«Αν θέλετε να έρθει η συλλογή αυτή στη χώρα ολόκληρη και όχι να καταφύγουμε στα δικαστήρια και να πάρουμε ένα, δύο ή πέντε ή δέκα από αυτές τις αρχαιότητες, αν θέλετε να έρθουν και οι 161 αρχαιότητες, σας καλώ να υπερψηφίσετε τη συμφωνία» δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, απευθυνόμενη, από το βήμα της Ολομέλειας σε όλες τις πτέρυγες της Βουλής, ενόψει της αποψινής ψηφοφορίας επί του σχεδίου νόμου για την κύρωση της συμφωνίας επιστροφής των 161 αρχαιοτήτων του Κυκλαδικού Πολιτισμού.
«H συμφωνία είναι υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, διότι η Ελλάδα ως χώρα με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, ανήκει στην ομάδα των κρατών που οφείλουν να πρωτοπορούν στα ζητήματα του επαναπατρισμού, με όποιον τρόπο μπορούν. Η συμφωνία που έρχεται προς κύρωση από το υπουργείο Πολιτισμού, αποδεικνύει τη σοβαρότητα της δέσμευσης μας να αποκαταστήσουμε τα πολιτιστικά αγαθά της χώρας, με τον τρόπο που ενδείκνυται, κάθε φορά» είπε η κ. Μενδώνη που νωρίτερα είχε αναγνώσει στην Ολομέλεια απόσπασμα πρακτικών της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης του υπουργείου Πολιτισμού, σύμφωνα με το οποίο «η εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, προϋποθέτει πλήθος αποδεικτικών στοιχείων, όπως λεπτομερείς πληροφορίες, για το χρόνο, τον τρόπο και τις ειδικές συνθήκες, κατά τις οποίες έλαβε χώρα η παράνομη εξαγωγή ενός, υπό διεκδίκηση, αντικειμένου, τα οποία τις περισσότερες φορές δεν είναι διαθέσιμα. Κατά συνέπεια, η νομική διεκδίκηση των αντικειμένων που δεν έχουν τις ανωτέρω προϋποθέσεις, καθίσταται από ιδιαιτέρως δυσχερής έως αδύνατη».
Από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης έχει επισημάνει ότι «πολιτική του υπουργείου Πολιτισμού και πάγια επιδίωξή του, είναι να επιτυγχάνεται η επίλυση των διαφορών, με φορείς του εξωτερικού, ως προς τη διεκδίκηση αρχαιοτήτων που εντοπίζονται στην αλλοδαπή, με εξωδικαστικές διαδικασίες», διότι η διεκδίκηση μέσω δικαστικής οδού, πέραν του ότι είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και κοστοβόρα, απαιτεί και αδιάσειστες αποδείξεις, τόσο για την ελληνική προέλευση των αντικειμένων όσο και την παράνομη διακίνησή τους, από ελληνικό έδαφος, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ιδίως δε για τις αρχαιότητες Κυκλαδικού Πολιτισμού και πάλι η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού έχει επισημάνει ότι ακόμα και στην περίπτωση των Κυκλαδικών αρχαιοτήτων, που δεν αμφισβητείται η ελληνικότητά τους, εντούτοις δεν είναι αυταπόδεικτο το πότε διακινήθηκαν παράνομα από το ελληνικό κράτος και τούτο διότι Κυκλαδικές αρχαιότητες και Κυκλαδικά ειδώλια, αποτέλεσαν συλλεκτικά αντικείμενα, ήδη από τον 19ο αιώνα, όταν άρχισαν οι πρώτες ιδιωτικές ανασκαφές Κυκλαδικών τάφων. Επίσης, αν και η συντριπτική πλειονότητα των Κυκλαδικών ειδωλίων προέρχεται από τον ελληνικό χώρο, υπάρχουν και οι περιπτώσεις ανεύρεσης αντίστοιχων αντικειμένων, εκτός Ελλάδας, στα μικρασιατικά παράλια. «Για το λόγο αυτό, η δικαστική διεκδίκηση αποφεύγεται στις περιπτώσεις που είναι ορατή μια εξωδικαστική λύση» έχει επισημάνει η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης του υπουργείου Πολιτισμού.
«Η δικαστική διεκδίκηση της συλλογής, με αυτά τα δεδομένα, εκτιμήθηκε ως έχουσα ελάχιστα πιθανότητα αίσιας έκβασης και πάντως δεν εξασφάλιζε την επιστροφή του συνόλου των 161 αρχαιοτήτων. Ήταν αδύνατον να βρεθούν στοιχεία και για τις 161 αρχαιότητες και εμείς θέλουμε να επαναπατρισθούν όλες» είπε, στο κλίμα αυτό η Λίνα Μενδώνη που επισήμανε ότι «και οι 161 αρχαιότητες μπορεί να μην επιστραφούν αύριο, η επιστροφή τους θα γίνει σταδιακά, όμως θα επιστρέψουν. Θα επιστρέψουν όλες, χωρίς αβεβαιότητες, χωρίς τις δυσχέρειες της απόδειξης και χωρίς κανένα κόστος για το ελληνικό δημόσιο».
«Ο μοναδικός κύριος και ιδιοκτήτης της συλλογής είναι το ελληνικό δημόσιο», είπε η υπουργός Πολιτισμού που είπε ότι η συλλογή θα βρίσκεται πλέον σε τοπική σχέση με το Ινστιτούτο Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, θα βρίσκεται στα «χέρια» του, αλλά αναγνωρίζεται μόνο «αυτή την τοπική σχέση», αναγνωρίζει ότι έχει την κατοχή, διότι είναι προτιμότερο να την έχει ένα ελληνικό νομικό πρόσωπο με υποχρέωση να ακολουθεί τον ελληνικό νόμο και το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού, δεδομένου ότι και «ο αρχαιολογικός νόμος επιτρέπει την έννοια κατοχής σε ιδιωτικά νομικά ή φυσικά πρόσωπα, μιας αρχαιότητας που ανήκει στο ελληνικό δημόσιο». Όπως δε εξήγησε, η κατοχή αυτή αναγνωρίζεται, μόνο για να εκτεθεί η συλλογή στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.
Η Λίνα Μενδώνη συνέστησε στα κόμματα της αντιπολίτευσης που ισχυρίζονται ότι αυτή η συμφωνία, βλάπτει την υπόθεση διεκδίκησης των γλυπτών του Παρθενώνα, «να μην κάνουν συγκρίσεις με τη διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, διότι έτσι λειτουργούν εναντίον των ελληνικών συμφερόντων», δεδομένου ότι με την συμφωνία που κυρώνεται σήμερα, «η Ελλάδα δανείζει στο Μητροπολιτικό Μουσείο τις αρχαιότητες, για να τις εκθέσει», «η περίπτωση του Βρετανικού Μουσείου είναι διαφορετική», επισήμανε η υπουργός λέγοντας ότι το Βρετανικό Μουσείο θεωρεί ότι είναι κύριος, ιδιοκτήτης των Γλυπτών του Παρθενώνα, «κάτι το οποίο ποτέ δεν θα αναγνωρίσει η Ελλάδα, ούτε ως κυριότητα, ούτε ως κατοχή, ούτε ως νομή».
Σε σχέση με τις επικρίσεις που δέχεται η πρόνοια ότι μέρος των αρχαιοτήτων θα εκτεθούν από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, η υπουργός Πολιτισμού υπογράμμισε ότι η συλλογή μετά την έκθεση στο ΜΕΤ, θα επιστρέψει στην Ελλάδα για να εκτεθεί σε ελληνικά μουσεία και όχι αναγκαστικά στο Κυκλαδικό Μουσείο. «Το υπουργείο Πολιτισμού θα επιλέξει τα ελληνικά μουσεία, μετά από τη γνώμη του ΚΑΣ και φυσικός χώρος για να πάνε αυτές οι Κυκλαδικές αρχαιότητες το 2048, είναι το Μουσείο της Νάξου που θα είναι αφιερωμένο στον Κυκλαδικό Πολιτισμό», είπε η υπουργός Πολιτισμού.