Με ρωτούν γιατί επιμένω να γράφω για τη Βόρεια Εύβοια. Το κάνω όχι μόνο γιατί γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα ορεινό χωριό της, που ο ορίζοντάς του σήμερα είναι στάχτες και κάρβουνα, αλλά κυρίως γιατί εξακολουθεί να μένει αναπάντητο το ερώτημα των κατοίκων, πώς θα μείνουν στον τόπο τους και την επόμενη μέρα, αφού δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να τους κρατήσει, μετά την ολοκληρωτική καταστροφή από την πυρκαγιά του Αυγούστου του ’21.
Οι ελάχιστες αποζημιώσεις και ενισχύσεις που δόθηκαν πρόσφεραν μόνο επιβίωση ελεημοσύνης και δεν απαντούν στα βασικά ζητούμενα, πρώτον την υπηρέτηση ενός σχεδίου ανασυγκρότησης με κατεύθυνση την επαναφορά σε βιώσιμη λειτουργία των δραστηριοτήτων που προϋπήρχαν και δεύτερον τη στήριξη των κατοίκων μέσα από την απασχόλησή τους σε τομείς που έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα για την περιοχή, ήτοι τα δάση, ο αγροτικός τομέας και ο τουρισμός.
Πριν την καταστροφή, γύρω από τα δάση δραστηριοποιούνταν ένας κόσμος που η σχέση του με το δάσος ήταν σχέση ζωής, όπως οι ρητινοκαλλιεργητές, οι δασεργάτες και τα μέλη των δασικών συνεταιρισμών. Για τους πρώτους που αποτελούν και την πλειονότητα αυτό πρέπει να γίνει μέχρι να δοθεί η δυνατότητα επαναπροσέγγισης της ρητινοκαλλιέργειας. Για τους υπόλοιπους η δασική απασχόληση πρέπει να εξακολουθήσει να υπάρχει, ιδιαίτερα στη διαχείριση και την πρόληψη.
Οφείλουμε όμως να φροντίσουμε και δραστηριότητες που έχουν σχέση με τα δάση και υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Αυτές είναι η αιγοπροβατοτροφία και η μελισσοκομία.
Πέραν της εξασφάλισης ζωοτροφών να βρούμε και τις εκτάσεις εκείνες που θα επιτρέπουν την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Η κατάσταση είναι πιο δύσκολη για τους κτηνοτρόφους, αλλά πρέπει να βρεθεί μια λύση χαρακτηρισμού ως βοσκήσιμων γαιών και απόδοσης στην κτηνοτροφία εκτάσεων με χαμηλή βλάστηση.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια ολιστική προσέγγιση για ένα δάσος που μπορεί να επανέλθει στην προτέρα κατάσταση. Παρέμβαση διαφοροποίησης της βλάστησης μπορεί και πρέπει να υπάρξει σε σημεία που η αναγέννηση δε θα προχωρήσει, ιδίως σε περιοχές γύρω από χωριά και οικισμούς, όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυρίως δασικά είδη που καθυστερούν την επέκταση των πυρκαγιών, αλλά και διασφαλίζουν στους κατοίκους κάποιο εισόδημα.
Η δραστηριότητα όμως που ακουμπά καθοριστικά το φυσικό περιβάλλον είναι ο τουρισμός. Οι τουριστικές επιχειρήσεις, ακόμη και τώρα, βρίσκονται χωρίς στήριξη. Για να μπορέσει όμως ο χώρος να συνεχίσει τη λειτουργία του την επόμενη ημέρα, χρειάζεται να διερευνηθούν οι δυνατότητες ανάπτυξης των θεματικών μορφών τουρισμού.
Σίγουρα η ναυαρχίδα της περιοχής είναι οι ιαματικές πηγές της Αιδηψού, που αποτελούν μεγάλο πλεονέκτημα. Χρειάζεται περαιτέρω ενίσχυση της θέσης και του ρόλου τους, με στόχο την άρση της «μονοκαλλιέργειας» των επιδοτούμενων ιαματικών λουτρών, προς ένα μοντέλο δημιουργίας ενός ιαματικού πόλου για την παροχή υψηλής ποιότητας καλλωπιστικού και θεραπευτικού τουρισμού, αλλά και σύνδεσής του με άλλες μορφές τουρισμού, πάνω από όλα όμως υπάρχει πλεονέκτημα με τον αγροτουρισμό.
Όλα αυτά για να πετύχουν τον στόχο τους, δηλαδή την παραμονή των κατοίκων την επόμενη ημέρα στα χωριά τους, έπρεπε να ενταχθούν στις ευεργετικές διατάξεις του αναπτυξιακού νόμου που πρόσφατα ψηφίστηκε στη Βουλή.
Γι’ αυτό και ζητούσαμε να συμπεριληφθούν και να ενταχθούν όλες οι επιχειρήσεις, αδιακρίτως ύψους επένδυσης, που αφορούν στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση, στον τουρισμό, στις υπηρεσίες και μάλιστα εξαντλώντας όλα τα όρια των ενισχύσεων, ακόμη κι όταν αφορούν στην απόκτηση εισοδήματος από συμπληρωματικές μορφές απασχόλησης.
- Βαγγέλης Αποστόλου, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Εύβοιας, πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων