάσχαλα, ένας αυτόπτης μάρτυρας τον είδε, ο οποίος έδωσε κατόπιν κατάθεση στην αστυνομία, κάτι που βοήθησε στο να καθοριστεί τουλάχιστον ο χρόνος της κλοπής. Την υπόθεση ανέλαβε ο θρυλικός γάλλος εγκληματολόγος Αλφόνς Μπερτιγιόν, ο οποίος κατάφερε να ανασύρει ένα αποτύπωμα από τη γυάλινη θήκη της «Τζοκόντα». Μιλάμε όμως για μια εποχή που τα δαχτυλικά αποτυπώματα κρατούνταν μόνο από το δεξί χέρι του κακοποιού και το αποτύπωμα που βρήκε ο Μπερτιγιόν δεν μπορούσε να ταυτοποιηθεί παρά την τεράστια βάση δεδομένων των 750.000 «φακελωμένων», καθώς προερχόταν από αριστερό χέρι! Όλοι όσοι είχαν περάσει κάποια στιγμή από το Λούβρο ως εργαζόμενοι ανακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων και ο Περούτζια, αν και ο ανακριτής τον θεώρησε εντελώς αθώο στις 26 Νοεμβρίου 1911, όταν τον έπεισε ο ιταλός μετανάστης ότι ήταν ένας καλοσυνάτος και σκληρά εργαζόμενος εμιγκρές. Ο Πάμπλο Πικάσο και ο Γκιγιόμ Απολινέρ ήταν μάλιστα μεταξύ των υπόπτων, καθώς τους κατονόμασε κλεπταποδόχος ως αγοραστές κλεμμένων έργων τέχνης. Αμφότεροι ανακρίθηκαν για τη διαβόητη κλοπή! Οι γαλλικές εφημερίδες και ο παγκόσμιος Τύπος οργίασαν για τη ληστεία με πηχυαίους τίτλους και σκανδαλοθηρικά εξώφυλλα, την ίδια ώρα που επικήρυξη τοιχοκολλήθηκε σε όλο το Παρίσι για την ανεύρεση του έργου τέχνης. Τα πλήθη συνωστίζονταν στα αστυνομικά τμήματα αλλά και στο Λούβρο για να δουν την αδειανή θέση της «Τζοκόντα» (μεταξύ των οποίων και ο Φραντς Κάφκα). Σατιρικά σκίτσα, καρικατούρες, μικρού μήκους ταινίες, ντοκιμαντέρ, ακόμα και τραγούδια του καμπαρέ κυκλοφόρησαν για την προβεβλημένη κλοπή, κάνοντας τελικά τη «Μόνα Λίζα» τον διασημότερο πίνακα του κόσμου. Έντρομος ο Περούτζια, ανακάλυψε ότι δεν είχε κλέψει ένα παλιό ιταλικό αριστούργημα από τις προθήκες του μουσείου αλλά αυτό που μέσα σε λίγες εβδομάδες μετατράπηκε στον γνωστότερο πίνακα όλων των εποχών! Ο Περούτζια συνέχισε πάντως να δουλεύει στο Παρίσι και έκανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Καλός μαραγκός καθώς ήταν, έφτιαξε ένα μπαούλο με κρυμμένο πάτο και έκρυψε εκεί τη «Μόνα Λίζα», φασκιωμένη σε κόκκινο πανί. Αφού περίμενε 28 μήνες ώστε να καταλαγιάσουν οι έρευνες και να κοπάσει ο σάλος, μετέφερε το μπαούλο με τρένο στη Φλωρεντία, όπου αφίχθη στις 10 Δεκεμβρίου 1913 και έκλεισε δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Τις επόμενες μέρες ήρθε σε επαφή με γνωστό γκαλερίστα της πόλης, όταν του απέστειλε μια επιστολή που έγραφε: «Είμαι ένας ιταλός πατριώτης που έχει καταληφθεί από την επιθυμία να επιστρέψει στην Ιταλία του έναν από τους αναρίθμητους θησαυρούς που της έχει κλέψει ο Ναπολέων». Οι δυο άντρες συναντήθηκαν στο γραφείο του γκαλερίστα, παρουσία του διευθυντή της ξακουστής Γκαλερί Ουφίτσι της Φλωρεντίας, αφού εκεί ήθελε να πουλήσει ο Περούτζια τον πίνακα. Οι δυο ειδικοί κατάλαβαν αμέσως ότι ο πίνακας ήταν αυθεντικός, έκαναν πάντως πως είχαν αμφιβολίες για τη γνησιότητά του ώστε να κερδίσουν χρόνο. Αφού έπεισαν τον Περούτζια να τους αφήσει τον πίνακα για να τον εξετάσουν οι συντηρητές της Ουφίτσι, ειδοποίησαν την αστυνομία και την επομένη, 11 Δεκεμβρίου, ο κακοποιός συνελήφθη. Οι δυο γκαλερίστες είπαν ότι τους ζήτησε αμοιβή 500.000 λιρετών για την πώληση, κάτι που αρνήθηκε φυσικά ο Περούτζια στη δίκη, καθώς δεν ήθελε να καταστραφεί η εικόνα του ανιδιοτελούς πατριώτη που προωθούσε. Η ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε να τον εκδώσει στη Γαλλία και ο Περούτζια καταδικάστηκε τελικά σε 1 χρόνο και 15 μέρες φυλάκιση για το αδίκημά του, καθώς οι ιταλοί δικαστές αναγνώρισαν τα πατριωτικά κίνητρα της πράξης του. Στην έφεση που άσκησε μάλιστα, η ποινή μειώθηκε στους 7 μήνες και 9 μέρες. Όσο για την «Τζοκόντα», έκανε ένα μεγάλο πέρασμα από πλήθος ιταλικών μουσείων σε Φλωρεντία, Ρώμη και Μιλάνο και χιλιάδες Ιταλοί είχαν τη δυνατότητα να τη θαυμάσουν, δικαιώνοντας μερικώς το όραμα του Περούτζια. Έπειτα από την ιταλική τουρνέ της, επέστρεψε φρουρούμενη με τρένο στο Λούβρο στις 4 Ιανουαρίου 1914. Λίγο αργότερα, ο ιταλός γκαλερίστας που αποκάλυψε την υπόθεση παρασημοφορήθηκε από το γαλλικό κράτος και έλαβε παχυλή αμοιβή 25.000 φράγκων για το κατόρθωμά του…
Τα τελευταία χρόνια
Ο Βιντσέντσο Περούτζια επέστρεψε στη γενέτειρά του ως ήρωας! Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε μάλιστα τη χώρα του από τιμητική στρατιωτική θέση, καθώς ο πατριωτισμός του να κλέψει το ιταλικό αριστούργημα εκτιμήθηκε απ’ όλους σχεδόν τους ομοεθνείς του. Το 1921 παντρεύτηκε μια Ιταλίδα και παρά την απέχθεια που ένιωθε για τους Γάλλους και τη χώρα τους, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Παρίσι, όπου και άνοιξε ένα παντοπωλείο στα περίχωρά του. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του, φρόνιμος πια και μακριά από τον υπόκοσμο, όταν και χάθηκαν τα ίχνη του εντελώς. Σύμφωνα με την κόρη του, έζησε μια ζωή ευημερίας στη Γαλλία και πέθανε αιφνίδια από ανακοπή καρδιάς το 1925, σε ηλικία 44 ετών… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr